Αυτή η ομιλία του Μολότοφ
πραγματεύεται κυρίως ζητήματα της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικης, 7
μήνες μετά την έναρξη του Β’ παγκοσμίου πολέμου, στον οποίο η ΕΣΣΔ ήταν
ακόμα ουδέτερη, και εκφωνήθηκε λίγες ημέρες μετά την υπογραφή της
συνθήκης ειρήνης μεταξύ των ξενοκίνητων ηγετικών κύκλων της Φινλανδίας
και της Σοβιετικής Ένωσης, μετά την ήττα της πρώτης στον πόλεμο με τη
δεύτερη. Η Σοβιετική Ένωση, για τη διασφάλιση του Λένινγκραντ, το οποίο
βρισκόταν μόλις 30 χιλιόμετρα από οχυρά-αστακούς, εξοπλισμένα με τα πιο
σύγχρονα πολεμικά υλικά, που δεν ήταν άλλα από τα φινλανδικά σύνορα και
τα οχυρωματικά έργα που της είχαν φτιάξει οι δυτικές δυνάμεις, ζητούσε
4.000 τ.χλμ, για να απομακρυνθούν τα σύνορα λίγο πιο μακριά από το
Λένινγκραντ, (γιατί πού αλλού τόσο μεγάλη πόλη βρισκόταν μόλις 30 χλμ.
μακριά από εχθρικά οχυρά;) και έδινε ως αντάλλαγμα… 70.000 χλμ,
αποκαθιστώντας, παράλληλα, την εθνική ενότητα των Φινλανδών με την
Καρελιανή εθνότητα. Ζητούσε, επίσης, κάποιες βάσεις στα νότια παράλια
της Φινλανδίας, ώστε να κλείσει τη Βαλτική για όποιον ενδιαφερόταν να
χτυπήσει από θαλάσσης το Λένινγκραντ. Ωστόσο, και σε αντίθεση από ό,τι
έκαναν τρεις άλλες γειτονικές χώρες, στα νότια του Φινλανδικού Κόλπου, η
Φινλανδία, σπρωχνόμενη από τις δυτικές δυνάμεις, αρνήθηκε να συμφωνήσει
στο παραμικρό, παρότι είχε ξεσπάσει ήδη ο β’ παγκόσμιος πόλεμος και οι
ανησυχίες για την ασφάλεια μεγάλων πόλεων (σχεδόν ίσου πληθυσμού με τη
Φινλανδία) ήταν λογικό να υπάρχουν. Μετά από μεθοριακά επεισόδια, ο
πόλεμος ξέσπασε, και, παρότι η ΕΣΣΔ νίκησε, εντούτοις, ούτε καταβρόχθισε
τη Φινλανδία, ούτε καν ζήτησε καμία χρηματική αποζημίωση για τα έξοδα
του πολέμου. Ζήτησε όσα κρίνονταν απαραίτητα για την ασφάλεια του
Λένινγκραντ. Η εθνική ενότητα των Φινλανδών ματαιώθηκε εξαιτίας των
“πατριώταρων” της εποχής, ενώ χάθηκε και μία πόλη τους (Βίμποργκ) που
πριν τον πόλεμο οι σοβιετικοί δεν ζητούσαν. Οι δυτικοί, με την
προβοκατόρικη πολιτική τους (βλ.απειλητική επιστολή Ρούζβελτ σε Καλίνιν
προτού καν ξεκινήσουν οι σοβιετοφινλανδικές διαπραγματεύσεις, εξοπλισμός
του καθεστώτος του Ελσίνκι), προκάλεσαν έναν πόλεμο, ουσιαστικά για να
μεταφέρουν τον ευρωπαϊκό πόλεμο στα βόρεια της Γερμανίας, στέλνοντας
πάνω από 100.000 ανθρώπους στον άλλο κόσμο, και προκαλώντας εθνική
καταστροφή σε μια χώρα.
