Εισαγωγή
Από
τις πρώτες ημέρες εμφάνισης της επιδημίας
του κοροναϊού SARS-CoV-2,
ιδιαίτερα όμως από την ημέρα που αυτός
χτύπησε και τη δική μας πόρτα, έχω
προσπαθήσει να εξηγήσω σε φίλους και
γνωστούς, δια ζώσης ή διαδικτυακά, ότι
ο ιός αυτός δεν μπορεί να είναι τεχνητά
κατασκευασμένος, ένα εργαστηριακό
προϊόν βιολογικού πολέμου, όπως πολλοί
διατείνονται. Υπάρχουν γι’ αυτό πολλοί
λόγοι, τους οποίους έχω επεξηγήσει
εκτενώς σε άλλα κείμενα και σχόλια και
δεν θα ήθελα να επαναλάβω εδώ. Θα πω μόνο
ότι οι γνώσεις που έχω συγκεντρώσει στα
χρόνια ενασχόλησής μου με τον χώρο της
βιοϊατρικής, και ειδικά της ιολογίας,
αποκλείουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Στην
επιστήμη, όμως, υποθέσεις και εικασίες
χωρούν μόνον εκεί όπου λείπουν οι άμεσες,
σκληρές όπως λέγονται, αποδείξεις. Στη
συγκεκριμένη περίπτωση, οι αποδείξεις
έχουν ήδη δημοσιευθεί [1] και ουδείς τις
έχει μέχρι στιγμής αμφισβητήσει, παρότι
κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ εύκολο, εφόσον
όλα τα αναγκαία μέσα βρίσκονται στη
διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου, πράγμα
που σημαίνει ότι είναι στέρεα τεκμηριωμένες.
Ως εκ τούτου, δεν θα μας απασχολήσουν
περαιτέρω, όπως και η αστήρικτη θεωρία
που αρνείται την ύπαρξη του ιού, η οποία
μόνον ως ευσεβής πόθος και προϊόν
απελπισίας μπορεί να εκληφθεί.
Βεβαίως,
τα παραπάνω ισχύουν βάσει της επιστήμης,
όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Σε περίπτωση
νέων ανακαλύψεων, όλ’ αυτά μπορούν να
αναθεωρηθούν. Στην επιστήμη δεν χωράει
δογματισμός.
Η
επιστήμη, ωστόσο, όταν είναι ανεξάρτητη
και σέβεται επαρκώς τον εαυτό της, είναι
δίκοπο μαχαίρι και κόβει εξίσου προς
την άλλη πλευρά. Όταν
η επίσημη εκδοχή των γεγονότων έρχεται
σε σύγκρουση με τα επιστημονικά δεδομένα,
τότε ανοίγεται άπλετος χώρος για βάσιμες
εικασίες,
μάλιστα με πολιτικές προεκτάσεις. Στο
παρόν άρθρο, λοιπόν, θα μας απασχολήσει
η επιδημιολογική αντιμετώπιση της
πανδημίας, η οποία υιοθετείται από τις
ηγεσίες των επιμέρους χωρών, μιας και
αποδείχθηκε περίτρανα ότι σε αυτήν την
παγκόσμια Κρίση στέκεται ο καθένας
μόνος του και ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
Α.
Επιδημιολογική Προσέγγιση
Από
τις πρώτες ημέρες κήρυξης της πανδημίας,
ο καθηγητής επιδημιολογίας και στατιστικής
του Στάνφορντ Γιάννης Ιωαννίδης, σε
άρθρα και συνεντεύξεις του, στα ελληνικά
και στα αγγλικά, κρούει μετ’ επιτάσεως
τον κώδωνα του κινδύνου: Τα δεδομένα
βάσει των οποίων αξιολογείται η
επικινδυνότητα του ιού και λαμβάνονται
οι πολιτικές αποφάσεις αντιμετώπισης
της πανδημίας είναι εν πολλοίς λανθασμένα
και η εικόνα που έχουμε για τη νόσο
Covid-19
είναι ελλιπής και πιθανώς βαρύτατα
διαστρεβλωμένη. Η επιδημιολογική
αντιμετώπιση της νόσου ίσως αποδειχθεί
το φιάσκο του 21ου
αιώνα, διατείνεται ο καλός επιστήμονας
[2,3].
