H πρόσφατη έμμεση ανακίνηση του ζητήματος της άρσης των εμποδίων για την απαλλαγή από τα “Θρησκευτικά” από τη μνημονιακή κυβέρνηση, επανέφερε τη συζήτηση για τη στάση της αριστεράς απέναντι στην ανάμειξη των θρησκευτικών συλλογικοτήτων σε κρατικές υποθέσεις. Για την απόκτηση πιάτσας κυρίως, και διατήρησης τακτικών συμμαχιών (με “νεο-ορθόδοξους”, “αριστερούς θεολόγους” κλπ) μεγάλο τμήμα της αριστεράς “καταπίνει” το ζήτημα του αστικοδημοκρατικού εκσυγχρονισμού του κράτους, επικαλούμενο είτε το ότι “αυτά θα τα λύσει ο σοσιαλισμός”, είτε το ότι “αυτά αφορούν δυο αστικές παρατάξεις”.
Ασφαλώς, η αριστερά δεν θα πρέπει να παρασύρεται σε μάχες που επιβάλλουν όποτε θέλουν σκοταδιστές και μηδενιστές, εθνικιστές ή κοσμοπολίτες, διάφορες φράξιες της αστικής τάξης ή ακόμα και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που παρεμβαίνουν σε κάποια χώρα. Από την άλλη, η αριστερά δεν μπορεί να απέχει από την καθημερινή πάλη, να αγνοεί το σήμερα, και το ότι μη δημοκρατικά ελεγχόμενοι “θεσμοί” παρεμβαίνουν (και μάλιστα, δυσανάλογα) σε υποθέσεις – έστω και – του αστικού κράτους. Δεν έχει καμμία σχέση το αν συνταγματικά καλείται να προάγει ή όχι την “ελληνοχριστιανική παιδεία” το κράτος, με το ότι θα πρέπει να παρεμβαίνει ενεργά η ελληνορθόδοξη εκκλησία στις υποθέσεις του, όπως είναι η Παιδεία. Η διαβούλευση είναι αρκετή για την εκκλησία.
Και είναι το καλύτερο, ακόμα και για την εκκλησία. Δια της πνευματικής βίας, δια του εξαναγκασμού (για τα ορθόδοξης καταγωγής παιδιά που δεν θέλουν να παρακολουθούν “Θρησκευτικά” ή δια της διαπόμπευσης όσων είναι αλλόθρησκα, ετερόδοξα ή άθεα, δεν θα καταφέρει ούτε τάμα να της κάνει κάποιος. Συν τοις άλλοις, η άσκηση (πνευματικής) βίας και η διαπόμπευση δεν είναι δυνατό να μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα για τους αριστερούς, πολλώ δε μάλλον όταν αυτό είναι αποτέλεσμα μιας κρατικής πρακτικής. Αλλιώς, τι είδους αριστεροί είναι αυτοί, ακόμα και όσοι προτάσσουν την αναγκαιότητα διατήρησης μιας “ταυτότητας”; Και τι είδους “ταυτότητα” είναι αυτή που πατάει επί πτωμάτων; Και είναι δυνατό αυτή η “ταυτότητα” να έχει σχέση ειδικά με την ταυτότητα του νεοελληνικού έθνους που βρίσκεται ακριβώς στον τόπο που γέννησε τη Δημοκρατία;
Με αφορμή τα παραπάνω, παρατίθεται το παρακάτω κείμενο που γράφτηκε σε περίοδο όπου η σχέση κράτους και εκκλησίας στην ΕΣΣΔ ήταν μάλλον σε καλύτερο επίπεδο (καθώς υπήρχαν και πισωγυρίσματα, με ευθύνη των δογματικών και των δύο πλευρών).
Στην τσαρική Ρωσία δεν υπήρχε ελευθερία της συνείδησης και ελευθερία της λατρείας. Η ορθόδοξη εκκλησία, που ανώτατος αρχηγός της ήταν ο τσάρος, αποτελούσε μέρος του κυβερνητικού μηχανισμού της χώρας. Οι επίσκοποι και ο κλήρος έπαιρναν μισθό από την κυβέρνηση και ασκούσαν δημόσια λειτουργήματα. Έτσι λ.χ. συντάσσανε πράξεις του αστικού δικαίου, γεννήσεις, θανάτους, γάμους. Χωρίς πιστοποιητικό της εκκλησίας, τα παιδιά δεν μπορούσαν να μπουνε στο σχολείο.
Ο κώδικας της ρωσικής αυτοκρατορίας έλεγε: «Η ανώτατη και κυριαρχούσα θρησκεία στη ρωσική αυτοκρατορία είναι η ορθόδοξη χριστιανική ανατολική ελληνική θρησκεία».
Σύμφωνα με το άρθρο 253 του τσαρικού ποινικού κώδικα, οι οπαδοί των αιρέσεων που λέγονται πνευματομάχοι, οι εικονομάχοι, οι Ιουδαϊστές, «καθώς και άλλες αιρετικές ομάδες», στερούνταν όλα τα πολιτικά δικαιώματα και εξορίζονταν.
Εκατοντάδες χιλιάδες αθώοι, καταδιωκόμενοι για τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, άφηναν τα σπίτια τους και κατέφευγαν στα δάση της Σιβηρίας ή στο εξωτερικό.
Ο τσαρισμός, με την υποστήριξη της εκκλησίας, καταδίωκε άγρια τους άθεους και τους υλιστές σοφούς. Οι μεγάλοι, με διεθνή φήμη, φυσικοί Κ. Τιμιριάζεφ και Ι. Σετσένοφ, και πολλοί άλλοι ακόμα, καταδιώχτηκαν για τις «ιερόσυλες» ιδέες τους. Το έργο του Ι. Σετσένοφ «Τα αντανακλαστικά του εγκεφάλου» απαγορεύτηκε· το έργο του Ε. Χάικελ «Αινίγματα του Σύμπαντος» είχε την ίδια τύχη.
Το μπολσεβίκικο Κόμμα, που κατεύθυνε την εργατική και επαναστατική κίνηση της Ρωσίας, αντιτάχθηκε με θάρρος και πείσμα στο άδικο τσαρικό καθεστώς και στους θρησκευτικούς διωγμούς. Αγωνίστηκε για την κατάχτηση των δημοκρατικών ελευθεριών μαζί και της ελευθερίας της συνείδησης.
Από το 1903 ο Λένιν, διατυπώνοντας τις «βελτιώσεις που επιδιώκουν οι σοσιαλδημοκράτες, για ολόκληρο το λαό και τους εργάτες», έγραφε:
«Οι σοσιαλδημοκράτες ζητούν (…) να μπορεί να πιστεύει ο καθένας, με απόλυτη ελευθερία στη θρησκεία που του αρέσει. Μέσα στις ευρωπαϊκές χώρες, μόνο η Ρωσία και η Τουρκία έχουν αισχρούς νόμους ενάντια σε κείνους που έχουν μια θρησκεία διαφορετική από την επίσημη κρατική, ενάντια στους σχηματικούς, τους αιρετικούς, τους Ιουδαίους. Οι νόμοι αυτοί απαγορεύουν ρητά να έχει κανείς τούτες ή κείνες τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και να τις διαδίδει, και στερούν από ορισμένα δικαιώματα τους οπαδούς ορισμένων πίστεων. Όλοι αυτοί οι νόμοι είναι άδικοι, σκληροί και επονείδιστοι».
Οι μπολσεβίκοι στιγμάτισαν με τον τύπο, με προκηρύξεις και διαγγέλματα, κάθε προσβολή της ελευθερίας της συνείδησης. Τίμησαν εξαιρετικά το Α. Τολστόι, που αγωνίστηκε για την ελευθερία της συνείδησης και υποστήριξαν τους κληρικούς που διαμαρτυρήθηκαν με καλή πίστη για το δεσποτισμό της εκκλησίας.
Οι μπολσεβίκοι αγωνίστηκαν ακατάπαυστα ενάντια στο μεσαιωνικό σκοτάδι και για την ελευθερία. Το Δεκέμβρη του 1905, μπροστά στην επαναστατική κίνηση που συγκλόνιζε τη χώρα, ο Λένιν καθόρισε για μια ακόμα φορά τη θέση των σοσιαλιστών απέναντι στη θρησκεία και επικύρωσε το χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος.
«..Το κράτος, έγραφε ο Λένιν, δεν πρέπει ν’ανακατεύεται στα ζητήματα της θρησκείας. Οι θρησκευτικές κοινότητες δεν πρέπει να είναι προσκολλημένες στην κρατική εξουσία. Ο καθένας πρέπει να είναι απόλυτα ελεύθερος να ακολουθεί τη θρησκεία που θέλει, ή να μην ακολουθεί καμία, δηλαδή, να είναι άθεος, όπως είναι γενικά κάθε σοσιαλιστής. Δεν πρέπει να γίνεται ανεχτή καμία διαφορά στα πολιτικά δικαιώματα των πολιτών εξαιτίας των θρησκευτικών πεποιθήσεών τους. Κάθε μνεία ακόμα της θρησκείας των πολιτών στις επίσημες πράξεις πρέπει να καταργηθεί ολοκληρωτικά. Το κράτος δεν πρέπει να δίνει καμία επιχορήγηση στην επίσημη εκκλησία, ούτε στις ενοριακές και θρησκευτικές ενώσεις, οι οποίες πρέπει να μετατραπούν σε ενώσεις ομόθρησκων πολιτών, εντελώς ελεύθερες και ανεξάρτητες από την εξουσία. Μόνο η ολοκληρωτική πραγματοποίηση αυτών των όρων, μπορεί να δώσει τέλος σ’ αυτό το επαίσχυντο και μισητό παρελθόν, όπου η εκκλησία ήταν υποδουλωμένη στο κράτος και οι ρώσοι πολίτες, με τη σειρά τους, υποδουλωμένοι στην επίσημη εκκλησία. Όπου υπήρχαν και λειτουργούσαν νόμοι μεσαιωνικοί και ιεροεξεταστικοί (που διατηρούνται ως τα σήμερα στους ποινικούς κώδικές μας), που καταδίωκαν για μια πίστη ή για την αθεΐα, που εκβίαζαν τη συνείδηση του ανθρώπου, και τέλος, που συνδύαζαν τις αργομισθίες και τα διοικητικά εκκλησιαστικά εισοδήματα με τη χορήγηση από την εκκλησία της μιας ή της άλλης παρηγοριάς. Ο ολοκληρωτικός χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος, να, αυτή είναι η απαίτηση που προβάλλει σήμερα το σοσιαλιστικό προλεταριάτο, σχετικά με το κράτος και την εκκλησία (…)».
Ο συμπολεμιστής του Λένιν, Ι. Στάλιν, υποστήριξε την ίδια θέση σχετικά με την θρησκεία. Στο έργο του «Ο μαρξισμός & το εθνικό ζήτημα» (1913) γράφει:
«Το πρόγραμμα των σοσιαλδημοκρατών έχει μια παράγραφο για την ελευθερία της συνείδησης. Σύμφωνα μ’ αυτή, οποιαδήποτε ομάδα ανθρώπων έχει το δικαίωμα να πιστεύει σε οποιαδήποτε θρησκεία: καθολική, ορθόδοξη κτλ. …Η σοσιαλδημοκρατία θα αγωνιστεί ενάντια στις θρησκευτικές καταπιέσεις και στους διωγμούς των ορθόδοξων, καθολικών, διαμαρτυρόμενων…Η σοσιαλδημοκρατία θα διαμαρτύρεται πάντα για τους διωγμούς του καθολικισμού και προτεσταντισμού και θα υπερασπίζει πάντα το δικαίωμα των εθνών να έχουν οποιαδήποτε πεποίθηση…».
Το μπολσεβίκικο κόμμα, όντας οπαδός του αθεϊσμού και διαδίδοντας μέσα στις μάζες μια υλιστική επιστημονική αντίληψη του κόσμου, ζήτησε από τη γέννησή του ως την επανάσταση του 1917 – δηλαδή σ’όλη την περίοδο της ύπαρξής του κάτω από το τσαρικό καθεστώς – το χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος, καθώς και την ελευθερία της συνείδησης και αγωνίστηκε ενάντια σε όλους τους θρησκευτικούς διωγμούς.
«1.Η εκκλησία χωρίζεται από το κράτος.
2.Απαγορεύεται στο εσωτερικό της δημοκρατίας να εκδίδονται τοπικοί νόμοι ή αποφάσεις που μπορούν να εμποδίσουν ή να περιορίσουν την ελευθερία της συνείδησης ή να δίνουν οποιαδήποτε προνόμια, ή πλεονεχτήματα σε πολίτες, ανάλογα με τη θρησκεία που πιστεύουν.
3.Κάθε πολίτης είναι ελεύθερος να πιστεύει όποιο θρησκευτικό δόγμα θέλει ή και να μην πιστεύει σε κανένα. Όλες οι στερήσεις δικαιωμάτων που προέρχονται από την εξάσκηση ή μη εξάσκηση ενός δόγματος κηρύσσονται άκυροι.
Σημείωση: Στις επίσημες πράξεις καταργείται κάθε μνεία ότι οι πολίτες ανήκουν ή όχι σε μια θρησκεία.
4.Οι πράξεις των κρατικών αρχών ή άλλων δημοσίων, δικαστικών και κοινωνικών ιδρυμάτων δεν περιβάλλονται με κανένα θρησκευτικό τύπο ή τελετή.
5.Η άσκηση των θρησκευτικών τελετών επιτρέπεται ελεύθερα, εφ’ όσο δεν διαταράσσεται η δημόσια τάξη, ούτε προσβάλλονται τα δικαιώματα των πολιτών της Σοβιετικής δημοκρατίας. Οι τοπικές αρχές έχουν το δικαίωμα να πάρουν όλα τα αναγκαία μέτρα, για να εξασφαλίσουν σ’ αυτή την περίπτωση τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.
6.Κανείς δε θα μπορεί να επικαλεστεί τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις για ν’ αποφύγει την εκπλήρωση των πολιτικών του καθηκόντων. Εξαιρέσεις απ’ αυτόν τον κανόνα μπορεί να καθορίζονται σε κάθε ειδική περίπτωση με απόφαση του λαϊκού δικαστηρίου, με την επιφύλαξη πως μια πολιτική υποχρέωση θα αντικαθίσταται από μιαν άλλη.
7.Ο όρκος στο Θεό και κάθε άλλη ορκωμοσία καταργείται. Σε περίπτωση ανάγκης, θα δίνεται μόνο μια επίσημη υπόσχεση.
8.Οι διάφορες αστικές πράξεις θα συντάσσονται αποκλειστικά από τους πολιτικούς υπαλλήλους στα ληξιαρχικά γραφεία γάμων και γεννήσεων.
9.Το σχολείο χωρίζεται από την εκκλησία. Η διδασκαλία θρησκευτικών δογμάτων απαγορεύεται σε όλα τα σχολικά ιδρύματα γενικής εκπαίδευσης, που διοικούνται από το κράτος δημόσια ή ιδιωτικά. Οι πολίτες είναι ελεύθεροι να διδάσκονται ή να διδάσκουν τη θρησκεία μόνο ιδιωτικά.
10.Όλες οι θρησκευτικές και εκκλησιαστικές ενώσεις υπάγονται στους ίδιους κανόνες με τις ιδιωτικές εταιρίες και ενώσεις. Δεν έχουν κανένα προνόμιο ούτε καμία επιχορήγηση από το κράτος ή από τα τοπικά του αυτόνομα και ανεξάρτητα ιδρύματα.
11.Αναγκαστική είσπραξη φόρων και τελών για τις θρησκευτικές ή εκκλησιαστικές ενώσεις απαγορεύεται. Επίσης απαγορεύεται η επιβολή καταναγκασμών ή ποινών από τις εταιρίες αυτές στους οπαδούς.
12.Καμία θρησκευτική ή εκκλησιαστική εταιρία δεν έχει δικαίωμα προτεραιότητας και δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο.
13.Όλη η περιουσία των θρησκευτικών ή εκκλησιαστικών εταιριών που βρίσκεται στη Ρωσία κηρύσσεται κρατική ιδιοκτησία. Οι τόκοι και τα αντικείμενα της λατρείας παρέχονται, ύστερα από ειδική απόφαση των δημοσίων αρχών, κεντρικών ή τοπικών, για δωρεάν χρήση στις αντίστοιχες θρησκευτικές κοινότητες».
Αρκεί να δει κανείς τούτο το έγγραφο – που είναι η βάση για τη θρησκευτική νομοθεσία που ισχύει ακόμα σήμερα – για να καταλάβει το ευρύ πνεύμα ανοχής και ελευθερίας που το εμπνέει απ’ την πρώτη ως την τελευταία λέξη απέναντι στη θρησκεία και στην εκκλησία.
Το διάταγμα για το χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος έβαλε τέλος στο αυτεξούσιο της ορθόδοξης εκκλησίας σαν «ανώτατης και κυρίαρχης» εκκλησίας στη Ρωσία. Η εκκλησία μεταμορφώθηκε σε ιδιωτική ευσπλαχνική ένωση πιστών, ανεξάρτητη από το κράτος. Από τότε δεν ασκούσε πια, ούτε ασκεί, κανένα δημόσιο λειτούργημα. Ο κλήρος, που άλλοτε πληρωνόταν από το κράτος, σήμερα ζει από τις προσφορές των πιστών. Για πρώτη φορά στη ρωσική ιστορία, μπορεί κανένας, χωρίς κίνδυνο, να διακηρύξει πως είναι άθεος, ή πως πιστεύει στο Θεό διαφορετικά απ’ ό,τι ζητάει η ορθόδοξη ελληνική εκκλησία. Έτσι, είναι πολλοί εκείνοι που, μη όντας πια υποχρεωμένοι να κρύβουν τις γνώμες και τις πεποιθήσεις τους, διακηρύξανε ανοιχτά ότι διακόπτουν κάθε σχέση με τη θρησκεία και πως είναι άθεοι.
Ολόκληρος ο κλήρος έδωσε τη συγκατάθεσή του στο διάταγμα του χωρισμού της εκκλησίας από το κράτος και χαιρέτησε την πολιτική του μπολσεβικικού κόμματος και της εξουσίας των Σοβιέτ σχετικά με τη θρησκεία.
Ωστόσο, στη γέννηση του νέου σοβιετικού κράτους, βρέθηκαν πολλοί θρησκευτικοί λειτουργοί που κράτησαν εχθρική στάση απέναντι στην ανατροπή του τσαρισμού και στην εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας. Έλεγαν πως ο χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος ήταν διωγμός κατά της εκκλησίας και δεν εύρισκαν άλλο όνομα για να ονομάσουν τους μπολσεβίκους από το όνομα «αντίχριστος».
Μια και τέτοια ήταν η κατάσταση, η σοβιετική εξουσία χτύπησε αμείλιχτα κάθε ενέργεια εχθρική προς το λαό και τιμώρησε αυστηρά εκείνους που χρησιμοποιούσανε τη θρησκεία για τον πολιτικό και αντεπαναστατικό τους αγώνα. Ταυτόχρονα, η σοβιετική εξουσία εφάρμοζε χωρίς υποχωρήσεις τη γραμμή της στο θρησκευτικό ζήτημα, ακολουθώντας σταθερά την αρχή της ελευθερίας της συνείδησης.