Μάλιστα, οι ιθύνοντες κύκλοι του
καθεστώτος στη Φινλανδία, λίγους μήνες μετά επέτρεψαν στους ναζί να
μπουν στο έδαφός τους, παραβιάζοντας τη σοβιετοφινλανδική συνθήκη
ειρήνης (όπως και οι γερμανοί το σοβιετογερμανικό σύμφωνο μη επίθεσης),
και, εισέβαλλαν μαζί με τους ναζί στην ΕΣΣΔ τον Ιούνη του 1941, για να
χάσουν στο τέλος, και να αχρηστεύσουν γεωπολιτικά τη χώρα τους, καθώς
αυτή μεταπολεμικά έχασε και την πρόσβαση στον αρκτικό ωκεανό. Τέτοιοι
είναι πάντα οι “πατριώταροι”: στηρίζονται σε ξένες δυνάμεις και
προκαλούν εθνικές καταστροφές.
Για μια συνοπτική εξιστόρηση του σοβιετοφινλανδικού πολέμου, βλ.εδώ
Πέντε μήνες πέρασαν από την τελευταία
σύνοδο του Ανώτατου Σοβιέτ. Σε αυτό το μικρό διάστημα, τα γεγονότα που
συνέβησαν έχουν πρώτιστη σημασία στην εξέλιξη των διεθνών σχέσεων.
Επομένως, πρέπει σε αυτή τη σύνοδο του Ανώτατου Σοβιέτ να εξετάσουμε τα
ζητήματα που έχουν σχέση με την εξωτερική μας πολιτική. Οι πρόσφατες
εξελίξεις στο διεθνή στίβο πρέπει να εξεταστούν, πρώτα από όλα, υπό το
φως του πολέμου που ξέσπασε στην κεντρική Ευρώπη το περασμένο
φθινόπωρπο. Ως τώρα δεν έχουν υπάρξει μεγάλες μάχες στον πόλεμο μεταξύ
Αγγλογαλλικού μπλοκ και Γερμανίας, οι δράσεις έχουν περιοριστεί σε
μεμονωμένες εμπλοκές, κυρίως στη θάλασσα, και επίσης, στον αέρα. Είναι
γνωστό, ωστόσο, ότι η επιθυμία για ειρήνευση που εκφράστηκε από τη
Γερμανία πέρσι απορρίφτηκε από τις κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας και
της Γαλλίας, με αποτέλεσμα να ενταθούν περαιτέρω οι προετοιμασίες για
επέκταση του πολέμου και από τις δύο πλευρές.
Η Γερμανία, η οποία τελευταία ένωσε
περίπου 80 εκατομμύρια Γερμανούς, η οποία έφερε κάποια γερμανικά κράτη
κάτω από την κυριαρχία της, και η οποία έχει από πολλές πλευρές
ενδυναμωθεί στρατιωτικά, έχει καταστεί προφανώς ένας επικίνδυνος
ανταγωνιστής για τις κύριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στην Ευρώπη- τη
Μεγάλη Βρετανία και τη γαλλία. Οι τελευταίες, επομένως, κήρυξαν τον
πόλεμο στη Γερμανία, υπό το πρόσχημα της εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους
προς την Πολωνία. Είναι τώρα πιο ξεκάθαρο από ποτέ πόσο οι πραγματικοί
στόχοι των κυβερνήσεων αυτών των Δυνάμεων βρίσκονται μακριά από την
υποστήριξη της αποσυντιθεμένης Πολωνίας ή της Τσεχοσλοβακίας. Αυτό
αποδεικνύεται και μόνο από το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις της Μεγάλης
Βρετανίας και της Γαλλίας δήλωσαν ότι στόχος τους σε αυτό τον πόλεμο
είνα η συντριβή και ο διαμελισμός της Γερμανίας, παρότι αυτός ο στόχος
ακόμη αποκρύπτεται από τις μάζες, υπό την κάλυψη συνθημάτων όπως η
υπεράσπιση “δημοκρατικών” χωρών και τα “δικαιώματα” μικρών εθνών.