Ειλικρινά,
θα ήθελα πολύ να αμφισβητήσω τις απόψεις
του καθηγητή Ιωαννίδη, όμως οι αιτιάσεις
του είναι απολύτως σύμφωνες με τις δικές
μου γνώσεις επί του θέματος, τα βασικά
δηλαδή της Επιδημιολογίας, αλλά και την
κοινή λογική. Όμως αυτό είναι το λιγότερο.
Τις ίδιες ακριβώς θέσεις έχει υιοθετήσει
και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας
(ΠΟΥ) [4] και πολλοί άλλοι επιστήμονες
ανά τον κόσμο. Μάλιστα, θεωρείται ότι η
λήψη μέτρων χωρίς επαρκείς αποδείξεις
μπορεί να προκαλέσει περισσότερο κακό,
παρά καλό [5].
Εν
συντομία, τα επιστημονικά δεδομένα
υποστηρίζουν ότι η τυφλή καραντίνα δεν
είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισης
μίας πανδημίας, διότι δεν δημιουργείται
ανοσία στην κοινότητα (η επονομαζόμενη
ανοσία
αγέλης,
herd
immunity)
η οποία θα απέτρεπε την τακτική
επανεμφάνιση της επιδημίας και τη διαρκή
επανάληψη των τωρινών φαινομένων.
Με
την ευκαιρία, καλό θα ήταν να εξηγήσουμε
τον επιδημιολογικό αυτόν όρο, που
εισέβαλε πρόσφατα στις ζωές μας. Οι ιοί,
λοιπόν, δεν έχουν αυτόνομη ύπαρξη ως
οργανισμοί, αλλά αποτελούν υποχρεωτικά
ενδοκυτταρικά παράσιτα.
Επομένως, η αναπαραγωγή τους συμβαίνει
μέσα σε ένα άτομο-ξενιστή. Συχνά, οι ιοί
έχουν πολλά είδη ξενιστών, ως δεξαμενές
τους, έτσι, για παράδειγμα, από τις
νυχτερίδες ή τους παγκολίνους μεταφέρονται
στον άνθρωπο. Όταν όλο και περισσότερα
άτομα μέσα σε έναν πληθυσμό αποκτούν
ανοσία έναντι του ιού, επειδή μολύνθηκαν
και τον αντιμετώπισαν επιτυχώς ή λόγω
μαζικού εμβολιασμού, ο ιός δυσκολεύεται
όλο και περισσότερο να βρει νέους
ξενιστές για να αναπαραχθεί και να
μεταδοθεί και τελικά εξαφανίζεται. Αυτή
είναι η περίφημη ανοσία αγέλης.
Υπάρχουν
όμως και άλλες απαιτούμενες γνώσεις,
για να κατανοήσουμε την επιστημονική
βάση της αμφισβήτησης των επιδημιολογικών
μέτρων που λαμβάνονται. Οι πρώτες έρευνες
έχουν αποδείξει ότι οι ασυμπτωματικοί
φορείς
του ιού –δηλαδή τα μολυσμένα άτομα που
δεν εκδηλώνουν νόσο αλλά μεταδίδουν
τον ιό επί μερικές εβδομάδες– είναι
πολύ περισσότεροι, διπλάσιοι έως
τετραπλάσιοι ή και περισσότεροι [6,7],
από αυτούς που εμφανίζουν συμπτώματα
και νοσούν, τους ασθενείς ας πούμε.
Όσο
δεν ανιχνεύουμε αυτούς τους ασυμπτωματικούς,
αφενός δεν έχουμε την πραγματική εικόνα
της μετάδοσης του ιού στην κοινότητα,
αφετέρου φουσκώνουμε τη θνητότητα
του ιού (το ποσοστό θανάτων σε σχέση με
όσους μολύνθηκαν) και τον παρουσιάζουμε
δέκα φορές πιο επικίνδυνο απ’ ό,τι είναι
στην πραγματικότητα. Επίσης, εάν δεν
ελέγχονται οι ασυμπτωματικοί φορείς,
τότε ο ιός παραμένει σιωπηρά στην
κοινότητα και καραδοκεί. Αυτό σημαίνει
ότι, μόλις τα κρούσματα ασθενών μειωθούν
και οι κυβερνήσεις κηρύξουν τη λήξη των
περιοριστικών μέτρων, ο ιός πιθανώς θα
βρει έδαφος να μεταδοθεί ευρύτατα και
θα ξεκινήσει αμέσως μία νέα εκθετική
αύξηση, κάτι που τελικά οδηγεί σε έναν
φαύλο κύκλο καραντίνας, επαναμετάδοσης
κ.ο.κ.
