Η πολιτική της σοβιετικής εξουσίας πάνω στο εθνικό ζήτημα στη Ρωσία
Τρία χρόνια επανάστασης και εμφυλίου πολέμου στη Ρωσία έδειξαν ότι χωρίς την αμοιβαία υποστήριξη της Κεντρικής Ρωσίας και των ακρινών περιοχών της είναι αδύνατο να νικήσει η επανάσταση, είναι αδύνατο να απελευθερωθεί η Ρωσία από τα νύχια του ιμπεριαλισμού. Η Κεντρική Ρωσία, η εστία αυτή της παγκόσμιας επανάστασης, δεν μπορεί να κρατηθεί πολύν καιρό χωρίς τη βοήθεια των ακρινών περιοχών, που έχουν άφθονες πρώτες ύλες, καύσιμα και επισιτιστικά προϊόντα. Και οι ακρινές περιοχές της Ρωσίας, χωρίς την πολιτική, στρατιωτική και οργανωτική βοήθεια της πιο αναπτυγμένης Κεντρικής Ρωσίας είναι κι αυτές καταδικασμένες αναπότρεπτα να υποδουλωθούν από τους ιμπεριαλιστές. Αν είναι σωστή η θέση ότι η πιο αναπτυγμένη προλεταριακή Δϋση δε μπορεί να νικήσει την παγκόσμια κεφαλαιοκρατία χωρίς την υποστήριξη της λιγότερο αναπτυγμένης, αλλά πλούσιας σε πρώτες ύλες και καύσιμα αγροτικής Ανατολής, τότε είναι εξίσου σωστή και η άλλη θέση ότι η πιο αναπτυγμένη Κεντρική Ρωσία δε μπορεί να φέρει ως το τέλος το έργο της επανάστασης χωρίς την υποστήριξη των ακρινών περιοχών της Ρωσίας, που είναι λιγότερο αναπτυγμένες, έχουν όμως τον απαραίτητο φυσικό πλούτο.
Η σημαία της Σοβιετικής Λαϊκής Δημοκρατίας της Μπουχαρά μεταξύ 1921- 1923. Το σφυροδρέπανο συνυπάρχει με την ημισέληνο.
Το γεγονός αυτό η Αντάντ το πήρε χωρίς αμφιβολία υπόψι από τις πρώτες κιόλας μέρες της ύπαρξης της Σοβιετικής κυβέρνησης, τότε που (η Αντάντ) εφάρμοζε ένα σχέδιο οικονομικής κύκλωσης της Κεντρικής Ρωσίας, με την απόσπαση απ’ αυτήν των πιο σπουδαίων ακρινών περιοχών. Και αργότερα, το σχέδιο οικονομικής κύκλωσης της Ρωσίας εξακολουθεί να είναι η σταθερή βάση όλων των εκστρατειών της Αντάντ κατά της Ρωσίας, από το 1918 ως το 1920, καθώς και των σημερινών μηχανοραφιών της στην Ουκρανία, στο Αζερμπαϊτζάν και στο Τουρκεστάν.
Έτσι, αποκτά ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον η εξασφάλιση σταθερής συμμαχίας ανάμεσα στο Κέντρο και τις ακρινές περιοχές της Ρωσίας.
Από δω απορρέει η ανάγκη να καθιερωθούν ορισμένες σχέσεις, ορισμένοι δεσμοί ανάμεσα στο Κέντρο και τις ακριβές περιοχές της Ρωσίας, που να εξασφαλίζουν μια στενή, αδιάρρηχτη συμμαχία μεταξύ τους.
Ποιες πρέπει να είναι οι σχέσεις αυτές και τι μορφές πρέπει να πάρουν;
Μ’ άλλα λόγια: σε τι συνίσταται η πολιτική της Σοβιετικής εξουσίας πάνω στο εθνικό ζήτημα στη Ρωσία;
Το αίτημα του αποχωρισμού των ακρινών περιοχών από τη Ρωσία, σα μορφή σχέσεων ανάμεσα στο Κέντρο και τις ακρινές περιοχές πρέπει να αποκλειστεί, όχι μόνο γιατί έρχεται σε αντίθεση με την ίδια την τοποθέτηση του ζητήματος της δημιουργίας συμμαχίας ανάμεσα στο Κέντρο και τις ακρινές περιοχές, αλλά πρώτα-πρώτα γιατί έρχεται σε ριζική αντίθεση με τα συμφέροντα των λαϊκών μαζών, τόσο του Κέντρου, όσο και των ακρινών περιοχών. Χωρίς να αναφέρουμε εδώ ότι ο αποχωρισμός των ακρινών περιοχών θα υπόσκαφτε την επαναστατική δύναμη της Κεντρκής Ρωσίας, που αποτελεί κίνητρο για το απελευθερωτικό κίνημα της Δύσης και της Ανατολής, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι ίδιες οι αποχωρισμένες ακρινές περιοχές θα υποδουλώνονταν αναπότρεπτα στο διεθνή ιμπεριαλισμό. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στη Γεωργία, στην Αρμενία, στην Πολωνία, στη Φινλανδία κλπ που αποχωρίστηκαν από τη Ρωσία και διατηρούν μόνο μια φαινομενική ανεξαρτησία, ενώ στην πραγματικότητα μετατράπηκαν πέρα για πέρα σε υποτελείς της Αντάντ, αρκεί να θυμηθούμε ακόμα την πρόσφατη ιστορία με την Ουκρανία και το Αζερμπαϊτζάν, όταν την πρώτη την καταλήστευε το γερμανικό κεφάλαιο και τη δεύτερη η Αντάντ, για να καταλάβουμε πόσο αντεπαναστατική είναι η διεκδίκηση του αποχωρισμού των ακρινών περιοχών στις σημερινές διεθνείς συνθήκες. Στις συνθήκες του θανάσιμου αγώνα που φουντώνει ανάμεσα στην προλεταριακή Ρωσία και την ιμπεριαλιστική Αντάντ για τις ακρινές περιοχές υπάρχουν μόνο δυο λύσεις:
είτε με τη Ρωσία και τότε οι εργαζόμενες μάζες των ακρινών περιοχών απελευθερώνονται από τον ιμπεριαλιστικό ζυγό·
είτε μαζί με την Αντάντ, και τότε είναι αναπόφευχτος ο ιμπεριαλιστικός ζυγός.