Αφ’ης στιγμής η Σοβιετική Ένωση αρνήθηκε
να καταστεί συνεργός της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας σε αυτή την
ιμπεριαλιστική πολιτική απέναντι στη Γερμανία, η εχθρότητά τους προς τη
Σοβιετική Ένωση έγινε ακόμα πιο προφανής, ζωηρά δείχνοντας πόσο βαθιές
είναι οι ταξικές ρίζες της εχθρικής πολιτικής των ιμπεριαλιστών προς το
Σοσιαλιστικό κράτος. Και όταν ο πόλεμος ξεκίνησε στη Φινλανδία, οι
Βρετανοί και Γάλλοι ιμπεριαλιστές προετοιμάζονταν να την κάνουν το
σημείο έναρξης του πολέμου εναντίον στην ΕΣΣΔ, στον οποίο θα
χρησιμοποιούνταν όχι μόνο η ίδια η Φινλανδία , αλλά και οι Σκανδιναβικές
χώρες- η Σουηδία και η Νορβηγία. Η στάση της Σοβιετικής Ένωσης στον
πόλεμο που αναπτύσσεται στην Ευρώπη είναι καλά γνωστή. Εδώ, επίσης, η
ειρηνόφιλη πολιτική της ΕΣΣΔ έχει επιδειχθεί αρκετά συγκεκριμένα. Η
Σοβιετική Ένωση αμέσως διακήρυξε ότι η θέση της είναι αυτή της
ουδετερότητας και απαρέγκλιτα ακολούθησε αυτή την πολιτική καθ’ όλη αυτή
την περίοδο.
Μια ριζική αλλαγή προς το καλύτερο στις
σχέσεις μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Γερμανίας βρήκε την έκφρασή της στο
Σύμφωνο Μη Επίθεσης που υπογράφτηκε τον τελευταίο Αύγουστο. Αυτές οι
νέες, καλές σχέσεις μεταξύ της ΕΣΣΔ και της Γερμανίας έχουν τώρα
δοκιμαστεί στην πράξη, σε σχέση με τα γεγονότα στην πρήν Πολωνία, και η
ισχύς τους έχουν επαρκώς αποδειχτεί. Η ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων
που φιλοδοξούταν από τότε ακόμα, το περασμένο φθινόπωρο, βρήκαν
συγκεκριμένη έκφραση ήδη στην Εμπορική Συμφωνία του Αυγούστου του 1939
και, ακολούθως, στην Εμπορική Συμφωνία του Φλεβάρη του 1940. Το εμπόριο
μεταξύ της Γερμανίας και τη ΕΣΣΔ άρχισε να αυξάνεται στη βάση του
αμοιβαίου οικονομικού οφέλους και υπάρχει η βάση για περαιτέρω ανάπτυξή
του.
Οι σχέσεις μας με τη Βρετανία και τη
Γαλλία έχουν πάρει κάπως διαφορετική πορεία. Αφού η Σοβιετική Ένωση δεν
επιθυμούσε να γίνει το όργανο των Βρετανών και Γάλλων ιμπεριλαιστών στην
πάλη τους για παγκόσμια ηγεμονία εναντίον της Γερμανίας, έχουμε
συναντήσει σε κάθε βήμα τη βαθιά εχθρότητα της πολιτικής τους έναντι της
χώρας μας. Αυτό έχει φανεί περισσότερο από αλλού, αναφορικά με το
Φινλανδικό ζήτημα, στο οποίο θα αναφερθώ αργότερα. Όμως, κατά τους
τελευταίους μήνες, έχει υπάρξει πλήθος περιστατικών εχθρότητας ενάντια
στην ΕΣΣΔ από πλευράς Γαλλικής και Βρετανικής πολιτικής. Αρκεί να
αναφερθώ στό ότι, δύο μήνες πριν, οι γαλλικές αρχές δεν βρήκαν τίποτα
καλύτερο να κάνουν από μια αστυνομική επιδρομή στην Εμπορική μας
Αντιπροσωπεία στο Παρίσι.