Το διάταγμα του Γενάρη 1918, το σχετικό με το χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος, το ακολούθησε ολόκληρη σειρά από νέους νόμους, αποφάσεις και οδηγίες, που ερμήνευαν το διάταγμα και καθόριζαν με ακρίβεια τα δικαιώματα και τα καθήκοντα των θρησκευτικών ενώσεων και ομάδων στη Ρωσία.
Έτσι, το διάταγμα της 8 του Απρίλη 1929, περιλαμβάνει ανάμεσα στ’ άλλα και τα ακόλουθα άρθρα:
«Άρθρο 10 α, παρ.1: Για να ανταποκρίνονται στις θρησκευτικές τους ανάγκες, στους πιστούς που θα έχουν ιδρύσει μια θρησκευτική ένωση, μπορούν, με συμβόλαιο που θα κάνουν με την εκτελεστική επιτροπή της περιοχής, ή της αχτίδας, ή του σοβιέτ της πόλης, να παραχωρηθούν τόποι λατρείας δωρεάν.
Άρθρο 24. Μυσταγωγοί ή οργανωτές θρησκευτικών συνεδρίων, συνελεύσεων ή συνδιασκέψεων μπορεί να είναι θρησκευτικές ενώσεις ή ομάδες πιστών, οι εκτελεστικοί τους οργανισμοί, καθώς και οι εκτελεστικοί οργανισμοί των θρησκευτικών συνεδρίων.
Άρθρο 45. Το χτίσιμο νέων εκκλησιών μπορεί να επιτραπεί με αίτηση των θρησκευτικών σωματείων, με τον όρο ότι θα τηρηθούν οι γενικοί τεχνικοί όροι για την ανέγερση οικοδομών.
Άρθρο 57, παράγραφος 1: Οι συνελεύσεις των πιστών κατά ομάδες ή ενώσεις μπορεί να γίνονται στα κτίρια τα αφιερωμένα για τη λατρεία ή σε ειδικούς χώρους, που ανταποκρίνονται στους τεχνικούς και κανόνες υγιεινής για κάθε συγκέντρωση, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση ή άδεια των αρχών.
Άρθρο 60. Για τις θρησκευτικές λιτανείες – συστατικό μέρος της θείας λατρείας – που γίνονται γύρω από την εκκλησία, τόσο στις πόλεις όσο και στο χωριό, δεν χρειάζεται καμία ειδική άδεια ή ειδοποίηση, εφ’ όσο δεν εμποδίζουν την κυκλοφορία».
Το διάταγμα Νο.328 του Λαϊκού Επιτροπάτου των Εσωτερικών της Ρωσικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Σοβιετικής Δημοκρατίας, με ημερομηνία 1 Οκτώβρη 1929, αναφέρει:
«Για να ανταποκρίνονται στις θρησκευτικές τους ανάγκες οι πολίτες που έχουν συμπληρώσει τα 18 χρόνια και ανήκουν στην ίδια θρησκεία, στις ίδιες τάσεις ή δόγματα, είναι ελεύθεροι να συγκροτούν θρησκευτικές ενώσεις ή ομάδες πιστών.
Οι πιστοί που ανήκουν σ’ αυτές μπορούν:
Α) να κάνουν τις ιεροτελεστίες τους.
Β) να συναθροίζονται για προσευχή.
Γ) Να διαχειρίζονται την περιουσία του θρησκεύματος.
Δ) Να ρυθμίζουν τα σχετικά με την άσκηση των αστικών δικαιωμάτων, τη διοίκηση των θρησκευτικών πόρων και των εορτασμών των θρησκευτικών τελετών.
Ε) Να παίρνουν μέρος στα θρησκευτικά συνέδρια.
ΣΤ) να εκλέγουν τους θρησκευτικούς λειτουργούς για τον εορτασμό των τελετών.
Οι θρησκευτικές συνελεύσεις και τα συνέδρια όλης της Δημοκρατίας, όλης της Ρωσίας ή της Ένωσης συνέρχονται με την άδεια: από τις διοικητικές αρχές της περιφέρειας ή της περιοχής, αν το συνέδριο αγκαλιάζει από δύο επαρχίες και πάνω ή πολλές αυτόνομες περιοχές.
Θρησκευτικό σωματείο ή ομάδα πιστών μπορεί να σχηματιστεί με απόφαση της γενικής συνέλευσης του σωματείου ή της ομάδας.
Η απόφαση αυτή πρέπει να γίνει γνωστή στην ειδική υπηρεσία καταγραφής των σωματείων μέσα σε 7 μέρες».
Η νομοθεσία, μα και η πραχτική δράση των θρησκευτικών οργανώσεων, μαρτυρεί την τέλεια ανοχή στα ζητήματα της πίστης και την ελευθερία συνείδησης στην ΕΣΣΔ. Δίνουμε σαν παράδειγμα διάφορα θρησκευτικά ρεύματα που εκδηλώθηκαν ελεύθερα και υπάρχουν στην ΕΣΣΔ: Ορθόδοξοι (παλιές και ανακαινιστικές εκκλησίες), ορθόδοξη ουκρανική εκκλησία, γεωργιανή εκκλησία, καθολικοί, διαμαρτυρόμενοι, ετερόδοξοι, παλαιοί-πιστοί αρμένιοι- γρηγοριανοί, αιρετικοί- αναβαπτιστές, που λειτουργούν χωρίς παπάδες (πομέρτοι, θεοδοσιστές, φιλιπποβιστές, βαπτιστές, ευαγγελιστές), πουριτανοί, μεθοδιστές, πνευματομάχοι, ιεχωβιστές, μαστιγούμενοι, νεο-ισραηλίτες, τολστοϊκοί, μωαμεθανοί, Σουνίτες, ισμαηλίτες, ιουδαϊστές, βουδιστές, λαμαϊστές, χαμανίτες κτλ.
Όλα τα θρησκευτικά αυτά ρεύματα διακηρύσσουν την πίστη τους και τελούν τη λατρεία τους με κάθε ελευθερία.
Η σοβιετική εξουσία δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στους πολίτες των διαφόρων θρησκευμάτων. Οι επίσημες ταυτότητές τους, τα διαβατήρια, πράξεις γέννησης κ.α. δεν αναφέρουν τη θρησκεία που ανήκουν. Όταν γίνεται απογραφή του πληθυσμού, παρόμοια ερώτηση δεν υπάρχει στο ερωτηματολόγιο. Δε ζητείται πιστοποιητικό πως ανήκουν σε κάποια θρησκεία, από εκείνους που ζητάνε μια θέση, ούτε ακόμα από τα παιδιά που μπαίνουν στο σχολείο. Όλοι οι πιστοί, ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις τους, όπως και όλοι οι άπιστοι, είναι εντελώς ίσοι μπροστά στο νόμο. Καμία εκκλησία, καμία θρησκεία δεν έχει ιδιαίτερα προνόμια ή πλεονεχτήματα. Το σοβιετικό κράτος εγγυάται την ελεύθερη άσκηση των δικαιωμάτων σε όλες τις θρησκευτικές οργανώσεις, τιμωρώντας και σταματώντας κάθε τάση που ζητεί να παρεμποδίσει τους πιστούς στην εξάσκηση της λατρείας τους.
Οι γιορτές της ορθόδοξης εκκλησίας γιορτάζονται στην ΕΣΣΔ σύμφωνα με το ημερολόγιο της εκκλησίας, δηλαδή με το ιουλιανό ημερολόγιο, που είναι 13 μέρες πίσω από το γρηγοριανό. Οι άλλες θρησκευτικές οργανώσεις διατηρούν επίσης τις παραδόσεις του ημερολογίου τους για τις εορτές τους (μουσουλμάνοι, εβραίοι). Κανείς δεν εμποδίζει τους πιστούς να παίρνουν μέρος στη λατρεία, να προσεύχονται, να νηστεύουν κτλ. Μέρα της βδομαδιάτικης ανάπαυσης στην ΕΣΣΔ έχει ορισθεί η Κυριακή (μέρα γιορτής για τους χριστιανούς) και η Παρασκευή στις ανατολικές Δημοκρατίες (μέρα ανάπαυσης για τους μουσουλμάνους). Αυτό είναι μια απόδειξη πως η ΕΣΣΔ σέβεται τις θρησκευτικές παραδόσεις του πληθυσμού.
Η σοβιετική κυβέρνηση δεν απαγορεύει τις κηδείες, ούτε το κάψιμο του νεκρού (αν το επιθυμούν οι συγγενείς τους), ούτε τους σταυρούς στους τάφους, την εξομολόγηση, τη μετάληψη κτλ. Στο κρεματόριο παρέχεται κάθε δυνατότητα στους συγγενείς του νεκρού να εκτελέσουν τη θρησκευτική ιεροτελεστία αν το θέλουν. Θρησκευτικά έθιμα, όπως το πέπλο και ο φερετζές στις γυναίκες της Ανατολής, ή η περιτομή των εβραίων και μουσουλμάνων δεν απαγορεύονται από τη σοβιετική εξουσία.
Η σοβιετική εξουσία δεν επιβάλλει έθιμα στους πιστούς, ούτε καταργεί διοικητικά τις θρησκευτικές συνήθειες που υπάρχουν από καιρό. Η σοβιετική κυβέρνηση απαγορεύει μονάχα τις ιεροτελεστίες που έχουν έκδηλο φανατικό χαρακτήρα ή που τείνουν να παραμορφώσουν ή να ακρωτηριάσουν τον άνθρωπο.
Η ενορία αποτελεί το βασικό κρίκο της ορθόδοξης εκκλησίας. Διευθύνεται από ένα ενοριακό συμβούλιο από 20 άτομα. Σύμφωνα με μια σύμβαση με τα σοβιέτ, το ενοριακό αυτό συμβούλιο («οι είκοσι») έχει για την άσκηση της λατρείας τη χρήση ενός κτιρίου, που έχει αναλάβει να διατηρεί σε καλή κατάσταση. Το συμβούλιο εκλέγει κάθε τρία χρόνια έναν πρόεδρο, έναν γραμματέα και έναν ταμία. Οι ενορίες ενώνονται σε επισκοπές. Σε κάθε επισκοπή επικεφαλής είναι ένας αρχιεπίσκοπος (βάση συνήθως είναι το έδαφος μιας περιφέρειας). Ανώτατος αρχηγός της ορθόδοξης εκκλησίας είναι ο πατριάρχης.
Άλλες θρησκευτικές οργανώσεις π.χ. οι μουσουλμάνοι, οι εβραίοι κ.ά. – που καταδιώχτηκαν σκληρά από τον τσαρισμό – διευθύνονται σύμφωνα με τα έθιμά τους και έχουν πλήρη αυτονομία. Έτσι, οι μουσουλμάνοι στην ΕΣΣΔ διευθύνονται από το μουφτή της κεντρικής πνευματικής διεύθυνσης των μουσουλμάνων στην πόλη Ούφα. Στις πόλεις και τα χωριά της Μικρής Ασίας, του Καυκάσου, της Υπερκαυκασίας και σε άλλες περιοχές (όπου ανήκει και η Μόσχα), οι πιστοί για να προσευχηθούν μαζεύονται ελεύθερα στα τζαμιά, κρατούν τις νηστείες τους, διαβάζουν τους ψαλμούς του κορανίου κτλ.
Οι εβραίοι πιστοί είναι ενωμένοι σε θρησκευτικές κοινότητες (στη Μόσχα και αλλού), κάνουν τις τελετές της θρησκείας τους στις συναγωγές, διαβάζουν δημόσια κείμενα από την Αγία Γραφή και κάνουν αγρυπνίες κτλ, θάβουν τους νεκρούς τους σύμφωνα με την επιθυμία των συγγενών, όχι στα κοινά νεκροταφεία, αλλά στα νεκροταφεία στα προορισμένα για τους εβραίους κτλ.
Πολλές θρησκευτικές οργανώσεις έβαλαν και βγάζουν βιβλία και περιοδικά. Η ορθόδοξη εκκλησία εκδίδει την «Επιθεώρηση του Πατριαρχείου της Μόσχας». Εξέδωσε τις επιθεωρήσεις: «Μπλαγγορέστ» (Καλή Είδηση), τη «Φωνή της ορθόδοξης Ουκρανίας», την «Ανακαινιστική Εκκλησία». Θρησκευτικά περιοδικά βγήκαν στις έδρες των νομών ή περιοχών όπως: «Η Επισκοπική Εφημερίδα της Σαμάρας», «Η Επισκοπική Εφημερίδα της Τούλας», η «Εφημερίδα της Εκκλησίας του Ουράλη» κ.α. Και οι αιρέσεις έβγαζαν κατά καιρούς διάφορες επιθεωρήσεις, όπως ο «Βαφτιστής», ο «Ταχυδρόμος», ο «Ταχυδρόμος των πνευματιστών χριστιανών», η «Φωνή της Αλήθειας», η «Ένωση» κ.α. περιοδικά εκδίδονται από τους παλαιούς πιστούς, ο «Ταχυδρόμος της ένωσης των χριστιανών της Ρωσίας» και η «Φωνή της Εκκλησίας».
Επιπλέον, στη διάρκεια του πολέμου που έκανε ο σοβιετικός λαός ενάντια στη χιτλερική Γερμανία, ο κλήρος έβγαλε διάφορα κηρύγματα προς τους πιστούς με τη μορφή προκηρύξεων κατά τις διάφορες εποχές: Π.χ. στη δολερή επίθεση των φασιστών ενάντια στην ΕΣΣΔ στις 22 του Ιούνη 1941, κατά τα Χριστούγεννα του ’41 και το Πάσχα του ’42, στην επέτειο του πολέμου για την πατρίδα κτλ. Αναφέρουμε, ακόμα, τη μεγάλη συλλογή, η «Αλήθεια για τη θρησκεία στην ΕΣΣΔ» (460 σελ. σε 50.000 αντίτυπα) που έβγαλε το 1942 το πατριαρχείο της Μόσχας, καθώς και το βιβλίο του μητροπολίτη του Κιέβου και της Γαλικίας Νικολάου, για τη θέση της θρησκείας και της εκκλησίας στην ΕΣΣΔ.
Πολλά άλλα γεγονότα βεβαιώνουν την πλήρη ανοχή για τη θρησκεία και την ελευθερία της συνείδησης που υπάρχει στην ΕΣΣΔ. Τα ίδια εργαστήρια κατασκευάζουν παιχνίδια και τα χρωματιστά πασχαλιάτικα αυγά. Ειδικά καταστήματα πωλούν αντικείμενα για τη λατρεία και άμφια. Κρατικά καταστήματα έχουν το «πασχαλιάτικο ψωμί» και τα «άζυμα» και εφοδιάζουν την εκκλησία με τα αναγκαία υλικά για την επιδιόρθωση των ναών, με ηλεκτρικό φως κτλ. Ακόμα, παρέχονται τροφή και μεταφορικά μέσα στους αντιπροσώπους των εκκλησιαστικών συνεδρίων από τις κρατικές οργανώσεις και τους συνεταιρισμούς. Οι θρησκευτικοί ύμνοι των αιρετικών, οι επιθεωρήσεις και οι θρησκευτικές συλλογές τυπώνονται στα κρατικά τυπογραφεία.
«Για να εξασφαλιστεί στους πολίτες η ελευθερία της συνείδησης, η εκκλησία στην ΕΣΣΔ χωρίζεται από το κράτος και το σχολείο από την εκκλησία. Η ελευθερία άσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων και η ελευθερία της αντιθρησκευτικής προπαγάνδας, αναγνωρίζονται σε όλους τους πολίτες».
Το σταλινικό Σύνταγμα έβαλε νέες διατάξεις στο εκλογικό σύστημα, με τη χορήγηση ψήφου σ’ όλους τους ενήλικους (δηλαδή, όσους έχουν συμπληρώσει τα 18 τους χρόνια), χωρίς να εξαιρεί τον κλήρο. Πριν εφαρμοστεί το σταλινικό Σύνταγμα, οι θρησκευτικοί λειτουργοί δεν είχαν, προσωρινά, δικαίωμα ψήφου. Το μέτρο αυτό δεν είχε παρθεί μόνο για τον κλήρο, αλλά και για άλλες κατηγορίες του πληθυσμού που στάθηκαν εχθρικές στη νέα τάξη, στο σοβιετικό πολίτευμα, στην εξουσία των εργατών και αγροτών. Το 1936, στη λαϊκή συζήτηση για το σχέδιο του Συντάγματος, όπου πήρε μέρος όλο το έθνος, προτάθηκε μια τροποποίηση που έλεγε να μη χορηγηθεί ψήφος στους κληρικούς, σε όλους τους πρώην «Λευκοφρουρούς» και στα άτομα που δεν έκαναν κοινωφελή εργασία, ή τουλάχιστο να περιοριστεί το δικαίωμα ψήφου σ’ αυτές τις κατηγορίες, ώστε να έχουν το δικαίωμα μόνο να εκλέγουν, όχι και να εκλέγονται.
Ο σ. Στάλιν, εισηγητής της επιτροπής του συντάγματος στο 8ο έκτακτο συνέδριο των Σοβιέτ, υπογράμμισε πόσο λανθασμένη ήταν η παραπάνω πρόταση:
“Νομίζω, είπε, πως το νομοσχέδιο αυτό πρέπει να απορριφθεί. Το σοβιετικό καθεστώς είχε στερήσει τα μη εργαζόμενα και τα εκμεταλλευτικά στοιχεία από το εκλογικό τους δικαίωμα όχι για πάντα, αλλά προσωρινά, μόνο για μια ορισμένη περίοδο. Κάποτε τα στοιχεία αυτά καταπολεμούσαν το λαό μας και τους σοβιετικούς νόμους. Ο σοβιετικός νόμος που τους στέρησε το εκλογικό δικαίωμα ήταν η απάντηση της εξουσίας των σοβιέτ σ’ αυτή την αντιδραστική θέση τους. Από τότε πέρασε αρκετός καιρός. Στην περίοδο που πέρασε, πετύχαμε να εξαφανίσουμε τις εκμεταλλεύτριες τάξεις και το σοβιετικό καθεστώς έγινε μια ακατανίκητη δύναμη. Δεν ήρθε, λοιπόν, πια ο καιρός να αναθεωρήσουμε αυτό το νόμο; Νομίζω, ναι. Λένε πως αυτό είναι επικίνδυνο, γιατί στις ανώτερες θέσεις μπορούν να γλυστρήσουν στοιχεία εχθρικά στο σοβιετικό καθεστώς, κουλάκοι, “λευκοφρουροί”, παππάδες, κ.α.
Τι έχουμε, όμως, αλήθεια, να φοβηθούμε; Όταν πάει κανείς στο δάσος δεν πρέπει να φοβάται το λάκκο. Και, πρώτα πρώτα όλοι οι πρώην κουλάκοι, οι “λευκοφρουροί”, παπάδες κ.α., δεν είναι εχθρικοί απέναντι στη σοβιετική εξουσία. Έπειτα, κι αν ακόμα ο ίδιος ο λαός εκλέξει εδώ κι εκεί ανθρώπους εχθρικούς, αυτό θα σημαίνει πως η διαφωτιστική δουλειά μας δεν αξίζει τίποτα, και πως μας ταίριαζε τέτοια ντροπή· αν, αντίθετα, πάλι, η διαφωτιστική μας δουλειά έγινε καλά, μπολσεβίκικα, ο λαός δεν θα αφήσει τα εχθρικά στοιχεία να περάσουνε στις ανώτατες θέσεις. Ώστε πρέπει να εργαζόμαστε και να μη μυξοκλαίμε. Πρέπει να εργαζόμαστε και να μην περιμένουμε να μας έρχονται όλα έτοιμα από το διοικητικό δρόμο. Από το 1918 κιόλας, ο Λένιν έλεγε πως δεν είναι μακριά ο καιρός που η σοβιετική εξουσία θα κρίνει σκόπιμο να εφαρμόσει την καθολική ψηφοφορία χωρίς κανένα περιορισμό; Ακούτε καλά; Χωρίς κανένα περιορισμό. Το έλεγε τότε, που η ξένη επέμβαση δεν είχε ακόμα ξεκαθαριστεί και η βιομηχανία μας και η αγροτική μας οικονομία βρίσκονταν σε απελπιστική κατάσταση…17 χρόνια πέρασαν από τότε. Δεν είναι καιρός, σύντροφοι, να πραγματοποιήσουμε αυτή την υπόδειξη του Λένιν; Νομίζω πως είναι καιρός”.