Τρίτη λύση δεν υπάρχει.
Τέλη της δεκαετίας του ’30. Τουρκμένοι κολχόζνικοι λαμβάνουν τμήμα του ετήσιου εισοδήματός τους
Η λεγόμενη ανεξαρτησία των λεγόμενων ανεξάρτητων κρατών της Γεωργίας, Αρμενίας, Πολωνίας, Φινλανδίας κτλ είναι απλώς μια απατηλή φαινομενικότητα, που καλύπτει την ολοκληρωτική εξάρτηση αυτών, των – με το συμπάθειο – κρατών από τη μια ή την άλλη ομάδα των ιμπεριαλιστών.
Φυσικά, οι ακρινές περιοχές της Ρωσίας, τα έθνη και οι εθότητες που κατοικούν αυτές τις περιοχές, όπως και όλα τα άλλα έθνη, έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα του αποχωρισμού από τη Ρωσία, κι αν ένα οποιοδήποτε απ’ αυτά τα έθνη αποφάσιζε στην πλειοψηφία του να αποχωριστεί από τη Ρωσία, όπως έγινε με τη Φινλανδία το 1917, η Ρωσία δε θα είχε παρά να διαπιστώσει αυτό το γεγονός και να επικυρώσει τον αποχωρισμό. Εδώ όμως δεν πρόκειται για τα δικαιώματα των εθνών που δε μπορεί κανείς να τα αμφισβητήσει, αλλά για τα συμφέροντα των λαϊκών μαζών, τόσο του Κέντρο όσο και των ακρινών περιοχών, πρόκειται για το χαρακτήρα της προπαγάνδας, που καθορίζεται (ο χαρακτήρας) απ’ αυτά τα συμφέροντα και που είναι υποχρεωμένο να κάνει (την προπαγάνδα) το κόμμα μας, αν δε θέλει να απαρνηθεί τον ίδιο τον εαυτό του, αν θέλει να επιδράσει πάνω στη θέληση των εργαζομένων μαζών των εθνοτήτων προς μια ορισμένη κατεύθυνση. Και τα συμφέροντα των λαϊκών μαζών λένε ότι στο σημερινό στάδιο της επανάστασης το αίτημα του αποχωρισμού των ακρινών περιοχών είναι βαθιά αντεπαναστατικό.
Πρέπει εξίσου να αποκλειστεί σα μορφή συμμαχίας ανάμεσα στο Κέντρο και τις ακρινές περιοχές της Ρωσίας και η λεγόμενη πολιτιστική εθνική αυτονομία. Η πείρα της Αυστροουγγαρίας (της πατρίδας της πολιτιστικο-εθνικής αυτονομίας) στα τελευταία δέκα χρόνια έδειξε πόσο εφήμερη και μη βιώσιμη είναι η πολιτιστικο-εθνική αυτονομία, σα μορφή συμμαχίας ανάμεσα στις εργαζόμενες μάζες των εθνοτήτων ενός πολυεθνικού κράτους. Η περίπτωση των Σπρίγγερ και Μπάουερ, των δημιουργών αυτών της πολιτιστικο-εθνικής αυτονομίας, που κάθονται τώρα μπροστά στα συντρίμμια του πονηρού εθνικού τους προγράμματος, αποτελεί ζωντανή απόδειξη γι’ αυτό. Τέλος, ο κήρυκας της πολιτιστικο-εθνικής αυτονομίας στη Ρωσία, το κάποτε διάσημο Μπουντ, αναγκάστηκε το ίδιο τελευταία να αναγνωρίσει επίσημα πως δε χρειάζεται η πολιτιστικο-εθνική αυτονομία, δηλώνοντας ανοιχτά ότι: “Το αίτημα της εθνικο-πολιτιστικής αυτονομίας, που διατυπώνεται στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος, χάνει το νόημά του στις συνθήκες της σοσιαλιστικής επανάστασης”(βλ. “12η Συνδιάσκεψη του Μπουντ”, σελ. 21, 1920).
Απομένει μοναδικά κατάλληλη μορφή συμμαχίας ανάμεσα στο Κέντρο και τις ακρινές περιοχές η περιφερειακή αυτονομία των ακρινών περιοχών, που διακρίνονται από τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής και την εθνική σύνθεση, αυτονομία που οφείλει να συνδέσει με δεσμούς ομοσπονδιακούς τις ακρινές περιοχές με το Κέντρο της Ρωσίας. Δηλαδή, η ίδια η σοβιετική αυτονομία, που διακήρυξε η σοβιετική εξουσία από τις πρώτες μέρες της εμφάνισής της και που εφαρμόζεται σήμερα στις ακρινές περιοχές με τη μορφή της διοικητικής κομμούνας και των αυτόνομων σοβιετικών δημοκρατιών.