Παρά τις προσπάθειές τους να εντοπίσουν
οποιοδήποτε ενοχοποιητικό στοιχείο, ή έρευνα της έδρας της Εμπορικής μας
Αντιπροσωπείας δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Έφερε μόνο δυσαρέσκεια στους
εμπνευστές αυτής της παράλογης υπόθεσης και έδιξαν ότι δεν υπήρχε
πραγματική βάση για αυτή την εχθρική εναντίον της χώρας μας κίνηση.
Όπως θα δούμε από τις περιστάσεις που
συνδέονται με την ανάκληση του σ. Σούριτς, του Πρέσβη μας στη Γαλλία, η
γαλλική κυβέρνηση αναζητά τεχνητά προσχήματα για να δηλώσει τη μη φιλική
στάση της έναντι της Σοβιετικής Ένωσης. Προκειμένου να καταστήσουμε
ξεκάθαρο ότι η Σοβιετική Ένωση δεν ενδιαφέρεται πλέον για σχέσεις μεταξύ
των δύο χωρών περισσότερο από τη Γαλλία, ανακαλέσαμε το σ. Σούριτς από
το πόστο του Πρέσβη στη Γαλλία.
Ή πάρτε, για παράδειγμα, τέτοια
περιστατικά εχθρότητας έναντι της ΕΣΣΔ, όπως η κατάληψη από βρετανικά
πολεμικά πλοία στην Άπω Ανατολή δύο ατμόπλοιών μας που είχαν προορισμό
το Βλαδιβοστόκ με αγαθά που είχαμε αγοράσει από την Αμερική και την
Κίνα. Αν σε αυτό προσθέσουμε τέτοια γεγονότα όπως την άρνηση εκτέλεσης
παλιών παραγγελιών για βιομηχανικό εξοπλισμό που είχαμε κάνει στη
Βρετανία, τη δέσμευση των χρημάτων της Εμπορικής μας Αντιπροσωπείας στη
Γαλλία και πολλά άλλα, καθίσταται όλο και πιο έκδηλη η εχθρική φύση των
ενεργειών των βρετανικών και γαλλικών αρχών έναντι της Σοβιετικής
Ένωσης.
‘Εχουν γίνει απόπειρες για τη
δικαιολόγηση τέτοιων εχθρικών ενεργειών έναντι του εξωτερικού μας
εμπορίου, με το ότι, εμπορευόμενοι με τη Γερμανία, τη βοηθούμε στον
πόλεμό της εναντίον της Βρετανίας και της Γαλλίας. Δεν θέλει πολύ για να
δούμε ότι αυτά τα επιχειρήματα δεν αξίζουν δεκάρα τσακιστή. Θα μπορούσε
κανείς και μόνο να συγκρίνει την ΕΣΣΔ, ας πούμε, με τη Ρουμανία. Είναι
γνωστό ότι το εμπόριο της Ρουμανίας με τη Γερμανία συνιστά το μισό του
συνολικού εξωτερικού της εμπορίου και ότι, επιπροσθέτως, η αναλογία του
Εθνικού Εισοδήματος της Ρουμανίας που προέρχεται από τις εξαγωγές της
στη Γερμανία βασικών εμπορευμάτων όπως, για παράδειγμα, πετρελαϊκών
ειδών και σιταριού, ξεπερνά κατά πολύ την αναλογία της σοβιετικής
εθνικής παραγωγής που προέρχεται από τις εξαγωγές της ΕΣΣΔ προς τη
Γερμανία. Παρ’ όλα αυτά, οι κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Γαλλίας
δεν προσφεύγουν σε τέτοιες εχθρικές κινήσεις εναντίον της Ρουμανίας,
ούτε θεωρούν ορθό να ζητήσουν η Ρουμανία να σταματήσει το εμπόριό της με
τη Γερμανία. Αρκετά διαφορετική είναι η στάση τους έναντι της
Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι, οι εχθρικές ενέργειες της Γαλλίας και της
Βρετανίας απέναντι στη Σοβιετική Ένωση πρέπει να εξηγηθούν, όχι από το
γεγονός ότι η ΕΣΣΔ εμπορεύεται με τη Γερμανία, αλλά από το γεγονός ότι
τα σχέδια των βρετανικών και γαλλικών ιθύνοντων κύκλων για τη
χρησιμοποίηση της χώρας μας στον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας έχουν
ακυρωθεί, και ως αποτέλεσμα αυτού, ασκούν μια πολιτική εκδίκησης έναντι
της Σοβιετικής Ένωσης.