Σε πρόταση του σ. Στάλιν, το 8ο έκτακτο Συνέδριο των Σοβιέτ της ΕΣΣΔ, απόρριψε επίσης μια τροποποίηση που ζητούσε να απαγορευθεί η άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων.
“Νομίζω, είπε ο Στάλιν, πως πρέπει να απορρίψουμε αυτό το νομοσχέδιο, γιατί δεν είναι σύμφωνο με το πνεύμα του συντάγματός μας”.
Στο βιβλίο τους, “Η αλήθεια για τη θρησκεία στη Ρωσία”, οι αρχηγοί της ορθόδοξης ρωσικής εκκλησίας δίνουν την παρακάτω εκτίμηση στην πολιτική του μπολσεβίκικου κόμματος και της σοβιετικής εξουσίας απέναντι στη θρησκεία:
“Το διάταγμα για την ελευθερία της συνείδησης που έβγαλε η σοβιετική κυβέρνηση το Γενάρη του 1918, εξασφαλίζει σε κάθε θρησκευτική κοινότητα, μαζί και στη δική μας, ορθόδοξη εκκλησία, το δικαίωμα και τη δυνατότητα να ζει και να εκτελεί τη λατρεία όπως ζητεί η πίστη της, στο βαθμό που δεν προσβάλλει τη δημόσια τάξη και τα δικαιώματα των άλλων πολιτών.
Αυτό το διάταγμα βοήθησε σημαντικά στην εξυγίανση της εσωτερικής ζωής της εκκλησίας. Το διάταγμα αυτό σήκωσε το βάρος που χρόνια πίεζε την εκκλησία. Την χειραφέτησε από την εξωτερική κηδεμονία. Η ωφέλεια για την εσωτερική ζωή της εκκλησίας ήταν μεγάλη. Το διάταγμα παραχωρεί την ελευθερία και εγγυάται το απαραβίαστό της σε όλες τις θρησκευτικές κοινότητες..Όχι, η εκκλησία δεν μπορεί πια να έχει παράπονα από την εξουσία”.
Ο ανταποκριτής του πρακτορείου Associated Press, απευθύνθηκε στις 24 του Δεκέμβρη του 1941 σ’ έναν από τους ιεράρχες της εκκλησίας στην ΕΣΣΔ, τον αρχιεπίσκοπο Ανδρέα και τον ρώτησε: “Σε ποιο βαθμό περιορίζεται σήμερα στη Ρωσία η ελευθερία των θρησκευτικών πεποιθήσεων;”.
Ο αρχιεπίσκοπος Ανδρέας απάντησε: “Η σοβιετική εξουσία δεν περιόρισε ποτέ την ελευθερία των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Ακολουθεί σταθερά την αρχή της ανοχής για όλες τις θρησκείες. Και αυτή η ανοχή καθιερώθηκε με ένα άρθρο του Συντάγματος.
Η σοβιετική εξουσία πήρε αυστηρά μέτρα ενάντια σ’ ένα μέρος του κλήρου και των πιστών, όχι όμως για τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, αλλά για την εχθρική τους στάση απέναντι στο νέο σοβιετικό καθεστώς. Δεν πρέπει να ξεχνούμε πως πριν από την επανάσταση, η εκκλησία υπηρετούσε τον τσάρο και είχε πολλά προνόμια (κυρίως ο ανώτερος κλήρος). Γι’ αυτό ο κλήρος, δύσκολα μπορούσε να παραιτηθεί από αυτά τα προνόμια. Μερικοί, με την ελπίδα πως η σοβιετική εξουσία θα ανατρεπόταν, ξεσηκώθηξαν ενάντιά της. Είναι αυτονόητο πως η σοβιετική εξουσία δεν μπορούσε ν’ αφήσει ατιμώρητα τέτοια υποκείμενα”.
Η Μαργαρίτα Γουόρεν Ουάιτ στο βιβλίο της: “Με μια φωτογραφική μηχανή μέσα στην εμπόλεμη Ρωσία”, μας λέει πως έπιασε κουβέντα με πιστούς, με κληρικούς και παντού άκουσε: “Είμαστε λεύτεροι, κανένας δε μας εμποδίζει να υπηρετούμε το Θεό”.
Ο Πατριάρχης Σέργιος Ivan Nikolayevich Stragorodsky (1867-1944)
Ο Γουόλς Κάρολ στο έργο του “Σ’αυτό είμαστε μαζί με τη Ρωσία”, φτάνει στο συμπέρασμα, ύστερα από συνομιλίες του με πιστούς και κληρικούς, πως οι πιστοί στην ΕΣΣΔ δεν έχουν κανένα παράπονο με τη σοβιετική εξουσία. Σε μια ερώτηση που έκανε ο Κάρολ στο μητροπολίτη Σέργιο (αργότερα, πατριάρχη) για τη θέση της θρησκείας και της εκκλησίας στην ΕΣΣΔ, πήρε τούτη την απάντηση: “Κανένας δεν ανησυχεί τους πιστούς στην ΕΣΣΔ. Η εκκλησία έχει αρκετούς πόρους και λογαριάζει, μάλιστα, να στείλει ενίσχυση στις Ηνωμένες Πολιτείες, για τη ορθόδοξη εκκλησία, που η οικονομική της κατάσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη”.
Ο μητροπολίτης Σέργιος είχε δηλώσει ακόμα πως κανένας περιορισμός δεν μπαίνει στην εκκλησία σχετικά με τη χειροτονία νέων παπάδων.
Στα μέσα του Σεπτέμβρη του 1943, αμέσως ύστερα από την εκλογή του πατριάρχη “Μόσχας και πασών των Ρωσιών”, ο αρχιεπίσκοπος της Υόρκης, δόκτωρ Κύριλλος Φόστερ Χάρμπιτ πήγε στη Μόσχα με πρόσκληση της ρωσικής εκκλησίας. Στις δέκα μέρες που έμεινε στη Ρωσία είχε μια ιδιαίτερη συνομιλία με το Μολότοφ, επίτροπο του λαού των Εξωτερικών. Σ’ αυτήν παρευρίσκονταν και ο Άγγλος πρεσβευτής σερ Άρτσιμπαλντ Κλαρκ Κερρ. Μαζί με τους δύο εφημέριούς του, ο αρχιεπίσκοπος Υόρκης επισκέφτηκε το μοναστήρι της Νέας Ιερουσαλήμ στην Ίστρα, όπου μπόρεσε να αντιληφθεί με τα μάτια του τις φοβερές καταστροφές που οι βάνδαλοι φασίστες είχαν προξενήσει σ’ αυτό το περίφημο αρχιτεκτονικό μνημείο. Στην εβδομαδιαία επιθεώρηση “Ο Βρετανός Σύμμαχος”, που βγάζει το Υπουργείο Πληροφοριών της Μεγάλης Βρετανίας, ο αρχιεπίσκοπος της Υόρκης, όταν γύρισε στο Λονδίνο, επιβεβαίωσε την πλήρη ανεξιθρησκία και την ελευθερία θρησκείας και συνείδησης που υπάρχει στην ΕΣΣΔ.
Ο αρχιεπίσκοπος Νέας Υόρκης Κύριλλος Φόστερ Χάρμπιτ (1875-1955)
Οι παρακάτω γραμμές, που παίρνουμε από ένα βιβλίο που αναφέραμε παραπάνω, η “Αλήθεια για τη θρησκεία στη Σοβιετική Ένωση”, μαρτυρούνε για μια ακόμα φορά την ελευθερία της συνείδησης σ’ αυτή τη χώρα:
“Είναι αλήθεια – το ξέρουμε καλά – πως στη Ρωσία κάνουν αντιθρησκευτική προπαγάνδα και πως το Σύνταγμα εγγυάται την ελευθερία της. Ξέρουμε ακόμα πως η αντιθρησκευτική ιδεολογία είναι η ιδεολογία του κομμουνιστικού κόμματος. Και όπως είναι φυσικό, η ορθόδοξη Εκκλησία θλίβεται γι’ αυτό. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να πούμε με κάθε αντικειμενικότητα πως η αντιθρησκευτική προπαγάνδα στην ΕΣΣΔ δεν εμποδίζει ούτε περιορίζει καθόλου τα δικαιώματα των πιστών.
Η κοσμοθεωρία του μπολσεβίκικου κόμματος, αντίληψη επιστημονική, αρνείται την πίστη στο υπερφυσικό, στα θαύματα. Αποκλείει τη θρησκευτική ερμηνεία για τα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα.
Ωστόσο, αν και το μπολσεβίκικο κόμμα κρατεί μια αρνητική θέση απέναντι στη θρησκεία, σαν κοσμοθεωρία δε θεώρησε ποτέ, ούτε θεωρεί λογικό τον αγώνα ενάντια στη θρησκεία με διοικητικά μέσα”.
Το 1924, το συνέδριο του μπολσεβίκικου κόμματος υπογράμμισε αυστηρά τη σημασία αυτού του ζητήματος: “Ενδιαφέρει να ξεκαθαριστεί οριστικά κάθε απόπειρα να χτυπηθούν οι θρησκευτικές προλήψεις με διοικητικά μέτρα, όπως το κλείσιμο των εκκλησιών, των τζαμιών, των συναγωγών, των οίκων προσευχής κτλ. Η αντιθρησκευτική προπαγάνδα πρέπει να πάρει ένα καθαρά υλιστικό χαρακτήρα σχετικά με την εξήγηση των φαινομένων της φύσης και της κοινωνικής ζωής.
Πρέπει να είμαστε προσεχτικοί και να μην πληγώνουμε το θρησκευτικό συναίσθημα των πιστών (…)”.
Τα ίδια τονίζει και το πρόγραμμα του μπολσεβίκικου κόμματος: “Πρέπει να αποφεύγουμε προσεχτικά κάθε προσβολή των θρησκευτικών συναισθημάτων των πιστών, γιατί αυτό θα έφερνε μονάχα το δυνάμωμα του θρησκευτικού φανατισμού”.
Η σοβιετική εξουσία τιμωρεί αυστηρά όποιον εμποδίζει τους πιστούς να ασκήσουν τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζει ο νόμος. Το άρθρο 125 του Ποινικού Κώδικα ορίζει:
“Όποιος παρεμποδίζει τον γιορτασμό των θρησκευτικών τελετών – φτάνει να μη διαταράσσουν τη δημόσια τάξη, ούτε να προσβάλλουν τα δικαιώματα των πολιτών – καταδικάζεται σε 6 μήνες καταναγκαστικά έργα”.
Η σοβιετική εξουσία επαγρυπνεί αυστηρά ώστε η αντιθρησκευτική προπαγάνδα να μην πληγώνει ή προσβάλλει τα θρησκευτικά αισθήματα των πιστών. Στην ΕΣΣΔ ο αγώνας ενάντια στη θρησκεία συνίσταται, πρώτα απ’ όλα, στην εκλαΐκευση των επιστημονικών γνώσεων και στη διαπαιδαγώγηση του λαού με το πνεύμα μιας επιστημονικής αντίληψης για τον κόσμο. Αυτή είναι η βασική μέθοδος της αντιθρησκευτικής προπαγάνδας στην ΕΣΣΔ (και ειδικά της Ένωσης των Μαχόμενων Άθεων). Η σοβιετική εξουσία δεν παραχώρησε ποτέ κανένα προνόμιο στις οργανώσεις των αθέων και κρατεί απέναντί τους την ίδια στάση που κρατεί και απέναντι στις θρησκευτικές οργανώσεις. Η Ένωση των Αθέων συντηρείται από προαιρετικούς εράνους των μελών της. Αποτελεί μια προαιρετική κοινωνική οργάνωση.
***
Η δολερή επίθεση της χιτλερικής Γερμανίας ενάντια στην ΕΣΣΔ τον Ιούνη του 1941 άλλαξε την κατάσταση στη χώρα. Από τις πρώτες μέρες της κυριαρχίας στις περιοχές που κατέλαβαν, προσωρινά, οι φασίστες, επιδόθηκαν στο πνίξιμο της ελευθερίας της συνείδησης, στο διωγμό του κλήρου και στη βεβήλωση της θρησκείας.
Ο καθεδρικός Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Κίεβο το Νοέμβρη του 1941 (πηγή)
Θα αναφέρουμε διάφορα γεγονότα παρμένα στην τύχη, από το άφθονο υλικό που δίνει ο περιοδικός τύπος και που επιβεβαιώθηκε από εκατοντάδες και χιλιάδες μαρτυρίες πιστών καθώς και από επίσημα έγγραφα:
Στο χωριό Ιλίνσκαγιε, στην περιοχή της Τούλας, οι εισβολείς έσπασαν τα εικονίσματα των κολχόζ και τα χρησιμοποίησαν για καυσόξυλα. Στην πόλη Πλάβοϊ, η εκκλησία μετατράπηκε σε φυλακή και τόπο βασανιστηρίων. Στα χωριά Σεμιονόφσκαγιε και Ιβανόφσκαγιε, της περιοχής της Μόσχας, οι εκκλησίες μεταβλήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στα χωριά Οσκόβνινο, Παπόρινα, Νόβο Πακρόφσκαγιε, Γιέβλεβο, της περιοχής της Τούλας, Κατσάγκινο, Λίτνινο, της περιοχής της Μόσχας, καθώς και σε άλλες πόλεις και χωριά που κατέλαβαν οι βάρβαροι Γερμανοί φασίστες, μεταβάλλανε τις εκκλησίες σε σταύλους. Κατάστρεψαν όλα τα ιερά σκεύη, τα εικονοστάσια, την Αγία Τράπεζα. Ο παπάς Αμβρόσιος Ιβάνοφ, του χωριού Ιλίνσκαγιε, διηγείται: “Πριν έρθουν οι γερμανοί, η εκκλησία ήτανε σε θαυμάσια κατάσταση. Ένας γερμανός αξιωματικός με διέταξε να αδειάσω την εκκλησία…Το βράδι έρχονται στρατεύματα, καταλαμβάνουν την εκκλησία και βάζουν μέσα τα άλογά τους. Και να τοι, σπάζουν, καταστρέφουν τα πάντα για να κάνουν ξύλινα κρεβάτια. Πέταξαν έξω την Αγία Τράπεζα, την πόρτα του Ιερού, τις κολυμπήθρες κ.α. Με μια λέξη, έκαναν την εκκλησία άντρο ληστών”.
Η διακοίνωση του επιτρόπου των Εξωτερικών σ. Μολότοφ, με χρονολογία 6 του Γενάρη του 1942, για τις καταστροφές και λεηλασίες που υπέστη ο σοβιετικός λαός, καθώς και για τα τερατουργήματα των γερμανικών αρχών στο κατεχόμενο σοβιετικό έδαφος, αναφέρει το παρακάτω περιστατικό:
“Στο Λβοφ, 32 εργάτριες του εργοστασίου ετοίμων ενδυμάτων, βιάστηκαν και ύστερα δολοφονήθηκαν από τα γερμανικά τάγματα εφόδου. Μεθυσμένοι γερμανοί στρατιώτες έσυραν κορίτσια και νέες γυναίκες του Λβόφ στο πάρκο του Καστιούζκο και τις εβίασαν άγρια. Ο γέρος παπάς Β.Α.Πομάζιεφ, που θέλησε με το σταυρό στο χέρι να εμποδίσει αυτές τις βιαιότητες, δάρθηκε άσχημα από τους φασίστες, που του έβγαλαν το ράσο, του έκοψαν τα γένια και τον τρύπησαν με τις λόγχες τους.
Οι χιτλερικοί κατάστρεφαν και εξαφάνιζαν τους ιστορικούς και καλλιτεχνικούς θησαυρούς των πιστών. Το μοναστήρι της Νέας Ιερουσαλήμ, στην Ίστρα, αξιόλογο θρησκευτικό και ιστορικό μνημείο του ρωσικού λαού, ιδρύθηκε το 1654 και ανακαινίστηκε στο 18ο αιώνα από τους περίφημους αρχιτέκτονες Ραστρέλλι και Καζάκοφ. Οι γερμανοί μεταβάλλανε σε ερείπια αυτό το μεγαλόπρεπο και μοναδικό μνημείο. Στην παλιά ρωσική πόλη Σταρίτσα, οι χιτλερικοί κάψανε ένα μοναστήρι του 16ου αιώνα. Μέσα στα ερείπιά του ανακαλύφτηκαν ύστερα γυμνά πτώματα κόκκινων φαντάρων, αιχμαλώτων πολέμου, που είχαν θανατωθεί με βασανιστήρια.
Το μοναστήρι της Νέας Ιερουσαλήμ το Δεκέμβρη του 1941 κατεστραμμένο από τους Ναζί. Η ανοικοδόμηση άρχισε αμέσως μετά την ανακατάληψη της περιοχής το 1942 (πηγή)
Το γράμμα ενός μουσουλμάνου ιερέα, του Ιμάμη Σουλεϊμάν, γραμμένο με βάση τις πληροφορίες μαρτύρων που δραπέτευσαν από την αιχμαλωσία, ζωγραφίζει τον φρικτό πίνακα των προσβολών που έκαναν οι χιτλερικοί στα θρησκευτικά αισθήματα των τατάρων της Κριμαίας:
“Πολυτιμημένε καζρέτ, γράφει ο Σουλεϊμάν, άκουσα αυτές τις μέρες μια συνομιλία ανάμεσα σε δύο μουσουλμάνους. Οι άνθρωποι αυτοί κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τις κατεχόμενες περιοχές της δημοκρατίας της Κριμαίας. Οι διηγήσεις τους ξύπνησαν, φλόγισαν τη μουσουλμανική μου ψυχή. Γι’ αυτό πήρα την απόφαση να σας γράψω. Ένας απ’ αυτούς κατάγεται από το χωριό Γκαζίζ, που βρίσκεται κοντά στην πόλη Μπαχτσισαράι. Δεν είχε φύγει από το χωριό του όταν καταλήφθηκε το Μπαχτσισαράι. Είχε μείνει σπίτι του και είχε αναλάβει χρέη φύλακα σ’ένα συνεταιρισμό. Τον λένε Ζιά Ελντίν. Μου διηγήθηκε τα εξής:
Από την πρώτη μέρα που μπήκαν στην Κριμαία οι γερμανοί, απαγόρεψαν τις ιεροτελεστίες, τα ήθη και έθιμα των τατάρων της Κριμαίας. Το Γκαζίζ (το χωριό του Ζιά Ελντίν) οι γερμανοί μάζεψαν όλους τους γέρους και τους διάταξαν να βγάλουν τα καπέλα τους και την τατάρικη φορεσιά τους και να ξυρίσουν τα γένια τους. Απαγόρευσαν την τελετή που γίνεται για τα νεογέννητα σύμφωνα με τους μουσουλμανικούς νόμους. Με διαταγή της γερμανικής διοίκησης έστειλαν τον πατέρα ενός νεογέννητου σε ένα γερμανό παπά που έδωσε στο νεογέννητο γερμανιό όνομα. Το χωριό είχε πάρει το όνομα Γκαζίζ (δηλαδή, Σεβαστό) από τα ιερά τζαμιά του, από τα ιστορικά μνημεία του και τους τάφους των αγίων που ανήκαν στην εποχή των Χάνων. Οι γερμανοί, λοιπόν, το κάψανε. Χιλιάδες μουσουλμάνοι έρχονταν στο Γκαζίζ, που ήταν τόπος ιερός για όλους τους Μουσουλμάνους της Κριμαίας.