Από
την άλλη πλευρά, ούτε οι στρατηγικές
απόκτησης ανοσίας αγέλης που ακολούθησαν
χώρες όπως η Βρετανία ή οι ΗΠΑ, δείχνουν
να λειτουργούν αποτελεσματικά, με
εξαίρεση μόνο τη Σουηδία, για
κοινωνικο-πολιτικούς λόγους τοπικού
ενδιαφέροντος, που δεν είναι της παρούσης.
Η αιτία της αποτυχίας αυτής της
επιδημιολογικής προσέγγισης είναι ότι
μπορεί
ο ιός να έχει τελικά θνητότητα συγκρίσιμη
με αυτήν της εποχιακής γρίπης, όμως έχει
πολύ υψηλή μεταδοτικότητα και νοσηρότητα,
συνεπώς είναι ικανός να υπερκεράσει τη
φέρουσα ικανότητα κάθε δημόσιου
συστήματος υγείας και να προκαλέσει
την κατάρρευσή του, εάν δεν αντιμετωπισθεί
με κάποιον τρόπο.
Η
αντιμετώπιση που προτείνει ο Γιάννης
Ιωαννίδης, αλλά και ο ΠΟΥ, ονομάζεται
«επιθετική ανίχνευση» και απαιτεί την
ευρεία χρήση διαγνωστικών τεστ για τον
ιό [3,4]. Συγκεκριμένα, απαιτείται ο
δειγματοληπτικός, τυχαίος, έλεγχος του
πληθυσμού, για την ανίχνευση των
ασυμπτωματικών φορέων. Κατόπιν, ανίχνευση
των επαφών τους και έλεγχος και αυτών
με διαγνωστικά τεστ. Σε καραντίνα
μπαίνουν μόνο όσοι βρεθούν θετικοί, ενώ
οι λοιποί συνεχίζουν να δουλεύουν και
να παράγουν.
Με
δεδομένο ότι οι πλέον ευπαθείς στην
παρούσα νόσο πληθυσμιακές ομάδες είναι
άνθρωποι ηλικιωμένοι, που λίγο (έως
καθόλου) συμμετέχουν στην παραγωγική
διαδικασία, αυτή η αντιμετώπιση θα ήταν
αποτελεσματική, ενώ ταυτόχρονα δεν θα
επερχόταν η τεράστια οικονομική
καταστροφή την οποία προοιωνίζεται η
τυφλή καραντίνα που μας έχει επιβληθεί,
καταστροφή που δεν αμφισβητεί σχεδόν
κανένας πολιτικός ή οικονομολόγος.
Μέχρι
σήμερα, μόνο η έμπειρη επιδημιολογικά
Ν. Κορέα (που πλήρωσε ακριβά την έξαρση
του SARS
του 2003) [3] και η αδέσμευτη Ισλανδία [6]
ακολούθησαν αυτόν τον δρόμο, με μεγάλη
μάλιστα επιτυχία. Απεναντίας, πρόσφατη
έρευνα αναφέρει ότι το 99% του πληθυσμού
της Κίνας, η οποία παρουσιάζεται ως
παράδειγμα επιτυχούς επιβολής των
πρωτοφανών περιοριστικών μέτρων, δεν
έχει έρθει σε επαφή με τον ιό, επομένως
με την πρώτη ευκαιρία ο ιός θα επανέλθει,
αφού διαθέτει και ζωική δεξαμενή όπου
επιπολάζει. Ο Γιάννης Ιωαννίδης, χωρίς
καμία υπερβολή, δήλωσε ότι τέτοιου
είδους μέτρα θα έπαιρνε η ανθρωπότητα
μόνο με τις γνώσεις που είχε τον Μεσαίωνα
(!!) και ότι αυτά δεν συνάδουν με τη
σύγχρονη επιστημονική γνώση.
Θα
μπορούσε κανείς να αντιτείνει, ιδίως
στην περίπτωση της κατασπαραγμένης από
τα μνημόνια ελληνικής οικονομίας, ότι
μία τέτοια αντιμετώπιση θα είχε υπερβολικό
κόστος, ως εκ τούτου θα ήταν ανέφικτη.