1η Μάρτη 1939. Ουζμπέκοι παρακολουθούν τα πρώτα νερά του ποταμού Σουρ Νταριά να μπαίνουν στον υδατοφράχτη του μεγάλου καναλιού της Φεργκανά
Η σοβιετική αυτονομία δεν είναι κάτι το αποστεωμένο και δοσμένο μια για πάντα, αλλά επιτρέπει τις πιο ποικίλες μορφές και βαθμίδες στην ανάπτυξή της. Η σοβιετική αυτονομία περνά από τη στενή, διοικητική αυτονομία (Γερμανοί της περιοχής του Βόλγα, Τσουβάσοι, Καρελοί), στην πιο πλατιά πολιτική αυτονομία (Μπασκίροι, Τατάροι της περιοχής του Βόλγα, Κιργίζιοι), από την πλατιά πολιτική αυτονομία στην πιο πλατιά ακόμα μορφή της (Ουκρανία, Τουρκεστάν), τέλος από την αυτονομία ουκρανικού τύπου στην ανώτερη μορφή αυτονομίας, στις σχέσεις που στηρίζονται σε συμφωνίες (Αζερμπαϊτζάν). Αυτή η ελαστικότητα της σοβιετικής αυτονομίας αποτελεί ένα από τα κυριότερα πλεονεκτήματά της, γιατί μας επιτρέπει (η ελαστικότητα) να αγκαλιάσουμε όλες τις ποικιλομορφίες των ακρινών περιοχών της Ρωσίας, που βρίσκονται στις πιο διαφορετικές βαθμίδες πολιτιστικής και οικονομικής ανάπτυξης. Τα τρία χρόνια της σοβιετικής πολιτικής στο εθνικό ζήτημα στη Ρωσία έδειξαν ότι, πραγματοποιώντας τη σοβιετική αυτονομία στις ποικίλες μορφές της, η Σοβιετική εξουσία ακολουθεί το σωστό δρόμο, γιατί μόνο μ’ αυτή την πολιτική της κατόρθωσε ν’ ανοίξει το δρόμο και να εισχωρήσει στις πιο απόκεντρες γωνιές των ακρινών περιοχών της Ρωσίας, να υψώσει στην πολιτική ζωή τις πιο καθυστερημένες και ποικίλες από εθνική άποψη μάζες και να συνδέσει με τα πιο ποικίλα νήματα τις μάζες αυτές με το Κέντρο, -καθήκον που όχι μόνο δεν το έλυσε, αλλά ούτε και το έθεσε μπροστά της καμια κυβέρνηση στον κόσμο (φοβόταν να το θέσει!). Η διοικητική διαίρεση της Ρωσίας πάνω στις αρχές της σοβιετικής αυτονομίας δεν έχει τελειώσει ακόμα, οι βόρειοι καυκάσιοι, οι Καλμούχοι, οι Τσερεμίσοι, οι Βοτιάκοι, οι Μπουριάτοι κλπ περιμένουν ακόμα να λυθεί το ζήτημα, όμως οποια μορφή κι αν πάρει ο διοικητικός χάρτης της μελλοντικής Ρωσίας, κι όποιες ελλείψεις κι αν παρουσιάσει ο τομέας αυτός – και πραγματικά παρουσιάστηκαν ορισμένες ελλείψεις – πρέπει να το παραδεχτούμε ότι πραγματοποιώντας τη διοικητική διαίρεση πάνω στις αρχές της περιφερειακής αυτονομίας, η Ρωσία έκανε τεράστιο βήμα προς τα μπρος στο δρόμο για τη συσπείρωση των ακρινών περιοχών γύρω από το προλεταριακό Κέντρο, στο δρόμο για να φέρει την εξουσία πιο κοντά στις πλατιές λαϊκές μάζες των ακρινών περιοχών.
Η διακήρυξη όμως της μιας ή της άλλης μορφής της σοβιετικής αυτονομίας, η έκδοση αντίστοιχων διαταγμάτων και αποφάσεων, ακόμα και η δημιουργία κυβερνήσεων των ακρινών περιοχών με τη μορφή των περιοχικών συμβουλίων των επιτρόπων του λαού των αυτόνομων δημοκρατιών δεν αρκούν καθόλου για να στερεωθεί η συμμαχία ανάμεσα στις ακρινές περιοχές και το Κέντρο. Για να γίνει στέρεη αυτή η συμμαχία χρειάζεται πρώτ’ απ’ όλα να εξαλειφθεί η αποξένωση κι ο κλειστός χαρακτήρας των ακρινών περιοχών, η πατριαρχικότητα και η έλλειψη πολιτισμού, και η δυσπιστία προς το Κέντρο, που διατηρήθηκαν στις ακρινές περιοχές, σαν κληρονομιά από τη θηριώδικη πολιτική του τσαρισμού. Ο τσαρισμός καλλιεργούσε σκόπιμα στις ακρινές περιοχές τον πατριαρχικο-φεουδαρχικό ζυγό, για να κρατάει τις μάζες στη σκλαβιά και την αμάθεια. Ο τσαρισμός εγκατέστησε σκόπιμα στις καλύτερες γωνιές των ακρινών περιοχών αποικιστικά στοιχεία, για να εκτοπίσει τις ντόπιες εθνικές μάζες στα χειρότερα σημεία και να εντείνει την εθνική φαγωμάρα. Ο τσαρισμός περιόριζε και κάποτε καταργούσε απλούστατα τα τοπικά σχολεία, το εθνικό θέατρο και τα πολιτιστικά ιδρύματα για να κρατάει τις μάζες στο σκοτάδι. Ο τσαρισμός έκοβε κάθε πρωτοβουλία των καλύτερων ανθρώπων του ντόπιου πληθυσμού. Τέλος, ο τσαρισμός έπνιγε κάθε δραστηριότητα των λαϊκών μαζών στις ακρινές περιοχές. Μ’ αυτή του την πολιτική, ο τσαρισμός προκάλεσε μέσα στις ντόπιες εθνικές μάζες βαθύτατη δυσπιστία προς καθε τι το ρωσικό, δυσπιστία που πολλές φορές μετατρεπόταν σε εχθρική στάση. Για να γίνει στέρεα η συμμαχία ανάμεσα στην Κεντρική Ρωσία και τις ακρινές περιοχές, πρέπει να εξαλειφθεί αυτή η δυσπιστία, πρέπει να δημιουργηθεί μια ατμόσφαιρα αμοιβαίας κατανόησης και αδελφικής εμπιστοσύνης. Για να εξαλειφθεί όμως αυτή η δυσπιστία, πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να βοηθήσουμε τις λαϊκές μάζες των ακρινών περιοχών να απαλλαγούν από τα υπολείμματα της φεουδαρχικής – πατριαρχικής καταπίεσης, πρέπει να καταργήσουμε – να καταργήσουμε στην πράξη κι όχι μόνο στα λόγια – κάθε προνόμιο των αποικιστικών στοιχείων, πρέπει να δώσουμε στις λαϊκές μάζες τη δυνατότητα να γευτούν τα υλικά ευεργετήματα της επανάστασης.
26 Αυγούστου 1942. Γυναίκα οδηγός μηχανήματος
Με λίγα λόγια: πρέπει ν’ αποδείξουμε στις μάζες ότι η Κεντρική προλεταριακή Ρωσία υπερασπίζει τα συμφέροντά τους και μόνο τα δικά τους συμφέροντα, και πρέπει να το αποδείξουμε αυτό όχι μόνο παίρνοντας κατασταλτικά μέτρα ενάντια στους αποικιστές και τους αστούς εθνικιστές, μέτρα που συχνά είναι εντελώς ακατανότητα για τις μάζες, αλλά πρώτα απ’ όλα με μια συνεπή και μελετημένη οικονομική πολιτική.