Στο χωριό Τσιτσάλα ένας γέρος έκανε τη βραδινή προσευχή του. Ένας γερμανός στρατιώτης μπήκε και πιάνοντάς τον από το λαιμό του ρούχου του τον έσυρε έξω. Ο γέρος παραπονέθηκε σ’ έναν γερμανό αξιωματικό που περνούσε εκείνη την ώρα μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο. Τότε ο αξιωματικός διάταξε να μαζευτεί όλος ο πληθυσμός του χωριού και ο γέρος δάρθηκε μπροστά σ’ όλους. Ο αξιωματικός απείλησε με την ίδια τύχη τον καθένα που θα τολμούσε να παραπονεθεί για τη συμπεριφορά των γερμανών στρατιωτών.
Στο χωριό Σουντρί Τας, γερμανοί στρατιώτες ξεγύμνωσαν ολότελα τους μουσουλμάνους που είχαν μαζευτεί στο τζαμί για προσευχή, και έτσι ολόγυμνους τους πέρασαν μέσα από τους δρόμους του χωριού.
Πολυτιμημένε καζρέτ, δεν σας ιστόρησα παρά για το ένα εκατοστό από τις ωμότητες που μου ανέφερε ο Ζιά Ελντίν. Τόσο πολύ με αναστάτωσε η διήγησή του, ώστε δεν έχω τη δύναμη να σας τα εκθέσω όλα σ’ ένα μου γράμμα.
Καταριέμαι με όλη μου την ψυχή αυτά τα τέρατα, εχθρούς της ανθρωπότητας.
Είμαι γέρος. Πριν έρθουν οι γερμανοί στην Κριμαία, ήμουν ιμάμης στο χωριό Κάιρ – σατ. Πήγα προσκυνητής στις ιερές πόλεις, τη Μέκκα και τη Μεδίνα. Και δεν μπόρεσα να ακούσω χωρίς πόνο τη διήγηση των εγκλημάτων που διέπραξαν οι γερμανοί”.
Χιλιάδες και χιλιάδες τέτοια γεγονότα συγκεντρώθηκαν από την κρατική επιτροπή, όπου ανήκει και ο μητροπολίτης Κιέβου και Γαλικίας Νικόλαος. Η επιτροπή αυτή θα κάνει την έρευνα και θα συγκεντρώσει στοιχεία για τα κακουργήματα των φασιστών.
***
Πιστούς και άπιστους στη Σοβιετική Ένωση τους εμψύχωνε ο ίδιος φλογερός πατριωτισμός και η ίδια θέληση να συντρίψουν όσο το δυνατό πιο γρήγορα τον άτιμο εισβολές. Ο μητροπολίτης Κιέβουκ και Γαλικίας Νικόλαος που στις πρώτες μέρες του πολέμου βρισκόταν στη Δυτική Ουκρανία, είπε: “Από μέρους μας, διαπιστώσαμε αυτή την υπέροχη θρησκευτικοπατριωτική έξαρση σε πολλά μέρη των δυτικών επαρχιών της χώρας μας. Όλοι οι πιστοί γέμισαν αμέσως τις εκκλησίες και προσευχήθηκαν για τη νίκη. Στο πλευρό των άλλων πολιτών αντιστάθηκαν λυσσαλέα στον εχθρό και πήραν μέρος στην εθνοφρουρά. Οργανώσανε αμέσως ομάδες παρτιζάνων στα μετόπισθεν του εχθρού”.
Η μεγάλη πατριωτική ορμή του σοβιετικού λαού, το μίσος του για το φασίστα εισβολές, συντελέσανε πολύ στον προσανατολισμό της δράσης των θρησκευτικών οργανώσεων τον καιρό του εθνικού πολέμου ενάντια στη χιτλερική Γερμανία.
Στις 22 του Ιούνη του 1941, ο τοποτηρητής του πατριάρχη μητροπολίτης Σέργιος έγραφε σε ένα μήνυμά του, που απευθυνόταν σ’ όλους τους κληρικούς και στο “ποίμνιό” τους της ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας: “Δεν είναι η πρώτη φορά που ο ρώσικος λαός αντιστέκεται σε εχθρική επίθεση. Δεν είναι η πρωτη φορά που νικάει τον εχθρό. Είθε να μην ατιμάσουμε εμείς οι ορθόδοξοι το δοξασμένο όνομα των προγόνων μας που μαζί τους μας ενώνουν δεσμοί σάρκας και πίστης”.
Αυτό το μήνυμα τελείωνε με τις παρακάτω λέξεις: “Η εκκλησία του Χριστού ευλογεί όλους τους ορθόδοξους για την υπεράσπιση των ιερών συνόρων της πατρίδας μας. Είθε ο Κύριος να μας δώσει τη νίκη”.
Ύστερα από το μήνυμα αυτό του μητροπολίτη Σέργιου, όλες οι εκκλησίες της χώρας έκαναν λειτουργία για τη νίκη των ρώσικων όπλων· έγιναν κηρύγματα και ομιλίες που διακήρυξαν ότι είναι αδύνατο η ορθόδοξη εκκλησία να συνεργαστεί με τους φασίστες. Ότι είναι αδύνατο να δεχτεί από τα χέρια του εχθρού προνόμια ή άλλα πλεονεκτήματα.
Όταν το φθινόπωρο του 1941 οι γερμανοί πλησίαζαν στη Μόσχα, ο μητροπολίτης Σέργιος απεύθυνε ένα νέο διάγγελμα στους πιστούς: “Ο εχθρός είναι δυνατός, αλλά ο Θεός των ρώσων είναι μεγάλος”, έγραψε. Τα χαιρετιστήρια τηλεγραφήματα, για την 25η επέτειο της οχτωβριανής σοσιαλιστικής επανάστασης από το μητροπολίτη Σέργιο, τον τοποτηρητή του πατριάρχη, από το μητροπολίτη Κιέβου και Γαλικίας Νικόλαο, από τον Καλλίστρατο, καθολικό πατριάρχη πασών των Γεωργιών, από το Σαμουήλ Τσομπρούτκσι, διευθυντή της εβραίικης κοινότητας της Μόσχας και από τον Αμπντουραχμάν Ρασούλεφ, μουφτή της κεντρικής πνευματικής διεύθυνσης των μουσουλμάνων της Ούφα, έκφραζαν τη θέληση να τσακίσουν τους χιτλερικούς και να καθαρίσουν τα “ιερά σύνορα της πατρίδας μας”.
Ο καθολικός πατριάρχης πασών των Γεωργιών Καλλίστρατος (1866 – 1952)
Το διάγγελμα του Σέργιου στους ιεράρχες, στους κληρικούς και στις ενοριακές κοινότητες της ορθόδοξης ρωσικής εκκλησίας, για την ανάγκη να μαζέψουν χρήματα για την κατασκευή τανκς και αεροπλάνων που προορίζονταν για τη φάλαγγα “Δημήτρη Ντάνσκοϊ”, διαπνεόταν από σοβιετικό πατριωτισμό. Έλεγε:
“Είθε η εκκλησιαστική μας υποστήριξη να φέρει μαζί της την ευλογία της ορθόδοξης εκκλησίας μας, την αδιάκοπη προσευχή της για το θρίαμβο των ρωσικών όπλων. Είθε να μας δώσει σε όλους το αίσθημα της τόνωσης, ώστε να μη μείνουμε στο περιθώριο, αλλά να πάρουμε μέρος, ο καθένας με τη δύναμή του, στην ιερή υπόθεση της σωτηρίας της πατρίδας”.
Σύμφωνος πέρα για πέρα με την αρχή αυτή, ο κλήρος έδωσε τη συνδρομή του στην εθνική άμυνα. Εκτός από τις προσωπικές προσφορές που έδωσαν για την κατασκευή τανκς και αεροπλάνων, οι κληρικοί και τα ενοριακά συμβούλια έκαναν έρανο ανάμεσα στους πιστούς για τη συλλογή χρημάτων ή ζεστών ρούχων για τους πολεμιστές του Κόκκινου Στρατού. Σ’ αυτό τον πόλεμο, ο κλήρος και οι πιστοί πρόσφεραν σημαντικά ποσά στην εθνική άμυνα. Έτσι, ο πρωθιερέας της μητρόπολης Ελόχ (Μόσχα) πρόσφερε 100.000 ρούβλια και η μητρόπολη του Ελόχ 300.000 ρούβλια. Το πατριαρχείο της Μόσχας 100.000. Ο πρωθιερέας Αρχάνγκελσκι του Γκόρκι 200.000 ρούβλια και οι πιστοί του Γκόρκι 2.500.000. Ο κληρικός Τρόιτσκι (της περιοχής Μόλοτοφ) 1.300.000. Ο κληρικός Στεφάνοφ (της πόλης Ίζεφσκ) 270.000 ρούβλια. Ο πρωθιερέας Μιχαήλοφ (της περιοχής Πίνζα) 115.000. Η ενοριακή κοινότητα του Κούζνετς (περιοχή Πένζα) 250.000. Ο πρόεδρος της ισραηλίτικης κοινότητας της Μόσχας Τσομπρούσκι 50.000. Η επισκοπή του Λένινγκραντ 3.700.000. Η καθολική κοινότητα του Ετσμιατζίν 850.000 ρούβλια, 15.000 δολάρια και 1.000 αγγλικές λίρες. Οι πιστοί της Μόσχας 2.000.000 ρούβλια, οι πιστοί του Κουίμπιτσεφ 650.000 ρούβλια κτλ. Έχουμε παραδείγματα παπάδων που, αφού πρόσφεραν τις οικονομίες τους στο κράτος για τις ανάγκες του Κόκκινου στρατού, συντελούν καθημερινά στην αύξηση της αμυντικής ικανότητας της χώρας με την προσωπική τους συμμετοχή στην προστασία και τη διατήρηση της δημόσιας τάξης, σχηματίζοντας ομάδες αυτοάμυνας κτλ. Μια ομάδα κληρικών της ρωσικής ορθόδοξης εκκλησίας του Λένινγκραντ και ο μητροπολίτης Αλέξιος παρασημοφορήθηκαν με το παράσημο “για την άμυνα του Λένινγκραντ” τον Οκτώβρη του 1943.
Κατά την απονομή του παράσημου αυτού από τη σοβιετική κυβέρνηση, ο μητροπολίτης Αλέξιος είπε: “Ευχαριστώ τη σοβιετική κυβέρνηση για την ξεχωριστή τιμή που μου κάνει (…). Οι πιστοί της ορθόδοξης εκκλησίας της πόλης μας βοηθού το δοξασμένο Κόκκινο στρατό μας όσο μπορούν και παρακαλούν τον Κύριο να δώσει τη νίκη στα ρωσικά όπλα και να τσακιστούν γρήγορα οι φασίστες γερμανοί εισβολείς. Βεβαιώνω την κυβέρνηση πως οι λειτουργοί της ορθόδοξης εκκλησίας και οι πιστοί της ηρωικής μας πόλης θα εξακολουθήσουν να δίνουν τον οβολό τους για την υπεράσπιση της αγαπητής μας πατρίδας και θα προσεύχονται θερμά στον Ύψιστο για να διωχτούν το γρηγορότερο οι χιτλερικοί εχθροί από το πατρικό μας έδαφος. Ότι θα υψώσουν τις προσευχές τους για τη διαφύλαξη της υγείας του αρχηγού του λαού Ιωσήφ Στάλιν”.
Ο Πατριάρχης Αλέξιος Sergey Vladimirovich Simanskiy (1877-1970)
Παράσημα πήραν οι πρωθιερείς Λαμάκιν και Ντουμπροβίτσκι της μητρόπολης του Νικολάου. Στη συνοικία του Βίμποργκ δόθηκε μετάλλιο στον κληρικό Νικόλαο. Στη συνοικία Μπολσάγια Όχτα στον πρωθιερέα Σταβνίτσκι. Το παράσημο “Για την Άμυνα του Λένινγκραντ” δόθηκε επίσης σε άλλους κληρικούς της ορθόδοξης ρωσικής εκκλησίας και στους αντιπροσώπους των ενοριακών συμβουλίων.
Στις 17 Οκτώβρη του 1943, οι αντιπρόσωποι του μουσουλμανικού κλήρου και των πιστών του Ουζμπεκιστάν, του Τατζικιστάν, του Τουρκμενιστάν, του Κιργιζιστάν και του Καζαχστάν, έστειλαν στο σ. Στάλιν εγκάρδιο χαιρετισμό και ευχές για την υγεία και τη μακροημέρευσή του: “Βλέπουμε σήμερα με ευχαρίστηση, έλεγε το τηλεγράφημα του μουσουλμανικού κλήρου της Κεντρικής Ασίας πως ο Μεγάλος Αλλάχ εισάκουσε τις θερμές προσευχές μας. Ο Κόκκινος Στρατός, κάτω από την ανώτατη ηγεσία σας, ξεκαθαρίζει τη σοβιετική γη από τους εχθρούς της, ελευθερώνοντας κάθε μέρα δεκάδες και εκατοντάδες κατοικημένες περιοχές και πόλεις”.
Το συνέδριο του μουσουλμανικού κόσμου βεβαίωσε το σ. Στάλιν πως θα συνέχιζε να παίρνει μέρος στην εξολόθρευση του εχθρού και να βοηθά τον Κόκκινο Στρατό στην εκπλήρωση της μεγάλης πατριωτικής αποστολής του “να ελευθερώσει την πατρίδα μας και όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς που καταπιέζονται από τη χιτλερική Γερμανία”.
Τα πατριωτικά αισθήματα του ορθόδοξου ρωσικού κλήρου εκδηλώθηκαν επίσης θερμά στην Επισκοπική Σύνοδο που στις 8 του Σεπτέμβρη του 1943 ονόμασε το μητροπολίτη Σέργιο αρχηγό της ορθόδοξης ρωσικής εκκλησίας, πατριάρχη της Μόσχας και όλων των Ρωσιών, και συγκρότησε δίπλα στον πατριάρχη την Ιερά Σύνοδο όπου παίρνουν μέρος: ο πατριάρχης του Λένινγκραντ Αλέξιος, ο έξαρχος της Ουκρανίας, ο μητροπολίτης Κιέβου και Γαλικίας Νικόλαος, καθώς και οι αρχιεπίσκοποι του Κράσνονταρσκ, του Κουίμπιτσεφ και του Γκόρκι.
Η 1η σύνοδος των Επισκόπων. Καθήμενοι οι Μητροπολίτες Αλέξιος του Λένινγκραντ (Σιμάνσκι), ο Τοποτηρητής του Πατριαρχείου Σέργιος (Stragorodsky), Ο μητροπολίτης Κιέβου Νικόλαος (Yarushevich). Όρθιοι ο αρχιεπίσκοπος Κουίμπιτσεφ Αλέξιος (Palitsyn), Ο Αρχιεπίσκοπος Σεργκέι του Γκόρκι (Grishin), ο αρχιεπίσκοπος του Κράσνονταρ Luca (Voino-Yasenetsky),ο αρχιεπίσκοπος του Γιαροσλάβ Ιωάννης (Sokolov), ο Πρωθιερέας Nikolai Kolchitsky (πηγή)
Η Σύνοδος ψήφισε ομόφωνα ένα μήνυμα προς την κυβέρνηση της ΕΣΣΔ, όπου την ευγνωμονούσε για το ενδιαφέρον της σχετικά με τις ανάγκες της ορθόδοξης εκκλησίας, καθώς και ένα μήνυμα προς τους χριστιανούς όλου του κόσμου:
“Με τη φωνή της συνόδου όλων των επισκόπων που συνήλθαν στη Μόσχα για την εκλογή του πατριάρχη, η ορθόδοξη εκκλησία παρακινεί τους χριστιανούς όλου του κόσμου να εντείνουν όλες τις προσπάθειές τους σ’ αυτό τον παγκόσμιο αγώνα για τα ιδεώδη του χριστιανισμού, που ποδοπατήθηκαν από το Χίτλερ, για την ελευθερία, την ευτυχία και την πρόοδο όλης της ανθρωπότητας”.
Οι επίσκοποι καταδίκασαν επίσημα και ομόφωνα τους προδότες της πατρίδας, τα στηρίγματα αυτά των φασιστών. Αποφασίσανε πως όποιος περνούσε στο φασισμό θα αφοριζόταν και ο επίσκοπος ή άλλος εκκλησιαστικός που θα το’ κανε αυτό θα καθαιρούταν από το αξίωμά του.
Τα λίγα αυτά γεγονότα που αναφέραμε μαρτυρούν πως εκατομμύρια πιστοί κάθε θρησκεύματος, όπως και ολόκληρος ο κλήρος, είναι έτοιμοι να αφιερώσουν τις σωματικές και ηθικές τους δυνάμεις για το καλό της πατρίδας και της σοβιετικής εξουσίας. Η σοβιετική κυβέρνηση τιμά αυτά τα πατριωτικά αισθήματα και τις γνώμες αυτές και πρόθυμα πραγματοποιεί όλες τις νόμιμες απαιτήσεις των πιστών. Με απόφαση του Συμβουλίου των Επιτρόπων του λαού της ΕΣΣΔ, ιδρύθηκε ένα συμβούλιο για τις υποθέσεις της ορθόδοξης ρωσικής εκκλησίας για να εξασφαλιστεί η σύνδεση ανάμεσα στην κυβέρνηση της ΕΣΣΔ και το πατριαρχείο της Μόσχας και πασών των Ρωσιών, πάνω στα ζητήματα που ενδιαφέρουν την ορθόδοξη ρωσική εκκλησία και χρειάζονται και επικύρωση από την κυβέρνηση.
Ο πατριάρχης Μόσχας και πασών των Ρωσιών Σέργιος πέθανε στις 15 του Μάη του 1944.
Το Συμβούλιο των επιτρόπων του λαού της ΕΣΣΔ συλλυπήθηκε την Ιερά Σύνοδο της ορθόδοξης ρωσικής εκκλησίας. Ως την εκλογή του νέου πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών, ο Αλέξιος, μητροπολίτης του Λένινγκραντ και του Νόβγκοροντ είναι ο τοποτηρητής του πατριάρχη.
**
Αυτή είναι η αλήθεια για τη θρησκεία και την εκκλησία στην ΕΣΣΔ, η αλήθεια για την ηθική και πολιτική ενότητα των πιστών και των άπιστων μέσα στους λαούς της ΕΣΣΔ.
Μεταφράστηκε στα ελληνικά και δημοσιεύτηκε στο δισεβδομαδιαίο περιοδικό “Μόρφωση”, όργανο της κεντρικής επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, τεύχος 7, 25 Φλεβάρη 1946, σ.σ.314-320.