Όμως 10.000.000 διαγνωστικά τεστ, για μία
θεωρητική κάλυψη ολόκληρου του πληθυσμού,
που θα έδινε οριστική και πλήρη λύση
στο πρόβλημα, με κόστος 4 € ανά εξέταση,
κοστίζουν μόλις 40.000.000 €. Εντούτοις, η
ελληνική κυβέρνηση ξόδεψε περίπου τα
ίδια ποσά ως μπόνους για τους καναλάρχες,
απλώς για να προπαγανδίσουν το «μένουμε
σπίτι», και στους κλινικάρχες, για να
διαθέσουν τις κλίνες ΜΕΘ, μάλιστα με
χρέωση διπλάσια από αυτήν προ της
πανδημίας. Στην πραγματικότητα, δεν θα
χρειαζόταν καν η εξέταση ολόκληρου του
πληθυσμού, αλλά μία καλή στατιστική
κάλυψη με ένα ευρύ πανελλήνιο
αντιπροσωπευτικό δείγμα, πράγμα που θα
μείωνε το απαιτούμενο κόστος ακόμα και
στο ένα δέκατο, ή και λιγότερο, αυτού
που αναφέρουμε εδώ.
Όμως
στη μία περίπτωση το κόστος θα ήταν αυτό
και μόνο για το σύνολο της οικονομίας
(συν το κόστος της δειγματοληψίας και
τα συμπαρομαρτούντα), ποσό ασήμαντο από
δημοσιονομικής απόψεως, ενώ στη δεύτερη
αποτελεί απλώς έναν μποναμά σε κομματικούς
ή ταξικούς φίλους της κυβέρνησης, που
θα επιφέρει ένα βαρύτατο δημοσιονομικό
κόστος, της τάξης του 35% του ΑΕΠ, σύμφωνα
με την πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ [8].
Προφανέστατα, λοιπόν, δεν
είναι το οικονομικό κόστος που αποτελεί
τροχοπέδη στη λήψη των αναγκαίων μέτρων.
Ένα
ακόμα επιστημονικό δεδομένο που οφείλουμε
να λάβουμε υπόψιν είναι ότι πράγματι ο
επιστημονικός κόσμος, όπως και ο
επιχειρηματικός (βλέπε Μπιλ Γκέιτς)
γνώριζαν από την αρχή της δεκαετίας ότι
η εμφάνιση μίας πανδημίας βρίσκεται
προ των πυλών, μάλιστα οι υποθέσεις
εργασίας προέκριναν ως πιθανότερη αιτία
αυτής έναν ιό γρίπης ή έναν κοροναϊό,
και είχαν ήδη προβεί σε προσομοιώσεις,
μοντελοποιήσεις και άλλες έρευνες επί
του θέματος.
Και
εδώ
εγείρονται αβίαστα τα ερωτήματα.
Για ποιον λόγο οι περισσότερες χώρες
του κόσμου, οι ισχυρότερες οικονομίες
του πλανήτη, παίρνουν μέτρα που έρχονται
σε ευθεία αντίθεση με την επιστημονική
και οικονομική πραγματικότητα; Γιατί
επιμένουν σε ένα μεσαιωνικό επιδημιολογικό
πρότυπο, το οποίο θα δημιουργήσει
παγκόσμια οικονομική καταστροφή ανάλογη
με αυτήν του Β’ ΠΠ; Είναι δυνατόν τόσοι
καθεστωτικοί επιδημιολόγοι, όπως ο
κύριος Τσιόδρας, που έχουν αναλάβει την
επίβλεψη των μέτρων σε κάθε χώρα, να
είναι τόσο άσχετοι με το αντικείμενο;
Προφανώς η απάντηση στο τελευταίο είναι
σίγουρα αρνητική. Γιατί, όμως, αφού
άπαντες περίμεναν την πανδημία, κανείς
δεν εκπόνησε ένα ορθολογικό σχέδιο
επιδημιολογικής αντιμετώπισής της;
Είναι, τελικά, πράγματι στόχος αυτών
των μέτρων η αντιμετώπιση της πανδημίας;
Και
ο χείμαρρος των εύλογων ερωτημάτων δεν
σταματάει εδώ. Ποια επιστημονική λογική
έχει η επιβολή προστίμου σε κάποια που
κολυμπάει μόνη της στην κρύα μαρτιάτικη
θάλασσα [9] ή σε αθλητή της ποδηλασίας,
που κάνει ατομική προπόνηση σε μία