Όλος ο κόσμος ξέρει το αίτημα των φιλελεύθερων για γενική υποχρεωτική εκπαίδευση. Οι κομμουνιστές των ακρινών περιοχών δε μπορούν να είναι πιο δεξιοί από τους φιλελεύθερους, πρέπει να εφαρμόσουν εκεί τη γενική υποχρεωτική εκπαίδευση, αν θέλουν να εξαλείψουν την αμορφωσιά του λαού, αν θέλουν να πλησιάσουν ψυχικά το Κέντρο προς τις ακρινές περιοχές της Ρωσίας. Για να γίνει όμως αυτό, είναι απαραίτητο να αναπτυχθεί το τοπικό εθνικό σχολειό, το εθνικό θέατρο και τα εθνικά μορφωτικά ιδρύματα, να ανέβει το πολιτιστικό επίπεδο των λαϊκών μαζών των ακρινών περιοχών, γιατί δε χρειάζεται ν’ αποδείξουμε ότι η αμάθεια και το σκοτάδι είναι ο πιο επικίνδυνος εχθρός της σοβιετικής εξουσίας. Δεν ξέρουμε κατά πόσο η δουλειά μας προχωρεί γενικά με επιτυχία προς αυτή την κατεύθυνση, μας πληροφορούν όμως ότι σε μια από τις σπουδαιότερες ακρινές περιοχές, το τοπικό επιτροπάτο του λαού για την Παιδεία ξοδεύει συνολικά για τα τοπικά σχολειά μόνο τα 10% του προϋπολογισμού του. Αν αυτό είναι σωστό, πρέπει να ομολογήσομε ότι στον τομέα αυτό δυστυχώς δεν προχωρήσαμε και πολύ πέρα από το “παλιό καθεστώς”.
Τη σοβιετική εξουσία δεν επιτρέπεται να τη βλέπουμε σαν εξουσία αποσπασμένη από το λαό, αντίθετα είναι μια εξουσία μοναδική στο είδος της, που βγήκε μέσα από τις ρωσικές λαϊκές μάζες και τους είναι αγαπητή, εξουσία δική τους. Έτσι ουσιαστικά εξηγείται και η πρωτοφανέρωτη δύναμη και ευλυγισία που δείχνει συνήθως η σοβιετική εξουσία στις κρίσιμες στιγμές.
Είναι απαραίτητο η σοβιετική εξουσία να γίνει εξίσου αγαπητή στις λαϊκές μάζες των ακρινών περιοχών της Ρωσίας, εξουσία δική τους. Για να αγαπήσουν όμως τη σοβιετική εξουσία, πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να την καταλάβουν. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο όλα τα σοβιετικά όργανα στις ακρινές περιοχές, το δικαστήριο, η διοίκηση, τα οικονομικά όργανα, τα όργανα της άμεσης εξουσίας (καθώς και τα όργανα του κόμματος) να αποτελούνται όσο είναι δυνατό από ντόπιους, που ξέρουν τον τρόπο ζωής, τα ήθη, τις συνήθειες και τη γλώσσα του ντόπιου πληθυσμού, είναι απαραίτητο να τραβιούνται σ’ αυτά τα όργανα όλοι οι καλύτεροι άνθρωποι από τις ντόπιες λαϊκές μάζες, είναι απαραίτητο οι ντόπιες εργαζόμενες μάζες να τραβιούνται σ’ όλους τους τομείς της διοίκησης της χώρας, μαζί και στο στρατό για να δουν οι μάζες ότι η σοβιετική εξουσία και τα όργανά της είναι έργο των δικών τους προσπαθειών, η προσωποποίηση των πόθων τους. Μόνο μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να δημιουργηθεί μια ακατάλυτη ψυχική επαφή ανάμεσα στις μάζες και την εξουσία, μόνο μ’ αυτό τον τρόπο μπορούμε να κάνουμε τη σοβιετική εξουσία κατανοητή και αγαπητή στις εργαζόμενες μάζες των ακρινών περιοχών.
Γυναίκες στην Καρακαλπακία κοιτούν τον εκλογικό κατάλογο. Φωτό από τα τέλη της δεκαετίας του ’30
Ορισμένοι σύντροφοι θεωρούν τις αυτόνομες δημοκρατίες της Ρωσίας και τη σοβιετική αυτονομία γενικά ένα προσωρινό, αν και αναγκαίο, κακό, που δε μπορούσαμε να μην το επιτρέψουμε εξαιτίας ορισμένων περιστατικών, που πρέπει όμως να το αντιπαλέψουμε για να το εξαλείψουμε με τον καιρό. Δε χρειάζεται ν’ αποδείξουμε ότι η άποψη αυτή είναι ριζικά λαθεμένη και, εν πάση περιπτώσει, δεν έχει καμια σχέση με την πολιτική της σοβιετικής εξουσίας στο εθνικό ζήτημα. Δεν πρέπει να θεωρούμε τη σοβιετική αυτονομία κάτι το αφηρημένο και επινοημένο και πολύ περισσότερο δεν πρέπει να τη θεωρούμε μια απλή διακήρυξη ή κούφια υπόσχεση. Η σοβιετική αυτονομία είναι η πιο πραγματική και η πιο συγκεκριμένη μορφή συνένωσης των ακρινών περιοχών με την Κεντρική Ρωσία. Κανείς δε μπορεί ν’ αρνηθεί ότι η Ουκρανία, το Αζερμπαϊτζάν, το Τουρκεστάν, η Κιργιζία, η Μπασκιρία, η Ταταρία και οι άλλες ακρινές περιοχές, εφ’ όσον επιδιώκουν την πολιτιστική ανάπτυξη και την υλική άνοδο και ευημερία των λαϊκών μαζών, δε μπορούν να κάνουν χωρίς σχολειό, όπου να διδάσκεται η μητρική τους γλώσσα, χωρίς δικαστήρια, χωρίς διοίκηση, χωρίς όργανα εξουσίας που να αποτελούνται κυρίως από ντόπιους. Κάτι παραπάνω, η πραγματική σοβιετοποίηση αυτών των περιοχών, η μετατροπή τους σε σοβιετικές χώρες, στενά συνδεδεμένες με την Κεντρική Ρωσία, σ’ ένα ενιαίο κρατικό σύνολο δε μπορεί να νοηθεί χωρίς τη δημιουργία δικαστηρίων, διοίκησης, οργάνων εξουσίας κλπ από ανθρώπους που να ξέρουν τον τρόπο ζωής και τη γλώσσα του πληθυσμού. Και ακριβώς η οργάνωση τέτοιων σχολειών, δικαστηρίων, διοίκησης και οργάνων εξουσίας στη μητρική γλώσσα, σημαίνει εφαρμογή στην πράξη της σοβιετικής αυτονομίας, γιατί η σοβιετική αυτονομία δεν είναι τίποτε άλλο παρά το άθροισμα όλων αυτών των θεσμών, με ουκρανική, τουρκεστανική, κιργιζική κλπ μορφή.