Πηγή: https://parapoda.wordpress.com
Και είναι το καλύτερο, ακόμα και για την εκκλησία. Δια της πνευματικής βίας, δια του εξαναγκασμού (για τα ορθόδοξης καταγωγής παιδιά που δεν θέλουν να παρακολουθούν “Θρησκευτικά” ή δια της διαπόμπευσης όσων είναι αλλόθρησκα, ετερόδοξα ή άθεα, δεν θα καταφέρει ούτε τάμα να της κάνει κάποιος. Συν τοις άλλοις, η άσκηση (πνευματικής) βίας και η διαπόμπευση δεν είναι δυνατό να μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα για τους αριστερούς, πολλώ δε μάλλον όταν αυτό είναι αποτέλεσμα μιας κρατικής πρακτικής. Αλλιώς, τι είδους αριστεροί είναι αυτοί, ακόμα και όσοι προτάσσουν την αναγκαιότητα διατήρησης μιας “ταυτότητας”; Και τι είδους “ταυτότητα” είναι αυτή που πατάει επί πτωμάτων; Και είναι δυνατό αυτή η “ταυτότητα” να έχει σχέση ειδικά με την ταυτότητα του νεοελληνικού έθνους που βρίσκεται ακριβώς στον τόπο που γέννησε τη Δημοκρατία;
Με αφορμή τα παραπάνω, παρατίθεται το παρακάτω κείμενο που γράφτηκε σε περίοδο όπου η σχέση κράτους και εκκλησίας στην ΕΣΣΔ ήταν μάλλον σε καλύτερο επίπεδο (καθώς υπήρχαν και πισωγυρίσματα, με ευθύνη των δογματικών και των δύο πλευρών).
Στην τσαρική Ρωσία δεν υπήρχε ελευθερία της συνείδησης και ελευθερία της λατρείας. Η ορθόδοξη εκκλησία, που ανώτατος αρχηγός της ήταν ο τσάρος, αποτελούσε μέρος του κυβερνητικού μηχανισμού της χώρας. Οι επίσκοποι και ο κλήρος έπαιρναν μισθό από την κυβέρνηση και ασκούσαν δημόσια λειτουργήματα. Έτσι λ.χ. συντάσσανε πράξεις του αστικού δικαίου, γεννήσεις, θανάτους, γάμους. Χωρίς πιστοποιητικό της εκκλησίας, τα παιδιά δεν μπορούσαν να μπουνε στο σχολείο.
Ο κώδικας της ρωσικής αυτοκρατορίας έλεγε: «Η ανώτατη και κυριαρχούσα θρησκεία στη ρωσική αυτοκρατορία είναι η ορθόδοξη χριστιανική ανατολική ελληνική θρησκεία».
Σύμφωνα με το άρθρο 253 του τσαρικού ποινικού κώδικα, οι οπαδοί των αιρέσεων που λέγονται πνευματομάχοι, οι εικονομάχοι, οι Ιουδαϊστές, «καθώς και άλλες αιρετικές ομάδες», στερούνταν όλα τα πολιτικά δικαιώματα και εξορίζονταν.
Εκατοντάδες χιλιάδες αθώοι, καταδιωκόμενοι για τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, άφηναν τα σπίτια τους και κατέφευγαν στα δάση της Σιβηρίας ή στο εξωτερικό.
Ο τσαρισμός, με την υποστήριξη της εκκλησίας, καταδίωκε άγρια τους άθεους και τους υλιστές σοφούς. Οι μεγάλοι, με διεθνή φήμη, φυσικοί Κ. Τιμιριάζεφ και Ι. Σετσένοφ, και πολλοί άλλοι ακόμα, καταδιώχτηκαν για τις «ιερόσυλες» ιδέες τους. Το έργο του Ι. Σετσένοφ «Τα αντανακλαστικά του εγκεφάλου» απαγορεύτηκε· το έργο του Ε. Χάικελ «Αινίγματα του Σύμπαντος» είχε την ίδια τύχη.
Το μπολσεβίκικο Κόμμα, που κατεύθυνε την εργατική και επαναστατική κίνηση της Ρωσίας, αντιτάχθηκε με θάρρος και πείσμα στο άδικο τσαρικό καθεστώς και στους θρησκευτικούς διωγμούς. Αγωνίστηκε για την κατάχτηση των δημοκρατικών ελευθεριών μαζί και της ελευθερίας της συνείδησης.
Από το 1903 ο Λένιν, διατυπώνοντας τις «βελτιώσεις που επιδιώκουν οι σοσιαλδημοκράτες, για ολόκληρο το λαό και τους εργάτες», έγραφε:
«Οι σοσιαλδημοκράτες ζητούν (…) να μπορεί να πιστεύει ο καθένας, με απόλυτη ελευθερία στη θρησκεία που του αρέσει. Μέσα στις ευρωπαϊκές χώρες, μόνο η Ρωσία και η Τουρκία έχουν αισχρούς νόμους ενάντια σε κείνους που έχουν μια θρησκεία διαφορετική από την επίσημη κρατική, ενάντια στους σχηματικούς, τους αιρετικούς, τους Ιουδαίους. Οι νόμοι αυτοί απαγορεύουν ρητά να έχει κανείς τούτες ή κείνες τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και να τις διαδίδει, και στερούν από ορισμένα δικαιώματα τους οπαδούς ορισμένων πίστεων. Όλοι αυτοί οι νόμοι είναι άδικοι, σκληροί και επονείδιστοι».
Οι μπολσεβίκοι στιγμάτισαν με τον τύπο, με προκηρύξεις και διαγγέλματα, κάθε προσβολή της ελευθερίας της συνείδησης. Τίμησαν εξαιρετικά το Α. Τολστόι, που αγωνίστηκε για την ελευθερία της συνείδησης και υποστήριξαν τους κληρικούς που διαμαρτυρήθηκαν με καλή πίστη για το δεσποτισμό της εκκλησίας.
Οι μπολσεβίκοι αγωνίστηκαν ακατάπαυστα ενάντια στο μεσαιωνικό σκοτάδι και για την ελευθερία. Το Δεκέμβρη του 1905, μπροστά στην επαναστατική κίνηση που συγκλόνιζε τη χώρα, ο Λένιν καθόρισε για μια ακόμα φορά τη θέση των σοσιαλιστών απέναντι στη θρησκεία και επικύρωσε το χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος.
«..Το κράτος, έγραφε ο Λένιν, δεν πρέπει ν’ανακατεύεται στα ζητήματα της θρησκείας. Οι θρησκευτικές κοινότητες δεν πρέπει να είναι προσκολλημένες στην κρατική εξουσία. Ο καθένας πρέπει να είναι απόλυτα ελεύθερος να ακολουθεί τη θρησκεία που θέλει, ή να μην ακολουθεί καμία, δηλαδή, να είναι άθεος, όπως είναι γενικά κάθε σοσιαλιστής. Δεν πρέπει να γίνεται ανεχτή καμία διαφορά στα πολιτικά δικαιώματα των πολιτών εξαιτίας των θρησκευτικών πεποιθήσεών τους. Κάθε μνεία ακόμα της θρησκείας των πολιτών στις επίσημες πράξεις πρέπει να καταργηθεί ολοκληρωτικά. Το κράτος δεν πρέπει να δίνει καμία επιχορήγηση στην επίσημη εκκλησία, ούτε στις ενοριακές και θρησκευτικές ενώσεις, οι οποίες πρέπει να μετατραπούν σε ενώσεις ομόθρησκων πολιτών, εντελώς ελεύθερες και ανεξάρτητες από την εξουσία. Μόνο η ολοκληρωτική πραγματοποίηση αυτών των όρων, μπορεί να δώσει τέλος σ’ αυτό το επαίσχυντο και μισητό παρελθόν, όπου η εκκλησία ήταν υποδουλωμένη στο κράτος και οι ρώσοι πολίτες, με τη σειρά τους, υποδουλωμένοι στην επίσημη εκκλησία. Όπου υπήρχαν και λειτουργούσαν νόμοι μεσαιωνικοί και ιεροεξεταστικοί (που διατηρούνται ως τα σήμερα στους ποινικούς κώδικές μας), που καταδίωκαν για μια πίστη ή για την αθεΐα, που εκβίαζαν τη συνείδηση του ανθρώπου, και τέλος, που συνδύαζαν τις αργομισθίες και τα διοικητικά εκκλησιαστικά εισοδήματα με τη χορήγηση από την εκκλησία της μιας ή της άλλης παρηγοριάς. Ο ολοκληρωτικός χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος, να, αυτή είναι η απαίτηση που προβάλλει σήμερα το σοσιαλιστικό προλεταριάτο, σχετικά με το κράτος και την εκκλησία (…)».
Ο συμπολεμιστής του Λένιν, Ι. Στάλιν, υποστήριξε την ίδια θέση σχετικά με την θρησκεία. Στο έργο του «Ο μαρξισμός & το εθνικό ζήτημα» (1913) γράφει:
«Το πρόγραμμα των σοσιαλδημοκρατών έχει μια παράγραφο για την ελευθερία της συνείδησης. Σύμφωνα μ’ αυτή, οποιαδήποτε ομάδα ανθρώπων έχει το δικαίωμα να πιστεύει σε οποιαδήποτε θρησκεία: καθολική, ορθόδοξη κτλ. …Η σοσιαλδημοκρατία θα αγωνιστεί ενάντια στις θρησκευτικές καταπιέσεις και στους διωγμούς των ορθόδοξων, καθολικών, διαμαρτυρόμενων…Η σοσιαλδημοκρατία θα διαμαρτύρεται πάντα για τους διωγμούς του καθολικισμού και προτεσταντισμού και θα υπερασπίζει πάντα το δικαίωμα των εθνών να έχουν οποιαδήποτε πεποίθηση…».
Το μπολσεβίκικο κόμμα, όντας οπαδός του αθεϊσμού και διαδίδοντας μέσα στις μάζες μια υλιστική επιστημονική αντίληψη του κόσμου, ζήτησε από τη γέννησή του ως την επανάσταση του 1917 – δηλαδή σ’όλη την περίοδο της ύπαρξής του κάτω από το τσαρικό καθεστώς – το χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος, καθώς και την ελευθερία της συνείδησης και αγωνίστηκε ενάντια σε όλους τους θρησκευτικούς διωγμούς.
***
Τον Οχτώβρη του 1917, η εξουσία πέρασε στα σοβιέτ των εργατών, αγροτών και στρατιωτών βουλευτών. Ύστερα από λίγο, η σοβιετική κυβέρνηση ψήφιζε το χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος. Να, ολόκληρο το κείμενο του διατάγματος αυτού:«1.Η εκκλησία χωρίζεται από το κράτος.
2.Απαγορεύεται στο εσωτερικό της δημοκρατίας να εκδίδονται τοπικοί νόμοι ή αποφάσεις που μπορούν να εμποδίσουν ή να περιορίσουν την ελευθερία της συνείδησης ή να δίνουν οποιαδήποτε προνόμια, ή πλεονεχτήματα σε πολίτες, ανάλογα με τη θρησκεία που πιστεύουν.
3.Κάθε πολίτης είναι ελεύθερος να πιστεύει όποιο θρησκευτικό δόγμα θέλει ή και να μην πιστεύει σε κανένα. Όλες οι στερήσεις δικαιωμάτων που προέρχονται από την εξάσκηση ή μη εξάσκηση ενός δόγματος κηρύσσονται άκυροι.
Σημείωση: Στις επίσημες πράξεις καταργείται κάθε μνεία ότι οι πολίτες ανήκουν ή όχι σε μια θρησκεία.
4.Οι πράξεις των κρατικών αρχών ή άλλων δημοσίων, δικαστικών και κοινωνικών ιδρυμάτων δεν περιβάλλονται με κανένα θρησκευτικό τύπο ή τελετή.
5.Η άσκηση των θρησκευτικών τελετών επιτρέπεται ελεύθερα, εφ’ όσο δεν διαταράσσεται η δημόσια τάξη, ούτε προσβάλλονται τα δικαιώματα των πολιτών της Σοβιετικής δημοκρατίας. Οι τοπικές αρχές έχουν το δικαίωμα να πάρουν όλα τα αναγκαία μέτρα, για να εξασφαλίσουν σ’ αυτή την περίπτωση τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.
6.Κανείς δε θα μπορεί να επικαλεστεί τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις για ν’ αποφύγει την εκπλήρωση των πολιτικών του καθηκόντων. Εξαιρέσεις απ’ αυτόν τον κανόνα μπορεί να καθορίζονται σε κάθε ειδική περίπτωση με απόφαση του λαϊκού δικαστηρίου, με την επιφύλαξη πως μια πολιτική υποχρέωση θα αντικαθίσταται από μιαν άλλη.
7.Ο όρκος στο Θεό και κάθε άλλη ορκωμοσία καταργείται. Σε περίπτωση ανάγκης, θα δίνεται μόνο μια επίσημη υπόσχεση.
8.Οι διάφορες αστικές πράξεις θα συντάσσονται αποκλειστικά από τους πολιτικούς υπαλλήλους στα ληξιαρχικά γραφεία γάμων και γεννήσεων.
9.Το σχολείο χωρίζεται από την εκκλησία. Η διδασκαλία θρησκευτικών δογμάτων απαγορεύεται σε όλα τα σχολικά ιδρύματα γενικής εκπαίδευσης, που διοικούνται από το κράτος δημόσια ή ιδιωτικά. Οι πολίτες είναι ελεύθεροι να διδάσκονται ή να διδάσκουν τη θρησκεία μόνο ιδιωτικά.
10.Όλες οι θρησκευτικές και εκκλησιαστικές ενώσεις υπάγονται στους ίδιους κανόνες με τις ιδιωτικές εταιρίες και ενώσεις. Δεν έχουν κανένα προνόμιο ούτε καμία επιχορήγηση από το κράτος ή από τα τοπικά του αυτόνομα και ανεξάρτητα ιδρύματα.
11.Αναγκαστική είσπραξη φόρων και τελών για τις θρησκευτικές ή εκκλησιαστικές ενώσεις απαγορεύεται. Επίσης απαγορεύεται η επιβολή καταναγκασμών ή ποινών από τις εταιρίες αυτές στους οπαδούς.
12.Καμία θρησκευτική ή εκκλησιαστική εταιρία δεν έχει δικαίωμα προτεραιότητας και δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο.
13.Όλη η περιουσία των θρησκευτικών ή εκκλησιαστικών εταιριών που βρίσκεται στη Ρωσία κηρύσσεται κρατική ιδιοκτησία. Οι τόκοι και τα αντικείμενα της λατρείας παρέχονται, ύστερα από ειδική απόφαση των δημοσίων αρχών, κεντρικών ή τοπικών, για δωρεάν χρήση στις αντίστοιχες θρησκευτικές κοινότητες».
Αρκεί να δει κανείς τούτο το έγγραφο – που είναι η βάση για τη θρησκευτική νομοθεσία που ισχύει ακόμα σήμερα – για να καταλάβει το ευρύ πνεύμα ανοχής και ελευθερίας που το εμπνέει απ’ την πρώτη ως την τελευταία λέξη απέναντι στη θρησκεία και στην εκκλησία.
Το διάταγμα για το χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος έβαλε τέλος στο αυτεξούσιο της ορθόδοξης εκκλησίας σαν «ανώτατης και κυρίαρχης» εκκλησίας στη Ρωσία. Η εκκλησία μεταμορφώθηκε σε ιδιωτική ευσπλαχνική ένωση πιστών, ανεξάρτητη από το κράτος. Από τότε δεν ασκούσε πια, ούτε ασκεί, κανένα δημόσιο λειτούργημα. Ο κλήρος, που άλλοτε πληρωνόταν από το κράτος, σήμερα ζει από τις προσφορές των πιστών. Για πρώτη φορά στη ρωσική ιστορία, μπορεί κανένας, χωρίς κίνδυνο, να διακηρύξει πως είναι άθεος, ή πως πιστεύει στο Θεό διαφορετικά απ’ ό,τι ζητάει η ορθόδοξη ελληνική εκκλησία. Έτσι, είναι πολλοί εκείνοι που, μη όντας πια υποχρεωμένοι να κρύβουν τις γνώμες και τις πεποιθήσεις τους, διακηρύξανε ανοιχτά ότι διακόπτουν κάθε σχέση με τη θρησκεία και πως είναι άθεοι.
Ολόκληρος ο κλήρος έδωσε τη συγκατάθεσή του στο διάταγμα του χωρισμού της εκκλησίας από το κράτος και χαιρέτησε την πολιτική του μπολσεβικικού κόμματος και της εξουσίας των Σοβιέτ σχετικά με τη θρησκεία.
Ωστόσο, στη γέννηση του νέου σοβιετικού κράτους, βρέθηκαν πολλοί θρησκευτικοί λειτουργοί που κράτησαν εχθρική στάση απέναντι στην ανατροπή του τσαρισμού και στην εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας. Έλεγαν πως ο χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος ήταν διωγμός κατά της εκκλησίας και δεν εύρισκαν άλλο όνομα για να ονομάσουν τους μπολσεβίκους από το όνομα «αντίχριστος».
Μια και τέτοια ήταν η κατάσταση, η σοβιετική εξουσία χτύπησε αμείλιχτα κάθε ενέργεια εχθρική προς το λαό και τιμώρησε αυστηρά εκείνους που χρησιμοποιούσανε τη θρησκεία για τον πολιτικό και αντεπαναστατικό τους αγώνα. Ταυτόχρονα, η σοβιετική εξουσία εφάρμοζε χωρίς υποχωρήσεις τη γραμμή της στο θρησκευτικό ζήτημα, ακολουθώντας σταθερά την αρχή της ελευθερίας της συνείδησης.
Το διάταγμα του Γενάρη 1918, το σχετικό με το χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος, το ακολούθησε ολόκληρη σειρά από νέους νόμους, αποφάσεις και οδηγίες, που ερμήνευαν το διάταγμα και καθόριζαν με ακρίβεια τα δικαιώματα και τα καθήκοντα των θρησκευτικών ενώσεων και ομάδων στη Ρωσία.
Έτσι, το διάταγμα της 8 του Απρίλη 1929, περιλαμβάνει ανάμεσα στ’ άλλα και τα ακόλουθα άρθρα:
«Άρθρο 10 α, παρ.1: Για να ανταποκρίνονται στις θρησκευτικές τους ανάγκες, στους πιστούς που θα έχουν ιδρύσει μια θρησκευτική ένωση, μπορούν, με συμβόλαιο που θα κάνουν με την εκτελεστική επιτροπή της περιοχής, ή της αχτίδας, ή του σοβιέτ της πόλης, να παραχωρηθούν τόποι λατρείας δωρεάν.
Άρθρο 24. Μυσταγωγοί ή οργανωτές θρησκευτικών συνεδρίων, συνελεύσεων ή συνδιασκέψεων μπορεί να είναι θρησκευτικές ενώσεις ή ομάδες πιστών, οι εκτελεστικοί τους οργανισμοί, καθώς και οι εκτελεστικοί οργανισμοί των θρησκευτικών συνεδρίων.
Άρθρο 45. Το χτίσιμο νέων εκκλησιών μπορεί να επιτραπεί με αίτηση των θρησκευτικών σωματείων, με τον όρο ότι θα τηρηθούν οι γενικοί τεχνικοί όροι για την ανέγερση οικοδομών.