μεγάλη αθηναϊκή λεωφόρο; [10] Ποια
επιδημιολογική αναγκαιότητα επέβαλε
την προβοκάτσια των ΜΜΕ (των κρατικών
συμπεριλαμβανομένων) με τη χαλκευμένη
εικόνα πολυκοσμίας στην παραλία της
Θεσσαλονίκης [11], που οδήγησε στο κλείσιμό
της από τον δήμαρχο της πόλης; Η θεσμοθέτηση
του επίσημου ρουφιάνου (κατ’ ευφημισμόν
παρατηρητή) της γειτονιάς στην Κύπρο
[12], θα αναχαιτίσει άραγε τον κοροναϊο;
Και ακόμη περισσότερο, ποια επιστήμη
επιβάλλει στον Βίκτορ Ορμπάν, στην
Ουγγαρία, να καταλύσει απροκάλυπτα την,
έστω και κουτσή, αστική δημοκρατία [13]
και να αναλάβει εξουσίες αντίστοιχες
με αυτές του Αδόλφου Χίτλερ το 1933, μετά
την προβοκάτσια της πυρπόλησης του
Ράιχσταγκ; Δικαιολογείται απλά και μόνο
από την πανδημία το αστυνομικό κράτος
που εν μία νυκτί στήθηκε στη Μ. Βρετανία;
[14]
Στα
παραπάνω ερωτήματα δεν μπορεί η βιοϊατρική
επιστήμη να δώσει την παραμικρή εξήγηση.
Οι απαντήσεις είναι εξόχως πολιτικές.
Β.
Πολιτική Ανάλυση
Εδώ
και αρκετά χρόνια, όπως έχουμε κι άλλες
φορές συζητήσει, βιώνουμε μία περίοδο
ανεξέλεγκτης διόγκωσης του χρηματοπιστωτικού
και δανειακού κεφαλαίου. Αυτό έχει
περιγραφεί από τον Μαρξ, ως εγγενές
χαρακτηριστικό του Καπιταλισμού. Όμως
δεν χρειάζεται να είσαι μαρξιστής για
να δεις το προφανές, που ανήκει πλέον
στην κοινή μας εμπειρία. Τα
μαρξικά διαλεκτικά εργαλεία δεν είναι
θρησκευτικά δόγματα
και, όπως όλα τα γεννήματα της ανθρώπινης
διανόησης, έχουν και αυτά τους περιορισμούς
τους. Είναι, ωστόσο, τα πλέον αξιόπιστα
που διαθέτουμε, χωρίς να παραγνωρίζουμε
ότι ο τρόπος χειρισμού κάθε εργαλείου
και οι προθέσεις του χειριστή του
καθορίζουν το τελικό αποτέλεσμα και
όχι το εργαλείο καθαυτό. Σε τελική
ανάλυση, είναι η μοναδική πολιτικο-οικονομική
θεωρία που τάσσεται με το δίκιο όσων
από εμάς δεν έτυχε να γεννηθούμε
προνομιούχοι. Όλες οι άλλες, μας θέλουν
απλώς δούλους και κρέας για τα κανόνια
των πλουτοκρατών.
Όταν
κορυφώνεται η αντίθεση ανάμεσα στην
κοινωνική παραγωγή και στην ατομική -
καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων
της, αυτό προκαλεί δυσλειτουργία του
συστήματος. Στις μέρες μας, αιχμή και
κύριος τρόπος εκδήλωσης και κορύφωσης
αυτής της αντίθεσης αποτελεί το πλασματικό
κεφάλαιο, ο κοπανιστός αέρας των
χρηματιστηρίων και των τοκογλύφων
δανειστών, το οποίο γιγαντώνεται
απομυζώντας το πραγματικό υλικό κεφάλαιο,
αποκομίζοντας τα κέρδη του εις βάρος
της πραγματικής οικονομίας. Αυτό όχι
μόνο εντείνει τη διαδικασία φραγής που
θέτουν οι καπιταλιστικές παραγωγικές
σχέσεις στην ανάπτυξη των κοινωνικών
παραγωγικών δυνάμεων, αλλά επιπλέον
οδηγεί σε ποσοτική και ποιοτική καταστροφή
αυτών.
Δεν
θα πρέπει εδώ να παραβλέψουμε και τη
σύγκρουση
μεταξύ εθνικού και παγκοσμιοποιημένου
κεφαλαίου, η
οποία επίσης αποτελεί μία από τις κύριες
ενδοκαπιταλιστικές συγκρούσεις των
καιρών μας.