Ύστερα απ’ όλα αυτά, πώς μπορεί κανείς να μιλά σοβαρά για εφήμερο χαρακτήρα της σοβιετικής αυτονομίας, για την πάλη εναντίον της κλπ;
Ένα από τα δύο:
Είτε η ουκρανική, η αζερμπαϊτζάνικη, η κιργίζικη, η ουζμπέκικη, η μπασκίρικη και οι άλλες γλώσσες αποτελούν αναμφισβήτητα μια πραγματικότητα και, συνεπώς, σ’ αυτές τις περιοχές είναι απολύτως απαραίτητο να χρησιμοποιείται η μητρική γλώσσα στο σχολειό, και τα δικαστήρια, η διοίκηση και τα όργανα εξουσίας να αποτελούνται από ντόπιους και τότε η σοβιετική αυτονομία πρέπει να εφαρμοστεί στις περιοχές αυτές με συνέπεια, και χωρίς επιφυλάξεις.
Είτε η ουκρανική, η αζερμπαϊτζάνικη και οι άλλες γλώσσες είναι απλή επινόηση και, συνεπώς, δε χρειάζονται σχολειά και άλλα ιδρύματα στη μητρική γλώσσα – και η σοβιετική αυτονομία πρέπει να πεταχτεί στο καλάθι των αχρήστων.
Να ψάχνει να βρει κανείς έναν τρίτο δρόμο, σημαίνει ότι έχει τέλεια άγνοια του ζητήματος ή αξιοθρήνητη διανοητική φτώχεια.
Ένα από τα σοβαρά εμπόδια στο δρόμο για την πραγματοποίηση της σοβιετικής αυτονομίας είναι η μεγάλη έλλειψη στις ακρινές περιοχές διανοούμενων ντόπιας προέλευσης, η έλλειψη οργανωτών σε όλους ανεξαιρέτως τους κλάδους της σοβιετικής και της κομματικής δουλειάς. Η έλλειψη αυτή φρενάρει κατ’ ανάγκην τόσο τη μορφωτική όσο και την επαναστατική – ανοικοδομητική δουλειά στις ακρινές περιοχές. Ακριβώς όμως γι’ αυτό το λόγο, θα ήταν παράλογο και επιζήμιο για την υπόθεσή μας ν’ απομακρύνουμε από κοντά μας τις ολιγάριθμες, έτσι κι έτσι, ομάδες των ντόπιων διανοούμενων, που θα ήθελαν ίσως να εξυπηρετήσουν τις λαϊκές μάζες, δε μπορούν όμως να το κάνουν, ίσως γιατί έχουν τη γνώμη πως επειδή δεν είναι κομμουνιστές, τους περιβάλλει μια ατμόσφαιρα δυσπιστίας, και φοβούνται ενδεχόμενα καταπιεστικά μέτρα εναντίον τους. Απέναντι σ’ όλες αυτές τις ομάδες διανοουμένων μπορεί να εφαρμοστεί μ’ επιτυχία η πολιτική της προσέλκυσής τους στη σοβιετική δουλειά, η πολιτική της χρησιμοποίησής τους σε διάφορες θέσεις στη βιομηχανία, στην αγροτική οικονομία, στον επισιτισμό και αλλού, με το σκοπό να γίνουν σιγά-σιγά σοβιετικοί. Γιατί δε μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι αυτές οι ομάδες διανοουμένων είναι λιγότερο σίγουρες απ’ ό,τι ήταν π.χ., οι αντεπαναστάτες στρατιωτικοί ειδικοί που, παρά την αντεπαναστατικότητά τους, τραβήχτηκαν ωστόσο στη δουλειά και, αργότερα, στις σοβαρότατες θέσεις όπου χρησιμοποιήθηκαν, έγιναν σοβιετικοί.
Ο Βοροσίλοφ με το Στάλιν και τον Σουλεϊμάν Στάλσκι, Λεζγινό ποιητή από το Νταγκεστάν
Η χρησιμοποίηση όμως των εθνικών ομάδων διανοουμένων δεν είναι καθόλου αρκετή για να ικανοποιήσει τις ανάγκες σε οργανωτές. Είναι απαραίττο ταυτόχρονα να αναπτύξουμε στις ακρινές περιοχές ένα πλούσιο δίχτυ από κύκλους μαθημάτων και σχολές σε όλους τους κλάδους διοίκησης, για να δημιουργήσουμε στελέχη οργανωτές από ντόπιους. Γιατί είναι φανερό πως, αν δεν υπάρχουν τέτοια στελέχη, θα δυσκολευτεί εξαιρετικά η οργάνωση της εκπαίδευσης, της δικαιοσύνης, της διοίκησης και των άλλων οργάνων στη μητρική γλώσσα.