Άρθρο 57, παράγραφος 1: Οι συνελεύσεις των πιστών κατά ομάδες ή ενώσεις μπορεί να γίνονται στα κτίρια τα αφιερωμένα για τη λατρεία ή σε ειδικούς χώρους, που ανταποκρίνονται στους τεχνικούς και κανόνες υγιεινής για κάθε συγκέντρωση, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση ή άδεια των αρχών.
Άρθρο 60. Για τις θρησκευτικές λιτανείες – συστατικό μέρος της θείας λατρείας – που γίνονται γύρω από την εκκλησία, τόσο στις πόλεις όσο και στο χωριό, δεν χρειάζεται καμία ειδική άδεια ή ειδοποίηση, εφ’ όσο δεν εμποδίζουν την κυκλοφορία».
Το διάταγμα Νο.328 του Λαϊκού Επιτροπάτου των Εσωτερικών της Ρωσικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Σοβιετικής Δημοκρατίας, με ημερομηνία 1 Οκτώβρη 1929, αναφέρει:
«Για να ανταποκρίνονται στις θρησκευτικές τους ανάγκες οι πολίτες που έχουν συμπληρώσει τα 18 χρόνια και ανήκουν στην ίδια θρησκεία, στις ίδιες τάσεις ή δόγματα, είναι ελεύθεροι να συγκροτούν θρησκευτικές ενώσεις ή ομάδες πιστών.
Οι πιστοί που ανήκουν σ’ αυτές μπορούν:
Α) να κάνουν τις ιεροτελεστίες τους.
Β) να συναθροίζονται για προσευχή.
Γ) Να διαχειρίζονται την περιουσία του θρησκεύματος.
Δ) Να ρυθμίζουν τα σχετικά με την άσκηση των αστικών δικαιωμάτων, τη διοίκηση των θρησκευτικών πόρων και των εορτασμών των θρησκευτικών τελετών.
Ε) Να παίρνουν μέρος στα θρησκευτικά συνέδρια.
ΣΤ) να εκλέγουν τους θρησκευτικούς λειτουργούς για τον εορτασμό των τελετών.
Οι θρησκευτικές συνελεύσεις και τα συνέδρια όλης της Δημοκρατίας, όλης της Ρωσίας ή της Ένωσης συνέρχονται με την άδεια: από τις διοικητικές αρχές της περιφέρειας ή της περιοχής, αν το συνέδριο αγκαλιάζει από δύο επαρχίες και πάνω ή πολλές αυτόνομες περιοχές.
Θρησκευτικό σωματείο ή ομάδα πιστών μπορεί να σχηματιστεί με απόφαση της γενικής συνέλευσης του σωματείου ή της ομάδας.
Η απόφαση αυτή πρέπει να γίνει γνωστή στην ειδική υπηρεσία καταγραφής των σωματείων μέσα σε 7 μέρες».
Η νομοθεσία, μα και η πραχτική δράση των θρησκευτικών οργανώσεων, μαρτυρεί την τέλεια ανοχή στα ζητήματα της πίστης και την ελευθερία συνείδησης στην ΕΣΣΔ. Δίνουμε σαν παράδειγμα διάφορα θρησκευτικά ρεύματα που εκδηλώθηκαν ελεύθερα και υπάρχουν στην ΕΣΣΔ: Ορθόδοξοι (παλιές και ανακαινιστικές εκκλησίες), ορθόδοξη ουκρανική εκκλησία, γεωργιανή εκκλησία, καθολικοί, διαμαρτυρόμενοι, ετερόδοξοι, παλαιοί-πιστοί αρμένιοι- γρηγοριανοί, αιρετικοί- αναβαπτιστές, που λειτουργούν χωρίς παπάδες (πομέρτοι, θεοδοσιστές, φιλιπποβιστές, βαπτιστές, ευαγγελιστές), πουριτανοί, μεθοδιστές, πνευματομάχοι, ιεχωβιστές, μαστιγούμενοι, νεο-ισραηλίτες, τολστοϊκοί, μωαμεθανοί, Σουνίτες, ισμαηλίτες, ιουδαϊστές, βουδιστές, λαμαϊστές, χαμανίτες κτλ.
Όλα τα θρησκευτικά αυτά ρεύματα διακηρύσσουν την πίστη τους και τελούν τη λατρεία τους με κάθε ελευθερία.
Η σοβιετική εξουσία δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στους πολίτες των διαφόρων θρησκευμάτων. Οι επίσημες ταυτότητές τους, τα διαβατήρια, πράξεις γέννησης κ.α. δεν αναφέρουν τη θρησκεία που ανήκουν. Όταν γίνεται απογραφή του πληθυσμού, παρόμοια ερώτηση δεν υπάρχει στο ερωτηματολόγιο. Δε ζητείται πιστοποιητικό πως ανήκουν σε κάποια θρησκεία, από εκείνους που ζητάνε μια θέση, ούτε ακόμα από τα παιδιά που μπαίνουν στο σχολείο. Όλοι οι πιστοί, ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις τους, όπως και όλοι οι άπιστοι, είναι εντελώς ίσοι μπροστά στο νόμο. Καμία εκκλησία, καμία θρησκεία δεν έχει ιδιαίτερα προνόμια ή πλεονεχτήματα. Το σοβιετικό κράτος εγγυάται την ελεύθερη άσκηση των δικαιωμάτων σε όλες τις θρησκευτικές οργανώσεις, τιμωρώντας και σταματώντας κάθε τάση που ζητεί να παρεμποδίσει τους πιστούς στην εξάσκηση της λατρείας τους.
Οι γιορτές της ορθόδοξης εκκλησίας γιορτάζονται στην ΕΣΣΔ σύμφωνα με το ημερολόγιο της εκκλησίας, δηλαδή με το ιουλιανό ημερολόγιο, που είναι 13 μέρες πίσω από το γρηγοριανό. Οι άλλες θρησκευτικές οργανώσεις διατηρούν επίσης τις παραδόσεις του ημερολογίου τους για τις εορτές τους (μουσουλμάνοι, εβραίοι). Κανείς δεν εμποδίζει τους πιστούς να παίρνουν μέρος στη λατρεία, να προσεύχονται, να νηστεύουν κτλ. Μέρα της βδομαδιάτικης ανάπαυσης στην ΕΣΣΔ έχει ορισθεί η Κυριακή (μέρα γιορτής για τους χριστιανούς) και η Παρασκευή στις ανατολικές Δημοκρατίες (μέρα ανάπαυσης για τους μουσουλμάνους). Αυτό είναι μια απόδειξη πως η ΕΣΣΔ σέβεται τις θρησκευτικές παραδόσεις του πληθυσμού.
Η σοβιετική κυβέρνηση δεν απαγορεύει τις κηδείες, ούτε το κάψιμο του νεκρού (αν το επιθυμούν οι συγγενείς τους), ούτε τους σταυρούς στους τάφους, την εξομολόγηση, τη μετάληψη κτλ. Στο κρεματόριο παρέχεται κάθε δυνατότητα στους συγγενείς του νεκρού να εκτελέσουν τη θρησκευτική ιεροτελεστία αν το θέλουν. Θρησκευτικά έθιμα, όπως το πέπλο και ο φερετζές στις γυναίκες της Ανατολής, ή η περιτομή των εβραίων και μουσουλμάνων δεν απαγορεύονται από τη σοβιετική εξουσία.
Η σοβιετική εξουσία δεν επιβάλλει έθιμα στους πιστούς, ούτε καταργεί διοικητικά τις θρησκευτικές συνήθειες που υπάρχουν από καιρό. Η σοβιετική κυβέρνηση απαγορεύει μονάχα τις ιεροτελεστίες που έχουν έκδηλο φανατικό χαρακτήρα ή που τείνουν να παραμορφώσουν ή να ακρωτηριάσουν τον άνθρωπο.
***
Η σοβιετική εξουσία δε βάζει κανένα εμπόδιο στις θρησκευτικές οργανώσεις για την εκλογή ενός εσωτερικού τρόπου ζωής που ταιριάζει στις πεποιθήσεις τους. Πολλές κοινότητες πιστών δεν έχουν κανένα κεντρικό οργανισμό. Είναι απόλυτα ανεξάρτητες και αυτόνομες και διευθύνονται άμεσα από τους επισκόπους ή τους ιεροκήρυκές τους. Όμως υπάρχουν στην ΕΣΣΔ θρησκευτικά ρεύματα που έχουν έναν κεντρικό οργανισμό. Τέτοιες είναι η ορθόδοξη εκκλησία με τον πατριάρχη και την Ιερά Σύνοδο επικεφαλής. Η ορθόδοξη ανακαινιστική εκκλησία που διευθύνεται από το μητροπολίτη Βεντίνσκι και τη σύνοδο. Η Ένωση των χριστιανών ευαγγελιστών με το εθνικό της Συμβούλιο· η κεντρική πνευματική διεύθυνση των μουσουλμάνων, που τη διευθύνει ο μουφτής που έχει την έδρα του στην Ούφα. Η αρμενογρηγοριανή εκκλησία με τον «καθολικό» της στην πόλη Εχμιατζίν. Η γεωργιανή εκκλησία με επικεφαλής έναν «καθολικό» κλπ.Η ενορία αποτελεί το βασικό κρίκο της ορθόδοξης εκκλησίας. Διευθύνεται από ένα ενοριακό συμβούλιο από 20 άτομα. Σύμφωνα με μια σύμβαση με τα σοβιέτ, το ενοριακό αυτό συμβούλιο («οι είκοσι») έχει για την άσκηση της λατρείας τη χρήση ενός κτιρίου, που έχει αναλάβει να διατηρεί σε καλή κατάσταση. Το συμβούλιο εκλέγει κάθε τρία χρόνια έναν πρόεδρο, έναν γραμματέα και έναν ταμία. Οι ενορίες ενώνονται σε επισκοπές. Σε κάθε επισκοπή επικεφαλής είναι ένας αρχιεπίσκοπος (βάση συνήθως είναι το έδαφος μιας περιφέρειας). Ανώτατος αρχηγός της ορθόδοξης εκκλησίας είναι ο πατριάρχης.
Άλλες θρησκευτικές οργανώσεις π.χ. οι μουσουλμάνοι, οι εβραίοι κ.ά. – που καταδιώχτηκαν σκληρά από τον τσαρισμό – διευθύνονται σύμφωνα με τα έθιμά τους και έχουν πλήρη αυτονομία. Έτσι, οι μουσουλμάνοι στην ΕΣΣΔ διευθύνονται από το μουφτή της κεντρικής πνευματικής διεύθυνσης των μουσουλμάνων στην πόλη Ούφα. Στις πόλεις και τα χωριά της Μικρής Ασίας, του Καυκάσου, της Υπερκαυκασίας και σε άλλες περιοχές (όπου ανήκει και η Μόσχα), οι πιστοί για να προσευχηθούν μαζεύονται ελεύθερα στα τζαμιά, κρατούν τις νηστείες τους, διαβάζουν τους ψαλμούς του κορανίου κτλ.
Οι εβραίοι πιστοί είναι ενωμένοι σε θρησκευτικές κοινότητες (στη Μόσχα και αλλού), κάνουν τις τελετές της θρησκείας τους στις συναγωγές, διαβάζουν δημόσια κείμενα από την Αγία Γραφή και κάνουν αγρυπνίες κτλ, θάβουν τους νεκρούς τους σύμφωνα με την επιθυμία των συγγενών, όχι στα κοινά νεκροταφεία, αλλά στα νεκροταφεία στα προορισμένα για τους εβραίους κτλ.
Πολλές θρησκευτικές οργανώσεις έβαλαν και βγάζουν βιβλία και περιοδικά. Η ορθόδοξη εκκλησία εκδίδει την «Επιθεώρηση του Πατριαρχείου της Μόσχας». Εξέδωσε τις επιθεωρήσεις: «Μπλαγγορέστ» (Καλή Είδηση), τη «Φωνή της ορθόδοξης Ουκρανίας», την «Ανακαινιστική Εκκλησία». Θρησκευτικά περιοδικά βγήκαν στις έδρες των νομών ή περιοχών όπως: «Η Επισκοπική Εφημερίδα της Σαμάρας», «Η Επισκοπική Εφημερίδα της Τούλας», η «Εφημερίδα της Εκκλησίας του Ουράλη» κ.α. Και οι αιρέσεις έβγαζαν κατά καιρούς διάφορες επιθεωρήσεις, όπως ο «Βαφτιστής», ο «Ταχυδρόμος», ο «Ταχυδρόμος των πνευματιστών χριστιανών», η «Φωνή της Αλήθειας», η «Ένωση» κ.α. περιοδικά εκδίδονται από τους παλαιούς πιστούς, ο «Ταχυδρόμος της ένωσης των χριστιανών της Ρωσίας» και η «Φωνή της Εκκλησίας».
Επιπλέον, στη διάρκεια του πολέμου που έκανε ο σοβιετικός λαός ενάντια στη χιτλερική Γερμανία, ο κλήρος έβγαλε διάφορα κηρύγματα προς τους πιστούς με τη μορφή προκηρύξεων κατά τις διάφορες εποχές: Π.χ. στη δολερή επίθεση των φασιστών ενάντια στην ΕΣΣΔ στις 22 του Ιούνη 1941, κατά τα Χριστούγεννα του ’41 και το Πάσχα του ’42, στην επέτειο του πολέμου για την πατρίδα κτλ. Αναφέρουμε, ακόμα, τη μεγάλη συλλογή, η «Αλήθεια για τη θρησκεία στην ΕΣΣΔ» (460 σελ. σε 50.000 αντίτυπα) που έβγαλε το 1942 το πατριαρχείο της Μόσχας, καθώς και το βιβλίο του μητροπολίτη του Κιέβου και της Γαλικίας Νικολάου, για τη θέση της θρησκείας και της εκκλησίας στην ΕΣΣΔ.
Πολλά άλλα γεγονότα βεβαιώνουν την πλήρη ανοχή για τη θρησκεία και την ελευθερία της συνείδησης που υπάρχει στην ΕΣΣΔ. Τα ίδια εργαστήρια κατασκευάζουν παιχνίδια και τα χρωματιστά πασχαλιάτικα αυγά. Ειδικά καταστήματα πωλούν αντικείμενα για τη λατρεία και άμφια. Κρατικά καταστήματα έχουν το «πασχαλιάτικο ψωμί» και τα «άζυμα» και εφοδιάζουν την εκκλησία με τα αναγκαία υλικά για την επιδιόρθωση των ναών, με ηλεκτρικό φως κτλ. Ακόμα, παρέχονται τροφή και μεταφορικά μέσα στους αντιπροσώπους των εκκλησιαστικών συνεδρίων από τις κρατικές οργανώσεις και τους συνεταιρισμούς. Οι θρησκευτικοί ύμνοι των αιρετικών, οι επιθεωρήσεις και οι θρησκευτικές συλλογές τυπώνονται στα κρατικά τυπογραφεία.
***
Το διάταγμα της 23 του Γενάρη 1918 για μια ακόμα φορά επικυρώθηκε από το Σύνταγμα της ΕΣΣΔ του 1936, που αναφέρει στο άρθρο 124:«Για να εξασφαλιστεί στους πολίτες η ελευθερία της συνείδησης, η εκκλησία στην ΕΣΣΔ χωρίζεται από το κράτος και το σχολείο από την εκκλησία. Η ελευθερία άσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων και η ελευθερία της αντιθρησκευτικής προπαγάνδας, αναγνωρίζονται σε όλους τους πολίτες».
Το σταλινικό Σύνταγμα έβαλε νέες διατάξεις στο εκλογικό σύστημα, με τη χορήγηση ψήφου σ’ όλους τους ενήλικους (δηλαδή, όσους έχουν συμπληρώσει τα 18 τους χρόνια), χωρίς να εξαιρεί τον κλήρο. Πριν εφαρμοστεί το σταλινικό Σύνταγμα, οι θρησκευτικοί λειτουργοί δεν είχαν, προσωρινά, δικαίωμα ψήφου. Το μέτρο αυτό δεν είχε παρθεί μόνο για τον κλήρο, αλλά και για άλλες κατηγορίες του πληθυσμού που στάθηκαν εχθρικές στη νέα τάξη, στο σοβιετικό πολίτευμα, στην εξουσία των εργατών και αγροτών. Το 1936, στη λαϊκή συζήτηση για το σχέδιο του Συντάγματος, όπου πήρε μέρος όλο το έθνος, προτάθηκε μια τροποποίηση που έλεγε να μη χορηγηθεί ψήφος στους κληρικούς, σε όλους τους πρώην «Λευκοφρουρούς» και στα άτομα που δεν έκαναν κοινωφελή εργασία, ή τουλάχιστο να περιοριστεί το δικαίωμα ψήφου σ’ αυτές τις κατηγορίες, ώστε να έχουν το δικαίωμα μόνο να εκλέγουν, όχι και να εκλέγονται.
Ο σ. Στάλιν, εισηγητής της επιτροπής του συντάγματος στο 8ο έκτακτο συνέδριο των Σοβιέτ, υπογράμμισε πόσο λανθασμένη ήταν η παραπάνω πρόταση:
“Νομίζω, είπε, πως το νομοσχέδιο αυτό πρέπει να απορριφθεί. Το σοβιετικό καθεστώς είχε στερήσει τα μη εργαζόμενα και τα εκμεταλλευτικά στοιχεία από το εκλογικό τους δικαίωμα όχι για πάντα, αλλά προσωρινά, μόνο για μια ορισμένη περίοδο. Κάποτε τα στοιχεία αυτά καταπολεμούσαν το λαό μας και τους σοβιετικούς νόμους. Ο σοβιετικός νόμος που τους στέρησε το εκλογικό δικαίωμα ήταν η απάντηση της εξουσίας των σοβιέτ σ’ αυτή την αντιδραστική θέση τους. Από τότε πέρασε αρκετός καιρός. Στην περίοδο που πέρασε, πετύχαμε να εξαφανίσουμε τις εκμεταλλεύτριες τάξεις και το σοβιετικό καθεστώς έγινε μια ακατανίκητη δύναμη. Δεν ήρθε, λοιπόν, πια ο καιρός να αναθεωρήσουμε αυτό το νόμο; Νομίζω, ναι. Λένε πως αυτό είναι επικίνδυνο, γιατί στις ανώτερες θέσεις μπορούν να γλυστρήσουν στοιχεία εχθρικά στο σοβιετικό καθεστώς, κουλάκοι, “λευκοφρουροί”, παππάδες, κ.α.
Τι έχουμε, όμως, αλήθεια, να φοβηθούμε; Όταν πάει κανείς στο δάσος δεν πρέπει να φοβάται το λάκκο. Και, πρώτα πρώτα όλοι οι πρώην κουλάκοι, οι “λευκοφρουροί”, παπάδες κ.α., δεν είναι εχθρικοί απέναντι στη σοβιετική εξουσία. Έπειτα, κι αν ακόμα ο ίδιος ο λαός εκλέξει εδώ κι εκεί ανθρώπους εχθρικούς, αυτό θα σημαίνει πως η διαφωτιστική δουλειά μας δεν αξίζει τίποτα, και πως μας ταίριαζε τέτοια ντροπή· αν, αντίθετα, πάλι, η διαφωτιστική μας δουλειά έγινε καλά, μπολσεβίκικα, ο λαός δεν θα αφήσει τα εχθρικά στοιχεία να περάσουνε στις ανώτατες θέσεις. Ώστε πρέπει να εργαζόμαστε και να μη μυξοκλαίμε. Πρέπει να εργαζόμαστε και να μην περιμένουμε να μας έρχονται όλα έτοιμα από το διοικητικό δρόμο. Από το 1918 κιόλας, ο Λένιν έλεγε πως δεν είναι μακριά ο καιρός που η σοβιετική εξουσία θα κρίνει σκόπιμο να εφαρμόσει την καθολική ψηφοφορία χωρίς κανένα περιορισμό; Ακούτε καλά; Χωρίς κανένα περιορισμό. Το έλεγε τότε, που η ξένη επέμβαση δεν είχε ακόμα ξεκαθαριστεί και η βιομηχανία μας και η αγροτική μας οικονομία βρίσκονταν σε απελπιστική κατάσταση…17 χρόνια πέρασαν από τότε. Δεν είναι καιρός, σύντροφοι, να πραγματοποιήσουμε αυτή την υπόδειξη του Λένιν; Νομίζω πως είναι καιρός”.