Θα πρέπει να προστεθεί ότι η Βρετανία
και η Γαλλία έχουν προσφύγει σε όλες αυτές τις εχθρικές ενέργειες παρότι
η Σοβιετική Ένωση ως τώρα δεν έχει προβεί σε καμία μη φιλική κίνηση
εναντίον αυτών των χωρών. Όσον αφορά για τα φανταστικά πλάνα που
αποδίδονται στη Σοβιετική Ένωση περί μιας “Πορείας προς την Ινδία”, μιας
“Πορείας προς ανατολάς” ή άλλων τέτοιων από τον Κόκκινο Στρατό, είναι
τόσο προφανώς παράλογα που για να πιστεύει κανείς τέτοια γελοία ψέματα,
θα πρέπει να έχει χάσει τα λογικά του. Φυσικά, δεν είναι αυτό το
σημαντικό.
Το σημαντικό, προφανώς, είναι ότι η
πολιτική ουδετερότητας της Σοβιετική Ένωσης δεν αρέσει στους βρετανικούς
και γαλλικούς ιθύνοντες κύκλους. Ακόμα περισσότερο, τα νεύρα τους δεν
φαίνονται να είναι αρκετά εντάξει. Θέλυν να μας εξαναγκάσουν να
υιοθετήσουμε μια διαφορετική πολιτική- μια πολιτική εχθρότητας και
πολέμου εναντίον της Γερμανίας, μια πολιτική που θα τους παρείχε τη
δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν την ΕΣΣΔ για τους ιμπεριαλιστικούς τους
σκοπούς. Είναι καιρός αυτοί οι κύριοι να καταλάβουν ότι η Σοβιετική
Ένωση ποτέ δεν ήταν και οπτέ δεν θα αποτελέσει το εργαλείο της πολιτικής
άλλων, ότι η ΕΣΣΔ πάντοτε ασκούσε τη δική της πολιτική και πάντοτε θα
την ασκεί, ανεξαρτήτων αν σε αυτούς τους κυρίους σε άλλες χώρες αρέσει
κάτι τέτοιοι ή όχι.
Θα περάσω τώρα στο Φινλανδικό ζήτημα.
Ποιο ήταν το νόημα του πολέμου που έλαβε χώρα στη Φινλανδία κατά τους
τελευταίους 3,5 σχεδόν μήνες; Όπως γνωρίζετε, το νόημα αυτών των
γεγονότων συνίστατο στην αναγκαιότητα της διαφύλαξης της ασφάλειας των
βορειοδυτικών συνόρων της Σοβιετικής Ένωσης και, πάνω από όλα, τη
διαφύλαξη της ασφάλειας του Λένινγκραντ. Όλο τον περσινό Οκτώβρη και
Νοέμβρη, η Σοβιετική κυβέρνηση συζητούσε με τη Φινλανδική κυβέρνηση
προτάσεις οι οποίες, δεδομένης της υπάρχουσας διεθνούς κατάστασης- μια
κατάσταση που γινόταν όλο και πιο εκρηκτική- θεωρούσαμε πως είναι
απολύτως ουσιαστικές και επιτακτικές για τη διαφύλαξη της ασφάλειας της
χώρας μας, ειδικά του Λένινγκραντ. Τίποτα δεν βγήκε από αυτές τις
διαπραγματεύσεις, εξαιτίας της μη φιλικής στάσης που υιοθέτησαν οι
εκπρόσωποι της Φινλανδίας. Η έκβαση του ζητήματος πέρασε στο πεδίο του
πολέμου.