Ένα άλλο, εξίσου σοβαρό, εμπόδιο για την πραγματοποίηση της σοβιετικής αυτονομίας, είναι η βιασύνη, που πολλές φορές μετατρέπεται σε χοντροκομμένη έλλειψη τακτ, που δείχνουν ορισμένοι σύντροφοι στο έργο του εκσοβιετισμού των ακρινών περιοχών. Όταν οι σύντροφοι αυτοί αποφασίζουν να κάνουν “ηρωϊκές προσπάθειες” για να εφαρμόσουν τον “καθαρό κομμουνισμό” σε περιοχές που έχουν μείνει πίσω από την Κεντρική Ρωσία ολόκληρη ιστορική περίοδο, σε περιοχές όπου δεν έχει ακόμα εξαλειφτεί πέρα για πέρα το μεσαιωνικό σύστημα, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι δε θα βγει τίποτε καλό από ένα τέτοιο ξεσπάθωμα, από έναν τέτοιο “κομμουνισμό”. Στους συντρόφους αυτούς θα θέλαμε να θυμίσουμε το γνωστό άρθρο του προγράμματός μας που λέει:
“Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσίας ακολουθεί την ιστορική-ταξική άποψη, παίρνοντας υπ’ όψη σε ποια βαθμίδα της ιστορικής εξέλιξής του βρίσκεται το δοσμένο έθνος: στο δρόμο από το μεσαίωνα προς την αστική δημοκρατία ή στο δρόμο από την αστική δημοκρατία προς τη σοβιετική ή την προλεταριακή δημοκρατία κλπ”.
Και παρακάτω: “Εν πάσει περιπτώσει, το προλεταριάτο των εθνών που ήταν έθνη που καταπίεζαν, είναι απαραίτητο να δείξει μεγάλη σύνεση και μεγάλη προσοχή απέναντι στις επιβιώσεις των εθνικών αισθημάτων μέσα στις εργαζόμενες μάζες των καταπιεσμένων εθνών ή των εθνών με περιορισμένα δικαιώματα” (βλ. το “Πρόγραμμα του ΚΚΡ”).
Δηλαδή, αν, λόγου χάρη, στο Αζερμπαϊτζάν, το μέτρο του περιορισμού του χώρου κατοικίας, εφαρμοζόμενο κατ’ ευθείαν, απομακρύνει από κοντά μας τις μάζες, που θεωρούν την κατοικία τους, την εστία τους ιερή και απαραβίαστη, είναι ολοφάνερο πως αυτό το μέτρο του άμεσου περιορισμού του χώρου κατοικίας πρέπει να αντικατασταθεί με ένα έμμεσο, πλάγιο μέτρο για την επίτευξη του ίδιου σκοπού. Ή ακόμα: αν, λόγου χάρη, οι μάζες του Νταγκεστάν, που είναι βαθιά διαποτισμένες από θρησκευτικές προλήψεις, ακολουθούν τους κομμουνιστές “με βάση το σαριάτ*”, είναι φανερό ότι σ’ αυτή τη χώρα, η άμεση πάλη ενάντια στις θρησκευτικές προλήψεις πρέπει να αντικατασταθεί με τρόπους έμμεσους, πιο προσεχτικούς. Κτλ κτλ.
1η Μάρτη 1939. Ουζμπέκοι προχωρούν προς το μεγάλο κανάλι της Φεργκανά
Με λίγα λόγια: από το ξεσπάθωμα για την “άμεση κομμουνιστικοποίηση” των καθυστερημένων λαϊκών μαζών είναι απαραίτητο να περάσουμε σε μια συνετή και μελετημένη πολιτική για το βαθμιαίο τράβηγμα αυτών των μαζών στο κοινό για όλους κανάλι της σοβιετικής ανάπτυξης.
Αυτοί είναι, σε γενικές γραμμές, οι πραχτικοί όροι για την πραγματοποίηση της σοβιετικής αυτονομίας, που η εφαρμογή τους εξασφαλίζει την πνευματική προσέγγιση και τη σταθερή επαναστατική συμμαχία του κέντρου και των ακρινών περιοχών της Ρωσίας.
Η Σοβιετική Ρωσία αναλαβαίνει ένα πρωτοφανέρωτο στον κόσμο πείραμα οργάνωσης της συνεργασίας μιας ολόκληρης σειρά εθνών και φυλών μέσα στα πλαίσια ενός ενιαίου προλεταριακού κράτους πάνω στις αρχές της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, στις αρχές της εθελοντικής, αδελφικής συμφωνίας. Τα τρία χρόνια της επανάστασης έδειξαν ότι το πείραμα αυτό έχει όλες τις πιθανότητες επιτυχίας. Το πείραμα, όμως, αυτό μπορεί να υπολογίζει σε ολοκληρωτική επιτυχία μόνο στην περίπτωση που η πραχτική μας πολιτική πάνω στο εθνικό ζήτημα δε θα έρχεται επί τόπου σε διάσταση με τις απαιτήσεις της σοβιετικής αυτονομίας που διακηρύξαμε, της σοβιετικής αυτονομίας παρμένης στις πιο ποικίλες μορφές και βαθμίδες της, αν το κάθε πραχτικό μας βήμα επί τόπου θα βοηθά τις λαϊκές μάζες των ακρινών περιοχών να χαρούν τον ανώτερο προλεταριακό πνευματικό και υλικό πολιτισμό, με μορφές που ανταποκρίνονται στον τρόπο ζωής και τις εθνικές ιδιομορφίες αυτών των μαζών.
Αυτού βρίσκεται η εγγύηση για τη στερέωση της επαναστατικής συμμαχίας ανάμεσα στην Κεντρική Ρωσία και τις ακρινές περιοχές της Ρωσίας, της συμμαχίας που πάνω της θα συντριβούν όλες οι μηχανορραφίες της Αντάντ.
Πράβντα, αρ. Φύλλου, 226, 10 Οκτώβρη 1920
Πηγή: Ι. Στάλιν, Άπαντα, τόμος 4ος, σ.σ.397-412.
*κώδικας θρησκευτικών και βιωτικών κανόνων, στηριγμένων στο Κοράνιο (σημ. Μετ.)
Το συνέδριο των λαών του Νταγκεστάν (13/11/1920)
1.Διακήρυξη για τη Σοβιετική Αυτονομία του Νταγκεστάν
Σύντροφοι! Η Σοβιετική Κυβέρνηση της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Ρωσίας, που ως τελευταία ήταν απασχολημένη με τον πόλεμο κατά των εξωτερικών εχθρών στο Νότο και στη Δύση, κατά της Πολωνίας και κατά του Βράνγκελ, δεν είχε τη δυνατότητα και το χρόνο να αφιερώσει τις δυνάμεις της στη λύση του ζητήματος που συγκινεί το λαό του Νταγκεστάν.