Σε πρόταση του σ. Στάλιν, το 8ο έκτακτο Συνέδριο των Σοβιέτ της ΕΣΣΔ, απόρριψε επίσης μια τροποποίηση που ζητούσε να απαγορευθεί η άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων.
“Νομίζω, είπε ο Στάλιν, πως πρέπει να απορρίψουμε αυτό το νομοσχέδιο, γιατί δεν είναι σύμφωνο με το πνεύμα του συντάγματός μας”.
Στο βιβλίο τους, “Η αλήθεια για τη θρησκεία στη Ρωσία”, οι αρχηγοί της ορθόδοξης ρωσικής εκκλησίας δίνουν την παρακάτω εκτίμηση στην πολιτική του μπολσεβίκικου κόμματος και της σοβιετικής εξουσίας απέναντι στη θρησκεία:
“Το διάταγμα για την ελευθερία της συνείδησης που έβγαλε η σοβιετική κυβέρνηση το Γενάρη του 1918, εξασφαλίζει σε κάθε θρησκευτική κοινότητα, μαζί και στη δική μας, ορθόδοξη εκκλησία, το δικαίωμα και τη δυνατότητα να ζει και να εκτελεί τη λατρεία όπως ζητεί η πίστη της, στο βαθμό που δεν προσβάλλει τη δημόσια τάξη και τα δικαιώματα των άλλων πολιτών.
Αυτό το διάταγμα βοήθησε σημαντικά στην εξυγίανση της εσωτερικής ζωής της εκκλησίας. Το διάταγμα αυτό σήκωσε το βάρος που χρόνια πίεζε την εκκλησία. Την χειραφέτησε από την εξωτερική κηδεμονία. Η ωφέλεια για την εσωτερική ζωή της εκκλησίας ήταν μεγάλη. Το διάταγμα παραχωρεί την ελευθερία και εγγυάται το απαραβίαστό της σε όλες τις θρησκευτικές κοινότητες..Όχι, η εκκλησία δεν μπορεί πια να έχει παράπονα από την εξουσία”.
Ο ανταποκριτής του πρακτορείου Associated Press, απευθύνθηκε στις 24 του Δεκέμβρη του 1941 σ’ έναν από τους ιεράρχες της εκκλησίας στην ΕΣΣΔ, τον αρχιεπίσκοπο Ανδρέα και τον ρώτησε: “Σε ποιο βαθμό περιορίζεται σήμερα στη Ρωσία η ελευθερία των θρησκευτικών πεποιθήσεων;”.
Ο αρχιεπίσκοπος Ανδρέας απάντησε: “Η σοβιετική εξουσία δεν περιόρισε ποτέ την ελευθερία των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Ακολουθεί σταθερά την αρχή της ανοχής για όλες τις θρησκείες. Και αυτή η ανοχή καθιερώθηκε με ένα άρθρο του Συντάγματος.
Η σοβιετική εξουσία πήρε αυστηρά μέτρα ενάντια σ’ ένα μέρος του κλήρου και των πιστών, όχι όμως για τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, αλλά για την εχθρική τους στάση απέναντι στο νέο σοβιετικό καθεστώς. Δεν πρέπει να ξεχνούμε πως πριν από την επανάσταση, η εκκλησία υπηρετούσε τον τσάρο και είχε πολλά προνόμια (κυρίως ο ανώτερος κλήρος). Γι’ αυτό ο κλήρος, δύσκολα μπορούσε να παραιτηθεί από αυτά τα προνόμια. Μερικοί, με την ελπίδα πως η σοβιετική εξουσία θα ανατρεπόταν, ξεσηκώθηξαν ενάντιά της. Είναι αυτονόητο πως η σοβιετική εξουσία δεν μπορούσε ν’ αφήσει ατιμώρητα τέτοια υποκείμενα”.
Η Μαργαρίτα Γουόρεν Ουάιτ στο βιβλίο της: “Με μια φωτογραφική μηχανή μέσα στην εμπόλεμη Ρωσία”, μας λέει πως έπιασε κουβέντα με πιστούς, με κληρικούς και παντού άκουσε: “Είμαστε λεύτεροι, κανένας δε μας εμποδίζει να υπηρετούμε το Θεό”.
Ο Πατριάρχης Σέργιος Ivan Nikolayevich Stragorodsky (1867-1944)
Ο Γουόλς Κάρολ στο έργο του “Σ’αυτό είμαστε μαζί με τη Ρωσία”, φτάνει στο συμπέρασμα, ύστερα από συνομιλίες του με πιστούς και κληρικούς, πως οι πιστοί στην ΕΣΣΔ δεν έχουν κανένα παράπονο με τη σοβιετική εξουσία. Σε μια ερώτηση που έκανε ο Κάρολ στο μητροπολίτη Σέργιο (αργότερα, πατριάρχη) για τη θέση της θρησκείας και της εκκλησίας στην ΕΣΣΔ, πήρε τούτη την απάντηση: “Κανένας δεν ανησυχεί τους πιστούς στην ΕΣΣΔ. Η εκκλησία έχει αρκετούς πόρους και λογαριάζει, μάλιστα, να στείλει ενίσχυση στις Ηνωμένες Πολιτείες, για τη ορθόδοξη εκκλησία, που η οικονομική της κατάσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη”.
Ο μητροπολίτης Σέργιος είχε δηλώσει ακόμα πως κανένας περιορισμός δεν μπαίνει στην εκκλησία σχετικά με τη χειροτονία νέων παπάδων.
Στα μέσα του Σεπτέμβρη του 1943, αμέσως ύστερα από την εκλογή του πατριάρχη “Μόσχας και πασών των Ρωσιών”, ο αρχιεπίσκοπος της Υόρκης, δόκτωρ Κύριλλος Φόστερ Χάρμπιτ πήγε στη Μόσχα με πρόσκληση της ρωσικής εκκλησίας. Στις δέκα μέρες που έμεινε στη Ρωσία είχε μια ιδιαίτερη συνομιλία με το Μολότοφ, επίτροπο του λαού των Εξωτερικών. Σ’ αυτήν παρευρίσκονταν και ο Άγγλος πρεσβευτής σερ Άρτσιμπαλντ Κλαρκ Κερρ. Μαζί με τους δύο εφημέριούς του, ο αρχιεπίσκοπος Υόρκης επισκέφτηκε το μοναστήρι της Νέας Ιερουσαλήμ στην Ίστρα, όπου μπόρεσε να αντιληφθεί με τα μάτια του τις φοβερές καταστροφές που οι βάνδαλοι φασίστες είχαν προξενήσει σ’ αυτό το περίφημο αρχιτεκτονικό μνημείο. Στην εβδομαδιαία επιθεώρηση “Ο Βρετανός Σύμμαχος”, που βγάζει το Υπουργείο Πληροφοριών της Μεγάλης Βρετανίας, ο αρχιεπίσκοπος της Υόρκης, όταν γύρισε στο Λονδίνο, επιβεβαίωσε την πλήρη ανεξιθρησκία και την ελευθερία θρησκείας και συνείδησης που υπάρχει στην ΕΣΣΔ.
Ο αρχιεπίσκοπος Νέας Υόρκης Κύριλλος Φόστερ Χάρμπιτ (1875-1955)
Οι παρακάτω γραμμές, που παίρνουμε από ένα βιβλίο που αναφέραμε παραπάνω, η “Αλήθεια για τη θρησκεία στη Σοβιετική Ένωση”, μαρτυρούνε για μια ακόμα φορά την ελευθερία της συνείδησης σ’ αυτή τη χώρα:
“Είναι αλήθεια – το ξέρουμε καλά – πως στη Ρωσία κάνουν αντιθρησκευτική προπαγάνδα και πως το Σύνταγμα εγγυάται την ελευθερία της. Ξέρουμε ακόμα πως η αντιθρησκευτική ιδεολογία είναι η ιδεολογία του κομμουνιστικού κόμματος. Και όπως είναι φυσικό, η ορθόδοξη Εκκλησία θλίβεται γι’ αυτό. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να πούμε με κάθε αντικειμενικότητα πως η αντιθρησκευτική προπαγάνδα στην ΕΣΣΔ δεν εμποδίζει ούτε περιορίζει καθόλου τα δικαιώματα των πιστών.
Η κοσμοθεωρία του μπολσεβίκικου κόμματος, αντίληψη επιστημονική, αρνείται την πίστη στο υπερφυσικό, στα θαύματα. Αποκλείει τη θρησκευτική ερμηνεία για τα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα.
Ωστόσο, αν και το μπολσεβίκικο κόμμα κρατεί μια αρνητική θέση απέναντι στη θρησκεία, σαν κοσμοθεωρία δε θεώρησε ποτέ, ούτε θεωρεί λογικό τον αγώνα ενάντια στη θρησκεία με διοικητικά μέσα”.
Το 1924, το συνέδριο του μπολσεβίκικου κόμματος υπογράμμισε αυστηρά τη σημασία αυτού του ζητήματος: “Ενδιαφέρει να ξεκαθαριστεί οριστικά κάθε απόπειρα να χτυπηθούν οι θρησκευτικές προλήψεις με διοικητικά μέτρα, όπως το κλείσιμο των εκκλησιών, των τζαμιών, των συναγωγών, των οίκων προσευχής κτλ. Η αντιθρησκευτική προπαγάνδα πρέπει να πάρει ένα καθαρά υλιστικό χαρακτήρα σχετικά με την εξήγηση των φαινομένων της φύσης και της κοινωνικής ζωής.
Πρέπει να είμαστε προσεχτικοί και να μην πληγώνουμε το θρησκευτικό συναίσθημα των πιστών (…)”.
Τα ίδια τονίζει και το πρόγραμμα του μπολσεβίκικου κόμματος: “Πρέπει να αποφεύγουμε προσεχτικά κάθε προσβολή των θρησκευτικών συναισθημάτων των πιστών, γιατί αυτό θα έφερνε μονάχα το δυνάμωμα του θρησκευτικού φανατισμού”.
Η σοβιετική εξουσία τιμωρεί αυστηρά όποιον εμποδίζει τους πιστούς να ασκήσουν τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζει ο νόμος. Το άρθρο 125 του Ποινικού Κώδικα ορίζει:
“Όποιος παρεμποδίζει τον γιορτασμό των θρησκευτικών τελετών – φτάνει να μη διαταράσσουν τη δημόσια τάξη, ούτε να προσβάλλουν τα δικαιώματα των πολιτών – καταδικάζεται σε 6 μήνες καταναγκαστικά έργα”.
Η σοβιετική εξουσία επαγρυπνεί αυστηρά ώστε η αντιθρησκευτική προπαγάνδα να μην πληγώνει ή προσβάλλει τα θρησκευτικά αισθήματα των πιστών. Στην ΕΣΣΔ ο αγώνας ενάντια στη θρησκεία συνίσταται, πρώτα απ’ όλα, στην εκλαΐκευση των επιστημονικών γνώσεων και στη διαπαιδαγώγηση του λαού με το πνεύμα μιας επιστημονικής αντίληψης για τον κόσμο. Αυτή είναι η βασική μέθοδος της αντιθρησκευτικής προπαγάνδας στην ΕΣΣΔ (και ειδικά της Ένωσης των Μαχόμενων Άθεων). Η σοβιετική εξουσία δεν παραχώρησε ποτέ κανένα προνόμιο στις οργανώσεις των αθέων και κρατεί απέναντί τους την ίδια στάση που κρατεί και απέναντι στις θρησκευτικές οργανώσεις. Η Ένωση των Αθέων συντηρείται από προαιρετικούς εράνους των μελών της. Αποτελεί μια προαιρετική κοινωνική οργάνωση.
***
Η δολερή επίθεση της χιτλερικής Γερμανίας ενάντια στην ΕΣΣΔ τον Ιούνη του 1941 άλλαξε την κατάσταση στη χώρα. Από τις πρώτες μέρες της κυριαρχίας στις περιοχές που κατέλαβαν, προσωρινά, οι φασίστες, επιδόθηκαν στο πνίξιμο της ελευθερίας της συνείδησης, στο διωγμό του κλήρου και στη βεβήλωση της θρησκείας.
Ο καθεδρικός Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Κίεβο το Νοέμβρη του 1941 (πηγή)
Θα αναφέρουμε διάφορα γεγονότα παρμένα στην τύχη, από το άφθονο υλικό που δίνει ο περιοδικός τύπος και που επιβεβαιώθηκε από εκατοντάδες και χιλιάδες μαρτυρίες πιστών καθώς και από επίσημα έγγραφα:
Στο χωριό Ιλίνσκαγιε, στην περιοχή της Τούλας, οι εισβολείς έσπασαν τα εικονίσματα των κολχόζ και τα χρησιμοποίησαν για καυσόξυλα. Στην πόλη Πλάβοϊ, η εκκλησία μετατράπηκε σε φυλακή και τόπο βασανιστηρίων. Στα χωριά Σεμιονόφσκαγιε και Ιβανόφσκαγιε, της περιοχής της Μόσχας, οι εκκλησίες μεταβλήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στα χωριά Οσκόβνινο, Παπόρινα, Νόβο Πακρόφσκαγιε, Γιέβλεβο, της περιοχής της Τούλας, Κατσάγκινο, Λίτνινο, της περιοχής της Μόσχας, καθώς και σε άλλες πόλεις και χωριά που κατέλαβαν οι βάρβαροι Γερμανοί φασίστες, μεταβάλλανε τις εκκλησίες σε σταύλους. Κατάστρεψαν όλα τα ιερά σκεύη, τα εικονοστάσια, την Αγία Τράπεζα. Ο παπάς Αμβρόσιος Ιβάνοφ, του χωριού Ιλίνσκαγιε, διηγείται: “Πριν έρθουν οι γερμανοί, η εκκλησία ήτανε σε θαυμάσια κατάσταση. Ένας γερμανός αξιωματικός με διέταξε να αδειάσω την εκκλησία…Το βράδι έρχονται στρατεύματα, καταλαμβάνουν την εκκλησία και βάζουν μέσα τα άλογά τους. Και να τοι, σπάζουν, καταστρέφουν τα πάντα για να κάνουν ξύλινα κρεβάτια. Πέταξαν έξω την Αγία Τράπεζα, την πόρτα του Ιερού, τις κολυμπήθρες κ.α. Με μια λέξη, έκαναν την εκκλησία άντρο ληστών”.
Η διακοίνωση του επιτρόπου των Εξωτερικών σ. Μολότοφ, με χρονολογία 6 του Γενάρη του 1942, για τις καταστροφές και λεηλασίες που υπέστη ο σοβιετικός λαός, καθώς και για τα τερατουργήματα των γερμανικών αρχών στο κατεχόμενο σοβιετικό έδαφος, αναφέρει το παρακάτω περιστατικό:
“Στο Λβοφ, 32 εργάτριες του εργοστασίου ετοίμων ενδυμάτων, βιάστηκαν και ύστερα δολοφονήθηκαν από τα γερμανικά τάγματα εφόδου. Μεθυσμένοι γερμανοί στρατιώτες έσυραν κορίτσια και νέες γυναίκες του Λβόφ στο πάρκο του Καστιούζκο και τις εβίασαν άγρια. Ο γέρος παπάς Β.Α.Πομάζιεφ, που θέλησε με το σταυρό στο χέρι να εμποδίσει αυτές τις βιαιότητες, δάρθηκε άσχημα από τους φασίστες, που του έβγαλαν το ράσο, του έκοψαν τα γένια και τον τρύπησαν με τις λόγχες τους.
Οι χιτλερικοί κατάστρεφαν και εξαφάνιζαν τους ιστορικούς και καλλιτεχνικούς θησαυρούς των πιστών. Το μοναστήρι της Νέας Ιερουσαλήμ, στην Ίστρα, αξιόλογο θρησκευτικό και ιστορικό μνημείο του ρωσικού λαού, ιδρύθηκε το 1654 και ανακαινίστηκε στο 18ο αιώνα από τους περίφημους αρχιτέκτονες Ραστρέλλι και Καζάκοφ. Οι γερμανοί μεταβάλλανε σε ερείπια αυτό το μεγαλόπρεπο και μοναδικό μνημείο. Στην παλιά ρωσική πόλη Σταρίτσα, οι χιτλερικοί κάψανε ένα μοναστήρι του 16ου αιώνα. Μέσα στα ερείπιά του ανακαλύφτηκαν ύστερα γυμνά πτώματα κόκκινων φαντάρων, αιχμαλώτων πολέμου, που είχαν θανατωθεί με βασανιστήρια.
Το μοναστήρι της Νέας Ιερουσαλήμ το Δεκέμβρη του 1941 κατεστραμμένο από τους Ναζί. Η ανοικοδόμηση άρχισε αμέσως μετά την ανακατάληψη της περιοχής το 1942 (πηγή)
Το γράμμα ενός μουσουλμάνου ιερέα, του Ιμάμη Σουλεϊμάν, γραμμένο με βάση τις πληροφορίες μαρτύρων που δραπέτευσαν από την αιχμαλωσία, ζωγραφίζει τον φρικτό πίνακα των προσβολών που έκαναν οι χιτλερικοί στα θρησκευτικά αισθήματα των τατάρων της Κριμαίας:
“Πολυτιμημένε καζρέτ, γράφει ο Σουλεϊμάν, άκουσα αυτές τις μέρες μια συνομιλία ανάμεσα σε δύο μουσουλμάνους. Οι άνθρωποι αυτοί κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τις κατεχόμενες περιοχές της δημοκρατίας της Κριμαίας. Οι διηγήσεις τους ξύπνησαν, φλόγισαν τη μουσουλμανική μου ψυχή. Γι’ αυτό πήρα την απόφαση να σας γράψω. Ένας απ’ αυτούς κατάγεται από το χωριό Γκαζίζ, που βρίσκεται κοντά στην πόλη Μπαχτσισαράι. Δεν είχε φύγει από το χωριό του όταν καταλήφθηκε το Μπαχτσισαράι. Είχε μείνει σπίτι του και είχε αναλάβει χρέη φύλακα σ’ένα συνεταιρισμό. Τον λένε Ζιά Ελντίν. Μου διηγήθηκε τα εξής:
Από την πρώτη μέρα που μπήκαν στην Κριμαία οι γερμανοί, απαγόρεψαν τις ιεροτελεστίες, τα ήθη και έθιμα των τατάρων της Κριμαίας. Το Γκαζίζ (το χωριό του Ζιά Ελντίν) οι γερμανοί μάζεψαν όλους τους γέρους και τους διάταξαν να βγάλουν τα καπέλα τους και την τατάρικη φορεσιά τους και να ξυρίσουν τα γένια τους. Απαγόρευσαν την τελετή που γίνεται για τα νεογέννητα σύμφωνα με τους μουσουλμανικούς νόμους. Με διαταγή της γερμανικής διοίκησης έστειλαν τον πατέρα ενός νεογέννητου σε ένα γερμανό παπά που έδωσε στο νεογέννητο γερμανιό όνομα. Το χωριό είχε πάρει το όνομα Γκαζίζ (δηλαδή, Σεβαστό) από τα ιερά τζαμιά του, από τα ιστορικά μνημεία του και τους τάφους των αγίων που ανήκαν στην εποχή των Χάνων. Οι γερμανοί, λοιπόν, το κάψανε. Χιλιάδες μουσουλμάνοι έρχονταν στο Γκαζίζ, που ήταν τόπος ιερός για όλους τους Μουσουλμάνους της Κριμαίας.