Μπορεί, με ασφάλεια, να ειπωθεί πως αν η
Φινλανδία δεν υπόκειτο σε ξένες επιρροές, αν η Φινλανδία υποκινούταν
λιγότερο από κάποιες τρίτες χώρες να υιοθετήσει εχθρική πολιτική έναντι
της ΕΣΣΔ, η Σοβιετική ΄Ενωση και η Φινλανδία θα είχαν καταλήξει σε μια
ειρηνική κατανόηση το περασμένο φθινόπωρο, και τα ζητήματα θα είχαν
διευθετηθεί χωρίς πόλεμο. Όμως, παρά το γεγονός ότι η Σοβιετική
κυβέρνηση περιόρισε τα όσα ζητούσε σε ένα ελάχιστο, δεν μπορούσε να
επιτευχθεί μια διευθέτηση με διπλωματικά μέσα.
Χάρτης με τις προτάσεις των
σοβιετικών κατά τις διαπραγματεύσεις με το καθεστώς του Ελσίνκι. Η ΕΣΣΔ
έδινε την έκταση νο.8 και ζητούσε την έκταση νο.1. Η διαφορά μεγέθους
είναι προφανής. Όπως και η σκοπιμότητα του καθεστώτος του Ελσίνκι να
αρνείται, και να επιμένει να διατηρεί σύνορα με οχυρά και όπλα
τελευταίας (και δυτικής) τεχνολογίας μόλις 30 χλμ. από το Λένινγκραντ
Τώρα που οι εχθροπραξίες με τη Φινλανδία
σταμάτησαν και μια συνθήκη ειρήνης μεταξύ ΕΣΣΔ και Δημοκρατίας της
Φινλανδίας υπογράφτηκε, είναι αναγκαίο και δυνατό να κρίνουμε τη σημασία
του πολέμου στη Φινλανδία υπό το φως των αδιαμφισβήτητων γεγονότων. Και
αυτά τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους. Απέδειξαν ότι πολύ κοντά στο
Λένινγκραντ, σε όλο τον Ισθμό της Καρελίας σε βάθος 50 με 60 χιλιόμετρα,
οι Φινλανδικές αρχές είχαν κατασκευάσει πολυάριθμα πανίσχυρα, από
σκυρόδεμα και γρανίτη, οχυρώματα, τα οποία ήταν εξοπλισμένα με
πυροβολικό και πολυβόλα. Ο αριθμός αυτών των οχυρωμάτων ανέρχετο σε
πολλές εκατοντάδες. Αυτά τα οχυρά, ειδικά αυτά από σκυρόδεμα, τα οποία
πετύχαιναν έναν μεγάλο βαθμό στρατιωτικής ισχύος, συνδέονταν με
υπόγειους δρόμους, ήταν περικυκλωμένα από αντιαρματικά οχυρώματα και
φρανιτένια αντιαρματικά εμπόδια, και υποστηρίζονταν από αμέτρητα
ναρκοπέδια. Όλα αυτά μαζί αποτελούσαν τη “Γραμμή Μάνερχαϊμ”, η οποία
χτίστηκε υπό την επίβλεψη ξένων εμπειρογνωμώνων και κατά το πρότυπο της
“Γραμμής Μαζινό” και “Γραμμής Ζίγκφριντ”.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι μέχρι
προσφάτως αυτές οι οχυρώσεις θεωρούνταν αδιαπέραστες, δηλαδή ότι κανένας
στρατός δεν τις είχε σπάσει προηγουμένως. Πρέπει επίσης να αναφερθεί
ότι οι Φινλανδικές στρατιωτικές αρχές είχαν επιδιώξει, προηγουμένως, να
μετατρέψουν κάθε μικρό χωριό στην περιοχή αυτή σε μια οχυρωμένη θέση,
εξοπλισμένη με όπλα, ραδιοσυστήματα, σταθμούς καυσίμων κλπ. Σε πολλά
μέρη του νότου και των ανατολών της Φινλανδίας, είχαν δημιουργηθεί
σιδηρόδρομοι και εθνικές οδοί χωρίς την παραμικρή οικονομική σημασία,
και οι οποίοι οδηγούσαν ακριβώς στα σύνορά μας. Εν συντομία, οι
εχθροπραξίες στη Φινλανδία απέδειξαν ότι ήδη το 1939, η Φινλανδία, και
ειδικά ο σταθμός της Καρελίας, είχαν μετατραπεί σε ένα οπλοστάσιο έτοιμο
για επίθεση από τρίτες δυνάμεις εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, για μια
επίθεση στο Λένινγκραντ.