Τώρα που ο στρατός του Βράνγκελ έχει συντριβεί και τα άθλια υπολείμματά του φεύγουν στην Κριμαία, και με την Πολωνία έχει κλειστεί ειρήνη, η Σοβιετική Κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να ασχοληθεί με το ζήτημα της αυτονομίας του λαού του Νταγκεστάν.
10/06/1935. Ο Πρόεδρος της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής του Ανώτατου Σοβιέτ Μιχαήλ Καλίνιν και ο Λαϊκός Επίτροπος για την Άμυνα Βοροσίλοφ με εκπρόσωπο κολχόζ στο 2ο συνέδριο των κολχόζνικων
Στο παρελθόν, η εξουσία στη Ρωσία βρισκόταν στα χέρια των τσάρων, των τσιφλικάδων, των φαμπρικάντηδων και των εργοστασιαρχών. Στο παρελθόν, η Ρωσία ήταν η Ρωσία των τσάρων και των δημίων. Η Ρωσία ζούσε καταπιέζοντας τους λαούς που ανήκαν στην πρώην ρωσική αυτοκρατορία. Η Κυβέρνηση της Ρωσίας ζούσε απομυζώντας τους χυμούς και τις δυνάμεις των λαών που καταπίεζε, καθώς και του ρωσικού λαού.
Ήταν η εποχή που όλοι οι λαοί καταριούνταν τη Ρωσία. Τώρα όμως ο καιρός αυτός ανήκει στο παρελθόν. Θάφτηκε και δεν πρόκειται ν’ αναστηθεί ποτέ.
Πάνω στα ερείπια αυτής της καταπιεστικής τσαρικής Ρωσίας έχει υψωθεί μια νέα Ρωσία, η Ρωσία των εργατών και των αγροτών.
Άρχισε μια νέα ζωή για τους λαούς που αποτελούσαν μέρος της Ρωσίας. Άρχισε η φάση της απελευθέρωσης αυτών των λαών, οι οποίοι υπέφεραν κάτω από το ζυγό των τσάρων και των πλουσίων, των τσιφλικάδων και των εργοστασιαρχών.
Η καινούργια περίοδος που άρχισε ύστερα από την Επανάσταση του Οχτώβρη, όταν η εξουσία πέρασε στα χέρια των εργατών και των αγροτών και έγινε κομμουνιστική, δε χαρακτηρίζεται μόνο από την απελευθέρωση των λαών της Ρωσίας. Η περίοδος αυτή έβαλε επίσης το καθήκον της απελευθέρωσης όλων των λαών γενικά, μαζί και των λαών της Ανατολής, οι οποίοι υποφέρουν κάτω απ’ το ζυγό των ιμπεριαλιστών της Δύσης.
Η Ρωσία έγινε ο μοχλός του απελευθερωτικού κινήματος, που βάζει σε κίνηση όχι μόνο τους λαούς της χώρας μας, αλλά και τους λαούς όλου του κόσμου.
Η Σοβιετική Ρωσία είναι ο φάρος που φωτίζει για τους λαούς όλου του κόσμου το δρόμο της απελευθέρωσης από το ζυγό των καταπιεστών.
Σήμερα η Κυβέρνηση της Ρωσίας, που χάρη στη νίκη κατά των εχθρών της απόχτησε τη δυνατότητα να ασχοληθεί με τα ζητήματα της εσωτερικής ανάπτυξης, θεώρησε απαραίτητο να σας δηλώσει ότι το Νταγκεστάν πρέπει να γίνει αυτόνομο, ότι θα απολαμβάνει εσωτερική αυτοδιοίκηση, διατηρώντας τους αδελφικούς δεσμούς με τους λαούς της Ρωσίας.
Το Νταγκεστάν πρέπει να διοικείται σύμφωνα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, σύμφωνα με τον τρόπο ζωής του, σύμφωνα με τα έθιμά του.
Ακούσαμε ότι, μέσα στους λαούς του Νταγκεστάν, το σαριάτ έχει μεγάλη σημασία. Επίσης ήρθε σε γνώση μας ότι οι εχθροί της σοβιετικής εξουσίας διαδίδουν φήμες πως η σοβιετική εξουσία απαγορεύει τάχα το σαριάτ.
Ελεγκτές της παραγωγής βαμβακιού στην Καρακαλπακία στα τέλη της δεκαετίας του ’30.
Είμαι εξουσιοδοτημένος να δηλώσω εδώ εξ ονόματος της κυβέρνησης της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Σοβιετικής Δημοκρατίας της Ρωσίας ότι οι φήμες αυτές δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Η κυβέρνηση της Ρωσίας παραχωρεί στον κάθε λαό το απόλυτο δικαίωμα να διοικείται με βάση τους νόμους του και τα έθιμά του.
Η Σοβιετική Κυβέρνηση θεωρεί ότι το σαριάτ είναι εθιμικό δίκαιο που έχει ισχύ όπως και το αντίστοιχο δίκαιο άλλων λαών που κατοικούν στη Ρωσία.
Αν ο λαός του Νταγκεστάν επιθυμεί να διατηρηθούν οι νόμοι και τα έθιμά του, πρέπει να διατηρηθούν.
Παράλληλα, θεωρώ απαραίτητο να δηλώσω ότι η αυτονομία του Νταγκεστάν δε σημαίνει και δε μπορεί να σημαίνει τον αποχωρισμό του Νταγκεστάν από τη Σοβιετική Ρωσία. Αυτονομία δε σημαίνει ανεξαρτησία. Η Ρωσία και το Νταγκεστάν πρέπει να διατηρήσουν τους δεσμούς αναμεταξύ τους, γιατί μόνο στην περίπτωση αυτή το Νταγκεστάν θα μπορέσει να διατηρήσει την ελευθερία του. Παραχωρώντας αυτονομία στο Νταγκεστάν, η Σοβιετική Κυβέρνηση έχει ένα συγκεκριμένο σκοπό, το σκοπό δηλαδή να ξεχωρίσει μέσα από τα ντόπια στοιχεία τους τίμιους και αφοσιωμένους ανθρώπους, που αγαπούν το λαό τους, και να τους εμπιστευθεί όλα τα όργανα διοίκησης του Νταγκεστάν, τόσο τα οικονομικά όσο και τα διοικητικά. Μόνο έτσι και μόνο μ’ αυτό τον τρόπο μπορούμε να φέρουμε τη σοβιετική εξουσία κοντά στο λαό του Νταγκεστάν. Η σοβιετική εξουσία δεν έχει κανέναν άλλο σκοπό, εκτός από το να ανεβάσει το Νταγκεστάν σε ανώτερη βαθμίδα πολιτισμού, χρησιμοποιώντας ντόπιες δυνάμεις.