Στο χωριό Τσιτσάλα ένας γέρος έκανε τη βραδινή προσευχή του. Ένας γερμανός στρατιώτης μπήκε και πιάνοντάς τον από το λαιμό του ρούχου του τον έσυρε έξω. Ο γέρος παραπονέθηκε σ’ έναν γερμανό αξιωματικό που περνούσε εκείνη την ώρα μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο. Τότε ο αξιωματικός διάταξε να μαζευτεί όλος ο πληθυσμός του χωριού και ο γέρος δάρθηκε μπροστά σ’ όλους. Ο αξιωματικός απείλησε με την ίδια τύχη τον καθένα που θα τολμούσε να παραπονεθεί για τη συμπεριφορά των γερμανών στρατιωτών.
Στο χωριό Σουντρί Τας, γερμανοί στρατιώτες ξεγύμνωσαν ολότελα τους μουσουλμάνους που είχαν μαζευτεί στο τζαμί για προσευχή, και έτσι ολόγυμνους τους πέρασαν μέσα από τους δρόμους του χωριού.
Πολυτιμημένε καζρέτ, δεν σας ιστόρησα παρά για το ένα εκατοστό από τις ωμότητες που μου ανέφερε ο Ζιά Ελντίν. Τόσο πολύ με αναστάτωσε η διήγησή του, ώστε δεν έχω τη δύναμη να σας τα εκθέσω όλα σ’ ένα μου γράμμα.
Καταριέμαι με όλη μου την ψυχή αυτά τα τέρατα, εχθρούς της ανθρωπότητας.
Είμαι γέρος. Πριν έρθουν οι γερμανοί στην Κριμαία, ήμουν ιμάμης στο χωριό Κάιρ – σατ. Πήγα προσκυνητής στις ιερές πόλεις, τη Μέκκα και τη Μεδίνα. Και δεν μπόρεσα να ακούσω χωρίς πόνο τη διήγηση των εγκλημάτων που διέπραξαν οι γερμανοί”.
Χιλιάδες και χιλιάδες τέτοια γεγονότα συγκεντρώθηκαν από την κρατική επιτροπή, όπου ανήκει και ο μητροπολίτης Κιέβου και Γαλικίας Νικόλαος. Η επιτροπή αυτή θα κάνει την έρευνα και θα συγκεντρώσει στοιχεία για τα κακουργήματα των φασιστών.
***
Πιστούς και άπιστους στη Σοβιετική Ένωση τους εμψύχωνε ο ίδιος φλογερός πατριωτισμός και η ίδια θέληση να συντρίψουν όσο το δυνατό πιο γρήγορα τον άτιμο εισβολές. Ο μητροπολίτης Κιέβουκ και Γαλικίας Νικόλαος που στις πρώτες μέρες του πολέμου βρισκόταν στη Δυτική Ουκρανία, είπε: “Από μέρους μας, διαπιστώσαμε αυτή την υπέροχη θρησκευτικοπατριωτική έξαρση σε πολλά μέρη των δυτικών επαρχιών της χώρας μας. Όλοι οι πιστοί γέμισαν αμέσως τις εκκλησίες και προσευχήθηκαν για τη νίκη. Στο πλευρό των άλλων πολιτών αντιστάθηκαν λυσσαλέα στον εχθρό και πήραν μέρος στην εθνοφρουρά. Οργανώσανε αμέσως ομάδες παρτιζάνων στα μετόπισθεν του εχθρού”.
Η μεγάλη πατριωτική ορμή του σοβιετικού λαού, το μίσος του για το φασίστα εισβολές, συντελέσανε πολύ στον προσανατολισμό της δράσης των θρησκευτικών οργανώσεων τον καιρό του εθνικού πολέμου ενάντια στη χιτλερική Γερμανία.
Στις 22 του Ιούνη του 1941, ο τοποτηρητής του πατριάρχη μητροπολίτης Σέργιος έγραφε σε ένα μήνυμά του, που απευθυνόταν σ’ όλους τους κληρικούς και στο “ποίμνιό” τους της ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας: “Δεν είναι η πρώτη φορά που ο ρώσικος λαός αντιστέκεται σε εχθρική επίθεση. Δεν είναι η πρωτη φορά που νικάει τον εχθρό. Είθε να μην ατιμάσουμε εμείς οι ορθόδοξοι το δοξασμένο όνομα των προγόνων μας που μαζί τους μας ενώνουν δεσμοί σάρκας και πίστης”.
Αυτό το μήνυμα τελείωνε με τις παρακάτω λέξεις: “Η εκκλησία του Χριστού ευλογεί όλους τους ορθόδοξους για την υπεράσπιση των ιερών συνόρων της πατρίδας μας. Είθε ο Κύριος να μας δώσει τη νίκη”.
Ύστερα από το μήνυμα αυτό του μητροπολίτη Σέργιου, όλες οι εκκλησίες της χώρας έκαναν λειτουργία για τη νίκη των ρώσικων όπλων· έγιναν κηρύγματα και ομιλίες που διακήρυξαν ότι είναι αδύνατο η ορθόδοξη εκκλησία να συνεργαστεί με τους φασίστες. Ότι είναι αδύνατο να δεχτεί από τα χέρια του εχθρού προνόμια ή άλλα πλεονεκτήματα.
Όταν το φθινόπωρο του 1941 οι γερμανοί πλησίαζαν στη Μόσχα, ο μητροπολίτης Σέργιος απεύθυνε ένα νέο διάγγελμα στους πιστούς: “Ο εχθρός είναι δυνατός, αλλά ο Θεός των ρώσων είναι μεγάλος”, έγραψε. Τα χαιρετιστήρια τηλεγραφήματα, για την 25η επέτειο της οχτωβριανής σοσιαλιστικής επανάστασης από το μητροπολίτη Σέργιο, τον τοποτηρητή του πατριάρχη, από το μητροπολίτη Κιέβου και Γαλικίας Νικόλαο, από τον Καλλίστρατο, καθολικό πατριάρχη πασών των Γεωργιών, από το Σαμουήλ Τσομπρούτκσι, διευθυντή της εβραίικης κοινότητας της Μόσχας και από τον Αμπντουραχμάν Ρασούλεφ, μουφτή της κεντρικής πνευματικής διεύθυνσης των μουσουλμάνων της Ούφα, έκφραζαν τη θέληση να τσακίσουν τους χιτλερικούς και να καθαρίσουν τα “ιερά σύνορα της πατρίδας μας”.
Ο καθολικός πατριάρχης πασών των Γεωργιών Καλλίστρατος (1866 – 1952)
Το διάγγελμα του Σέργιου στους ιεράρχες, στους κληρικούς και στις ενοριακές κοινότητες της ορθόδοξης ρωσικής εκκλησίας, για την ανάγκη να μαζέψουν χρήματα για την κατασκευή τανκς και αεροπλάνων που προορίζονταν για τη φάλαγγα “Δημήτρη Ντάνσκοϊ”, διαπνεόταν από σοβιετικό πατριωτισμό. Έλεγε:
“Είθε η εκκλησιαστική μας υποστήριξη να φέρει μαζί της την ευλογία της ορθόδοξης εκκλησίας μας, την αδιάκοπη προσευχή της για το θρίαμβο των ρωσικών όπλων. Είθε να μας δώσει σε όλους το αίσθημα της τόνωσης, ώστε να μη μείνουμε στο περιθώριο, αλλά να πάρουμε μέρος, ο καθένας με τη δύναμή του, στην ιερή υπόθεση της σωτηρίας της πατρίδας”.
Σύμφωνος πέρα για πέρα με την αρχή αυτή, ο κλήρος έδωσε τη συνδρομή του στην εθνική άμυνα. Εκτός από τις προσωπικές προσφορές που έδωσαν για την κατασκευή τανκς και αεροπλάνων, οι κληρικοί και τα ενοριακά συμβούλια έκαναν έρανο ανάμεσα στους πιστούς για τη συλλογή χρημάτων ή ζεστών ρούχων για τους πολεμιστές του Κόκκινου Στρατού. Σ’ αυτό τον πόλεμο, ο κλήρος και οι πιστοί πρόσφεραν σημαντικά ποσά στην εθνική άμυνα. Έτσι, ο πρωθιερέας της μητρόπολης Ελόχ (Μόσχα) πρόσφερε 100.000 ρούβλια και η μητρόπολη του Ελόχ 300.000 ρούβλια. Το πατριαρχείο της Μόσχας 100.000. Ο πρωθιερέας Αρχάνγκελσκι του Γκόρκι 200.000 ρούβλια και οι πιστοί του Γκόρκι 2.500.000. Ο κληρικός Τρόιτσκι (της περιοχής Μόλοτοφ) 1.300.000. Ο κληρικός Στεφάνοφ (της πόλης Ίζεφσκ) 270.000 ρούβλια. Ο πρωθιερέας Μιχαήλοφ (της περιοχής Πίνζα) 115.000. Η ενοριακή κοινότητα του Κούζνετς (περιοχή Πένζα) 250.000. Ο πρόεδρος της ισραηλίτικης κοινότητας της Μόσχας Τσομπρούσκι 50.000. Η επισκοπή του Λένινγκραντ 3.700.000. Η καθολική κοινότητα του Ετσμιατζίν 850.000 ρούβλια, 15.000 δολάρια και 1.000 αγγλικές λίρες. Οι πιστοί της Μόσχας 2.000.000 ρούβλια, οι πιστοί του Κουίμπιτσεφ 650.000 ρούβλια κτλ. Έχουμε παραδείγματα παπάδων που, αφού πρόσφεραν τις οικονομίες τους στο κράτος για τις ανάγκες του Κόκκινου στρατού, συντελούν καθημερινά στην αύξηση της αμυντικής ικανότητας της χώρας με την προσωπική τους συμμετοχή στην προστασία και τη διατήρηση της δημόσιας τάξης, σχηματίζοντας ομάδες αυτοάμυνας κτλ. Μια ομάδα κληρικών της ρωσικής ορθόδοξης εκκλησίας του Λένινγκραντ και ο μητροπολίτης Αλέξιος παρασημοφορήθηκαν με το παράσημο “για την άμυνα του Λένινγκραντ” τον Οκτώβρη του 1943.
Κατά την απονομή του παράσημου αυτού από τη σοβιετική κυβέρνηση, ο μητροπολίτης Αλέξιος είπε: “Ευχαριστώ τη σοβιετική κυβέρνηση για την ξεχωριστή τιμή που μου κάνει (…). Οι πιστοί της ορθόδοξης εκκλησίας της πόλης μας βοηθού το δοξασμένο Κόκκινο στρατό μας όσο μπορούν και παρακαλούν τον Κύριο να δώσει τη νίκη στα ρωσικά όπλα και να τσακιστούν γρήγορα οι φασίστες γερμανοί εισβολείς. Βεβαιώνω την κυβέρνηση πως οι λειτουργοί της ορθόδοξης εκκλησίας και οι πιστοί της ηρωικής μας πόλης θα εξακολουθήσουν να δίνουν τον οβολό τους για την υπεράσπιση της αγαπητής μας πατρίδας και θα προσεύχονται θερμά στον Ύψιστο για να διωχτούν το γρηγορότερο οι χιτλερικοί εχθροί από το πατρικό μας έδαφος. Ότι θα υψώσουν τις προσευχές τους για τη διαφύλαξη της υγείας του αρχηγού του λαού Ιωσήφ Στάλιν”.
Ο Πατριάρχης Αλέξιος Sergey Vladimirovich Simanskiy (1877-1970)
Παράσημα πήραν οι πρωθιερείς Λαμάκιν και Ντουμπροβίτσκι της μητρόπολης του Νικολάου. Στη συνοικία του Βίμποργκ δόθηκε μετάλλιο στον κληρικό Νικόλαο. Στη συνοικία Μπολσάγια Όχτα στον πρωθιερέα Σταβνίτσκι. Το παράσημο “Για την Άμυνα του Λένινγκραντ” δόθηκε επίσης σε άλλους κληρικούς της ορθόδοξης ρωσικής εκκλησίας και στους αντιπροσώπους των ενοριακών συμβουλίων.
Στις 17 Οκτώβρη του 1943, οι αντιπρόσωποι του μουσουλμανικού κλήρου και των πιστών του Ουζμπεκιστάν, του Τατζικιστάν, του Τουρκμενιστάν, του Κιργιζιστάν και του Καζαχστάν, έστειλαν στο σ. Στάλιν εγκάρδιο χαιρετισμό και ευχές για την υγεία και τη μακροημέρευσή του: “Βλέπουμε σήμερα με ευχαρίστηση, έλεγε το τηλεγράφημα του μουσουλμανικού κλήρου της Κεντρικής Ασίας πως ο Μεγάλος Αλλάχ εισάκουσε τις θερμές προσευχές μας. Ο Κόκκινος Στρατός, κάτω από την ανώτατη ηγεσία σας, ξεκαθαρίζει τη σοβιετική γη από τους εχθρούς της, ελευθερώνοντας κάθε μέρα δεκάδες και εκατοντάδες κατοικημένες περιοχές και πόλεις”.
Το συνέδριο του μουσουλμανικού κόσμου βεβαίωσε το σ. Στάλιν πως θα συνέχιζε να παίρνει μέρος στην εξολόθρευση του εχθρού και να βοηθά τον Κόκκινο Στρατό στην εκπλήρωση της μεγάλης πατριωτικής αποστολής του “να ελευθερώσει την πατρίδα μας και όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς που καταπιέζονται από τη χιτλερική Γερμανία”.
Τα πατριωτικά αισθήματα του ορθόδοξου ρωσικού κλήρου εκδηλώθηκαν επίσης θερμά στην Επισκοπική Σύνοδο που στις 8 του Σεπτέμβρη του 1943 ονόμασε το μητροπολίτη Σέργιο αρχηγό της ορθόδοξης ρωσικής εκκλησίας, πατριάρχη της Μόσχας και όλων των Ρωσιών, και συγκρότησε δίπλα στον πατριάρχη την Ιερά Σύνοδο όπου παίρνουν μέρος: ο πατριάρχης του Λένινγκραντ Αλέξιος, ο έξαρχος της Ουκρανίας, ο μητροπολίτης Κιέβου και Γαλικίας Νικόλαος, καθώς και οι αρχιεπίσκοποι του Κράσνονταρσκ, του Κουίμπιτσεφ και του Γκόρκι.
Η 1η σύνοδος των Επισκόπων. Καθήμενοι οι Μητροπολίτες Αλέξιος του Λένινγκραντ (Σιμάνσκι), ο Τοποτηρητής του Πατριαρχείου Σέργιος (Stragorodsky), Ο μητροπολίτης Κιέβου Νικόλαος (Yarushevich). Όρθιοι ο αρχιεπίσκοπος Κουίμπιτσεφ Αλέξιος (Palitsyn), Ο Αρχιεπίσκοπος Σεργκέι του Γκόρκι (Grishin), ο αρχιεπίσκοπος του Κράσνονταρ Luca (Voino-Yasenetsky),ο αρχιεπίσκοπος του Γιαροσλάβ Ιωάννης (Sokolov), ο Πρωθιερέας Nikolai Kolchitsky (πηγή)
Η Σύνοδος ψήφισε ομόφωνα ένα μήνυμα προς την κυβέρνηση της ΕΣΣΔ, όπου την ευγνωμονούσε για το ενδιαφέρον της σχετικά με τις ανάγκες της ορθόδοξης εκκλησίας, καθώς και ένα μήνυμα προς τους χριστιανούς όλου του κόσμου:
“Με τη φωνή της συνόδου όλων των επισκόπων που συνήλθαν στη Μόσχα για την εκλογή του πατριάρχη, η ορθόδοξη εκκλησία παρακινεί τους χριστιανούς όλου του κόσμου να εντείνουν όλες τις προσπάθειές τους σ’ αυτό τον παγκόσμιο αγώνα για τα ιδεώδη του χριστιανισμού, που ποδοπατήθηκαν από το Χίτλερ, για την ελευθερία, την ευτυχία και την πρόοδο όλης της ανθρωπότητας”.
Οι επίσκοποι καταδίκασαν επίσημα και ομόφωνα τους προδότες της πατρίδας, τα στηρίγματα αυτά των φασιστών. Αποφασίσανε πως όποιος περνούσε στο φασισμό θα αφοριζόταν και ο επίσκοπος ή άλλος εκκλησιαστικός που θα το’ κανε αυτό θα καθαιρούταν από το αξίωμά του.
Τα λίγα αυτά γεγονότα που αναφέραμε μαρτυρούν πως εκατομμύρια πιστοί κάθε θρησκεύματος, όπως και ολόκληρος ο κλήρος, είναι έτοιμοι να αφιερώσουν τις σωματικές και ηθικές τους δυνάμεις για το καλό της πατρίδας και της σοβιετικής εξουσίας. Η σοβιετική κυβέρνηση τιμά αυτά τα πατριωτικά αισθήματα και τις γνώμες αυτές και πρόθυμα πραγματοποιεί όλες τις νόμιμες απαιτήσεις των πιστών. Με απόφαση του Συμβουλίου των Επιτρόπων του λαού της ΕΣΣΔ, ιδρύθηκε ένα συμβούλιο για τις υποθέσεις της ορθόδοξης ρωσικής εκκλησίας για να εξασφαλιστεί η σύνδεση ανάμεσα στην κυβέρνηση της ΕΣΣΔ και το πατριαρχείο της Μόσχας και πασών των Ρωσιών, πάνω στα ζητήματα που ενδιαφέρουν την ορθόδοξη ρωσική εκκλησία και χρειάζονται και επικύρωση από την κυβέρνηση.
Ο πατριάρχης Μόσχας και πασών των Ρωσιών Σέργιος πέθανε στις 15 του Μάη του 1944.
Το Συμβούλιο των επιτρόπων του λαού της ΕΣΣΔ συλλυπήθηκε την Ιερά Σύνοδο της ορθόδοξης ρωσικής εκκλησίας. Ως την εκλογή του νέου πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών, ο Αλέξιος, μητροπολίτης του Λένινγκραντ και του Νόβγκοροντ είναι ο τοποτηρητής του πατριάρχη.
**
Αυτή είναι η αλήθεια για τη θρησκεία και την εκκλησία στην ΕΣΣΔ, η αλήθεια για την ηθική και πολιτική ενότητα των πιστών και των άπιστων μέσα στους λαούς της ΕΣΣΔ.
Μεταφράστηκε στα ελληνικά και δημοσιεύτηκε στο δισεβδομαδιαίο περιοδικό “Μόρφωση”, όργανο της κεντρικής επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, τεύχος 7, 25 Φλεβάρη 1946, σ.σ.314-320.
Πηγή: https://parapoda.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.