Όταν
υπάρχει υπερπαραγωγή κεφαλαίου, αυτό
έχει την τάση να συγκεντρώνεται σε πολύ
λίγα χέρια, το 1% που συζητάμε εδώ και
χρόνια, και τότε «στερεοποιείται»·
από
λάδι στα γρανάζια του συστήματος,
μετατρέπεται σε άμμο που τα μπλοκάρει.
Με επιδημιολογικούς όρους και τηρουμένων
των αναλογιών, θα μπορούσαμε να πούμε
ότι το κεφάλαιο, όπως και ένας ιός,
υπάρχει μόνο όταν κυκλοφορεί και
αναπαράγεται μέσα στην κοινωνία με
όρους ευνοϊκούς για τον καπιταλιστή.
Όμως, στη φάση της συγκεντροποίησης, η
κοινωνία αναπτύσσει «ανοσία αγέλης»,
αφού δεν μπορεί πλέον να καταναλώσει
το υπερβολικά μεγάλο διαθέσιμο κεφάλαιο,
έτσι αυτό, όπως και ο ιός, καταστρέφεται
από την ακινησία που του επιβάλλει η
συγκέντρωσή του σε ελάχιστα χέρια.
Ταυτόχρονα,
το στένεμα των περιθωρίων κέρδους
εντείνει ανυπόφορα τις ενδοκαπιταλιστικές
αντιθέσεις,
συνέπεια του ανταγωνισμού μεταξύ των
καπιταλιστών, ο οποίος αποτελεί απαραίτητη
προϋπόθεση λειτουργείας του συστήματος.
Σύμφωνα, όμως, με τον νόμο
των προϋποθέσεων και συνεπειών (Μαρξ,
Κριτική της φιλοσοφίας του κράτους και
του δικαίου του Χέγκελ), η συνέπεια
φθάνει να αντιμάχεται τις προϋποθέσεις
της, πράγμα που παρατηρούμε σε πολλαπλά
επίπεδα σε μία κατάσταση όπως η τρέχουσα.
Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο
δημιουργούνται οι καπιταλιστικές
Κρίσεις.
Φυσικά,
όλ’ αυτά αποτελούν αναγκαίες μεταφορές
και απλουστεύσεις, αφού ο σκοπός του
παρόντος κειμένου δεν είναι η εμβάθυνση
στις λεπτομέρειες της μαρξικής οικονομικής
ανάλυσης. Είναι, ωστόσο, πράγματα που ο
κάθε καλόπιστος ουδέτερος παρατηρητής,
ο καθημερινός απλός άνθρωπος, κατανοεί,
αφού τα βιώνει καθημερινά στο πετσί
του.
Όμως,
με ποιον τρόπο η πλουτοκρατική ελίτ
υπερβαίνει τις κρίσεις; Η απάντηση από
τους Μαρξ και Ένγκελς, η οποία τέθηκε
ως ερώτηση στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο,
είναι: «Αφενός, με την αναγκαστική
καταστροφή
ενός αριθμού παραγωγικών δυνάμεων
και, αφετέρου, εκπορθώντας νέες αγορές
και εκμεταλλευόμενη εντατικότερα τις
παλιές».
Ωστόσο,
η παγκοσμιοποίηση εξάντλησε, σχεδόν
ολοκληρωτικά, την έκταση της οικουμένης,
επομένως δεν υπάρχουν πολλές ακόμη
αγορές για επέκταση, υπό τις παρούσες
συνθήκες υπερσυγκέντρωσης κεφαλαίου.
Τέτοιες νέες αγορές θα μπορούσαν να
δημιουργηθούν μόνο με σημαντική
καπιταλιστική ανάπτυξη των εξαρτημένων
αποικιοκρατούμενων χωρών, πράγμα που
όμως θα δημιουργούσε άλλες παρενέργειες
για το σύστημα, οι οποίες δεν είναι του
παρόντος να αναλυθούν. Σίγουρα, πάντως,
αυτό θα ανέκοπτε τις τεράστιες πληθυσμιακές
ροές οικονομικών μεταναστών, οι οποίες
αποτελούν σημαντικό στοιχείο της
ατζέντας του παγκόσμιου διευθυντηρίου.