Η σοβιετική εξουσία ξέρει ότι η αμορφωσιά είναι ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός του λαού. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να δημιουργηθούν περισσότερα σχολειά και όργανα διοίκησης με βάση τη μητρική γλώσσα.
Με τον τρόπο αυτό, η σοβιετική εξουσία ελπίζει να βγάλει τους λαούς του Νταγκεστάν από το τέλμα της καθυστέρησης και της αμάθειας, όπου τους έχει ρίξει η παλιά Ρωσία.
Η Σοβιετική Κυβέρνηση έχει τη γνώμη πως είναι απαραίτητο να εγκαθιδρυθεί στο Νταγκεστάν μια αυτονομία σαν κι αυτήν που απολαβαίνουν το Τουρκεστάν και οι δημοκρατίες της Κιργιζίας και της Ταταρίας.
Η σοβιετική εξουσία προτείνει σ’ εσάς, τους αντιπροσώπους των λαών του Νταγκεστάν, να αναθέσετε στην Επαναστατική σας Επιτροπή του Νταγκεστάν να εκλέξει αντιπροσώπους για να πάνε στη Μόσχα και να επεξεργαστούν εκεί, μαζί με τους εκπροσώπους της ανώτατης σοβιετικής εξουσίας, το σχέδιο της αυτονομίας του Νταγκεστάν.
Τα τελευταία γεγονότα στο νότιο Νταγκεστάν, όπου ο προδότης Γκοτσίνσκι σήκωσε χέρι ενάντια στην ελευθερία του Νταγκεστάν, εκτελώντας τη θέληση του στρατηγού Βράνγκελ, του ίδιου του Βράνγκελ που τον καιρό του Ντενίκιν πολεμούσε όσους ξεσηκώνοντας και κατέστρεφε τα χωριά των Γκόρτσκι του βορείου Καυκάσου, – τα γεγονότα αυτά είναι πολύ ενδεικτικά.
Πρέπει να τονίσω ότι, στις μάχες κατά του Γκοτσίνσκι, ο λαός του Νταγκεστάν με τους κόκκινους παρτιζάνους του, υπερασπίζοντας τη σοβιετική του εξουσία, απόδειξε την αφοσίωσή του στην κόκκινη σημαία.
Αν διώξετε τον Γκοτσίνσκι, τον εχθρό των εργαζομένων του Νταγκεστάν, θα δικαιώσετε μ’ αυτό την εμπιστοσύνη που σας δείχνει η ανώτατη σοβιετική εξουσία, παραχωρώντας αυτονομία στο Νταγκεστάν.
Ο Στάλιν με γυναίκες εκπροσώπους από τους λαούς της σοβιετικής Ανατολής
Η Σοβιετική Κυβέρνηση είναι η πρώτη κυβέρνηση που παραχωρεί θεληματικά αυτονομία στο Νταγκεστάν.
Ελπίζουμε ότι οι λαοί του Νταγκεστάν θα δικαιώσουν την εμπιστοσύνη της Σοβιετικής Κυβέρνησης.
Ζήτω η συμμαχία των λαών του Νταγκεστάν με τους λαούς της Ρωσίας!
Ζήτω η σοβιετική αυτονομία του Νταγκεστάν!
2.Τελικός λόγος
Σύντροφοι! Τώρα που έχει συντριβεί και ο τελευταίος εχθρός της σοβιετικής εξουσίας, γίνεται ολοφάνερη η πολιτική σημασία της αυτονομίας, που η Σοβιετική κυβέρνηση παραχώρησε θεληματικά στο Νταγκεστάν.
Πρέπει να δώσουμε προσοχή σ’ ένα γεγονός. Ενώ η τσαρική κυβέρνηση και όλες γενικά οι αστικές κυβερνήσεις του κόσμου κάνουν παραχωρήσεις στους λαούς τους και πραγματοποιούν συνήθως τη μια ή την άλλη μεταρρύθμιση μόνο στην περίπτωση που τους αναγκάζουν οι δύσκολες συνθήκες, αντίθετα, η σοβιετική εξουσία, που βρίσκεται στο αποκορύφωμα των επιτυχιών της, παραχωρεί εντελώς θεληματικά την αυτονομία στο Νταγκεστάν.
Αυτό σημαίνει ότι η αυτονομία που παραχωρείται στο Νταγκεστάν θ’ αποτελέσει για τη ζωή της Δημοκρατίας του Νταγκεστάν μια στέρεη και ακατάλυτη βάση, γιατί στέρεο είναι μόνο εκείνο που δίνεται θεληματικά.
Κλείνοντας, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι η μεγάλη εμπιστοσύνη που σας έδειξε η σοβιετική εξουσία πρέπει να δικαιωθεί από τους λαούς του Νταγκεστάν στο μελλοντικό αγώνα ενάντια στους κοινούς εχθρούς μας.
Ζήτω το Αυτόνομο Σοβιετικό Νταγκεστάν!
“Σοβιέτσκι Νταγκεστάν”, αρ. φύλ. 76, 17/11/1920
Πηγή: Ι. Στάλιν, Άπαντα, τόμος 4, σ.σ. 446-451
Πηγή:https://parapoda.wordpress.com/2016/03/05/οι-μπολσεβίκοι-η-σαρία-στάλιν-για-ν/?fbclid=IwAR1gniuZPFZpNZEkoJqGgFbxsnuzs_FtqYZXJfwzTSUrza6M1l0j27Yh-pw
Πηγή:https://parapoda.wordpress.com/2016/03/05/οι-μπολσεβίκοι-η-σαρία-στάλιν-για-ν/?fbclid=IwAR1gniuZPFZpNZEkoJqGgFbxsnuzs_FtqYZXJfwzTSUrza6M1l0j27Yh-pw
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.