Όσο
για την εντατικότερη εκμετάλλευση
παλιότερων εξαρτημένων αγορών, έχει
και αυτή κορεσθεί, μετά την τελευταία
κρίση του 2008, με θύματα τις χώρες του
ευρωπαϊκού Νότου, που βρίσκονται σε
ενδιάμεση θέση καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Αυτή
η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων
(εργατικού δυναμικού, παλαιών τεχνολογιών,
πάγιων στοιχείων όπως κτίρια, εργοστάσια
κ.λπ.) συνήθως συμβαίνει με κάποιον
πόλεμο παγκοσμίου επιπέδου. Εντούτοις,
μετά τη λήξη του Β’ ΠΠ, κάτι τέτοιο
κατέστη ανέφικτο, λόγω των πυρηνικών
όπλων.
Η
παρούσα Κρίση του καπιταλιστικού
συστήματος σοβεί από τη δεκαετία του
1970, όμως δεν βρήκε διέξοδο να εκτονωθεί,
λόγω του φόβου ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος.
Έτσι, το σύστημα υιοθέτησε το δόγμα του
Διαρκούς Πολέμου στην περιφέρεια, με
τρόπο που συνταιριάζει με την περιγραφή
του Τζορτζ Όργουελ στο βιβλίο του 1984,
ώστε να επιτευχθεί η σταδιακή καταστροφή
παραγωγικών δυνάμεων. Παράλληλα, άφησε
τη δομική του Κρίση να εκτονωθεί με
δευτερεύοντα ξεσπάσματα, όπως οι κρίσεις
του 1988, του 1996 και του 2008. Μολαταύτα,
αυτές οι μεσοβέζικες λύσεις δεν κατάφεραν
παρά μόνο να παρατείνουν την έκρηξη του
λέβητα ως τις μέρες μας.
Η
σύγχρονη καπιταλιστική ανάπτυξη
στηρίζεται στο ιδεολόγημα της Αέναης
Ανάπτυξης. Όμως κάτι τέτοιο αντιβαίνει
ευθέως στη φυσική ροή, αφού δεν μπορεί
να υπάρξει αέναη ανάπτυξη μέσα σε ένα
πεπερασμένο σύστημα. Προφανώς, η σύγκρουση
με την στυγνή αντικειμενική πραγματικότητα
είναι αναπόφευκτη. Όμως κάθε
πολιτικοοικονομικό σύστημα εδράζει
την ισχύ του στη σφαίρα του Φαντασιακού
(όχι του φανταστικού, αυτή είναι μία
απαραίτητη διάκριση). Εάν αποκαθηλωθεί
από εκεί, εάν δηλαδή αποδειχθεί περίτρανα
στη συλλογική διάνοια η αποτυχία του,
το σύστημα δεν μπορεί να υπάρξει και
υποχρεωτικά καταρρέει. Έτσι, το
ζωτικό ψεύδος του καπιταλισμού απαιτεί
και κάποιο πρόσχημα για την εκδήλωση
και εκτόνωση της δομικής του Κρίσης.
Και ποιο καλύτερο από μια παγκόσμιας
εμβέλειας πανδημία;
Σε
τέτοιες εποχές κρίσης και παρόξυνσης
του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού,
ο καπιταλισμός εργαλειοποιεί ένα από
τα έσχατα όπλα του, τον φασισμό. Το 1935,
ο
Γκεόργκι Δημητρόφ όρισε τον φασισμό
ως «την ανοιχτή, τρομοκρατική δικτατορία
των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών,
των περισσότερο ιμπεριαλιστικών
στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου»
(χρηματιστικό
κεφάλαιο ονομάζεται η συνένωση του
βιομηχανικού και του τραπεζικού
κεφαλαίου, δομικό στοιχείο του μονοπωλιακού
καπιταλισμού, απαραίτητο για την ανάπτυξη
του ιμπεριαλισμού, και δεν θα πρέπει να
συγχέεται με το χρηματιστηριακό
κεφάλαιο).
Γ.
Συμπεράσματα
Με
βάση όλα τα παραπάνω, μπορούμε εντέλει
να καταλήξουμε σε ορισμένα βάσιμα
συμπεράσματα. Καταρχάς, η πανδημία ήταν
κάτι παγκοίνως αναμενόμενο. Φαίνεται,
λοιπόν, από τα δεδομένα που αναλύσαμε
στο πρώτο μέρος του κειμένου, ότι οι
κρατούντες μόνο εξ απήνης δεν κατελήφθησαν,
επομένως αυτό που συμβαίνει σήμερα
οπωσδήποτε αποτελεί τμήμα του σχεδιασμού
τους.
Αυτός
ήταν και ο λόγος για τον οποίο κατά την
τελευταία δεκαετία λειτουργούσαν «σαν
να μην υπάρχει αύριο». Μπροστά στην
αναμενόμενη επιδημιολογική απειλή, που
θα έδινε οριστική εκτόνωση στη σοβούσα
από δεκαετίες Κρίση του συστήματός
τους, οι παγκόσμιοι πλουτοκράτες
προσπάθησαν απλώς να βρεθούν, ο καθένας
χωριστά ή κατά αλληλοσυγκρουόμενες
ομάδες, σε πλεονεκτική θέση από τους
ανταγωνιστές τους, στην εποχή που θα
ακολουθήσει, μετά το ξέσπασμα της
προαναγγελθείσης πανδημίας. Πιθανώς,
ελπίζουν ότι η καταστροφή παραγωγικών
δυνάμεων που θα προκληθεί θα είναι τόσο
εκτεταμένη, που θα τους γλυτώσει από
τον κίνδυνο θερμοπυρηνικού ολοκληρωτικού
πολέμου, πράγμα που, φυσικά, όλοι θα
ευχόμασταν, αν έπρεπε να επιλέξουμε
μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης.
Η
πανδημία δεν αποτέλεσε μόνο «την καρφίτσα
που έσκασε τη φούσκα», έναν βολικό
αποδιοπομπαίο τράγο που αγόγγυστα θα
φορτωθεί την αποτυχία του συστήματος.
Αποτελεί και το
βέλτιστο πρόσχημα για οριστική κατάργηση
της δυτικής αστικής δημοκρατίας και
την αντικατάστασή της από φασιστικά
ολοκληρωτικά καθεστώτα,
που, όπως είδαμε, αποτελούν τη σταθερή
επιλογή των κεφαλαιοκρατών σε περιόδους
εκδήλωσης κρίσης, κάτι που γίνεται
εντονότερο σήμερα, στα πλαίσια της
εμβάθυνσης της γενικής του Κρίσης σε
δομική.
Έχουμε
επισημάνει, εδώ και μία σχεδόν δεκαετία,
ότι το δυτικό πολιτικό σύστημα διαρκώς
διολισθαίνει προς μία εφιαλτική δυστοπία.
Τώρα, η ατζέντα αυτή εκτυλίσσεται με
ταχύτατους ρυθμούς, δια των μεσαιωνικών,
από επιστημονικής απόψεως, μέτρων
απαγόρευσης κυκλοφορίας και οργουελικής
παρακολούθησης των πάντων.
Μέσα
σε αυτές τις συνθήκες, οι λαοί, και εν
προκειμένω ο ελληνικός λαός που μας
αφορά άμεσα, οφείλουν να βρουν τον δρόμο,
μέσα από τις τεράστιες ρωγμές και
εσωτερικές αντιφάσεις και συγκρούσεις
του συστήματος, για την αποτίναξη του
ζυγού του Παγκόσμιου Διευθυντήριου και
την οικοδόμηση του νέου σοσιαλισμού
του 21ου
αιώνα, απαλλαγμένου από τα τραγικά λάθη
του χρουτσοφικού ρεβιζιονισμού, που
οδήγησαν στην αποτυχία την πρώτη
προσπάθεια σοσιαλιστικής οικοδόμησης
κατά τον 20ο
αιώνα.
Στις
μέρες που θα έρθουν, το δίλημμα «Σοσιαλισμός
ή Βαρβαρότητα» θα αποκτήσει σάρκα και
οστά και ο καθένας από εμάς, αλλά και
όλοι μαζί, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι
να λάβουμε θέση στη σωστή πλευρά της
Ιστορίας.
Κωστής Ανετάκης - Βιολόγος, μεταπτυχιακό στη νανοτεχνολογία, υποψήφιος διδάκτορας της ιατρικής σχολής ΑΠΘ
Κωστής Ανετάκης - Βιολόγος, μεταπτυχιακό στη νανοτεχνολογία, υποψήφιος διδάκτορας της ιατρικής σχολής ΑΠΘ
Σχετικοί
σύνδεσμοι:
[13]
https://www.ethnos.gr/kosmos/97243_oyggaria-yperexoysies-apokta-o-ormpan-me-proshima-ton-koronoio
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.