Αδιαμφισβήτητα γεγονότα έχουν δείξει ότι
η εχθρική πολιτική που συναντήσαμε από πλευράς Φινάνδίας το περασμένο
φθινόπωρο, δεν ήταν κάτι το συμπτωματικό. Εχθρικές προς τη Σοβιετική
Ένωση δυνάμεις είχαν προετοιμάσει στη Φινλανδία ένα τέτοιο οπλοστάσιο
εναντίον της χώρας μας και, σε πρώτη φάση, εναντίον του Λένινγκραντ, το
οποίο, όταν θα προέκυπτε μια δυσμενής προς την ΕΣΣΔ εξωτερική κατάσταση,
θα χρησίμευε να παίξει το ρόλο του στα σχέδια των αντισοβιετικών
δυνάμεων των ιμπεριαλιστών και των συμμάχων τους στη Φινλανδία. Ο
Κόκκινος Στρατός όχι μόνο συνέτριψε τη Γραμμή Μάνερχαϊμ, δίνοντας έτσι
τη δόξα του πρώτου στρατού που προήλασε, υπό τις πλέον δύσκολες
συνθήκες, σε μια βαθιά, πανίσχυρη ζώνη των πιο τέλειων σύγχρονων
στρατιωτικών οχυρώσεων, όχι μόνο κατέστρεψε μαζί με το Κόκκινο Ναυτικό
το φινλανδικό οπλοστάσιο το οποίο ήταν έτοιμο για επίθεση στο
Λένινγκραντ, αλλά έθεσε τέρμα σε κάποια αντισοβιετικά πλάνα τα οποία
κάποιες τρίτες χώρες εξύφαιναν κατά τα λίγα τελευταία χρόνια.
Πόσο βαθιά ήταν η εχθρότητα έναντι της
χώρας μας από πλευράς των φινλανδικών ιθύνοντων και στρατιωτικών κύκλων
οι οποίοι είχαν πρετοιμάσει ένα οπλοστάσιο εναντίον της Σοβιετικής
Ένωσης φαίνεται επίσης από τις πολυάριθμες περιπτώσεις εξαιρετικά
βάρβαρων θηριωδιών που διέπραξαν οι Φινλανδοί “Λευκοί” σε
τραυματισμένους άνδρες του Κόκκινου Στρατού που έπεσαν στα χέρια τους.
Για παράδειγμα, όταν σε μια από τις περιοχές βορείως της Λίμνης
Λαντόγκα, οι Φινλανφοί “Λευκοί” περικύκλωσαν τα νοσοκομεία εκστρατείας
μας, όπου βρίσκονταν 120 βαριά τραυματισμένοι, τους σκότωσαν όλους.
Κάποιους τους έκαψαν, άλλοι βρέθηκαν με σπασμένα κρανία, ενώ οι
υπόλοιποι είχαν λογχιστεί ή πυροβοληθεί. Παρότι είχαν θανάσιμες πληγές,
πολλοί από αυτούς που πέθαναν εκεί και σε άλλα σημεία βρέθηκαν να έχουν
πυροβοληθεί στο κεφάλι ή να αποτελειώθηκαν με το κοντάκι του όπλου, ενώ
άλλοι που είχαν πυροβοληθεί, βρέθηκαν και με μαχαιριές στο πρόσωπο.
Κάποια από τα πτώματα είχαν αποκεφαλιστεί, και τα κεφάλια δεν μπορούσαν
να βρεθούν.
Αναφορικά με το νοσηλευτικό προσωπικό
που έπεσε στα χέρια των Φινλανδών “Λευκών”, υποβλήθηκαν σε ειδικές
ακρότητες και απίστευτες βαρβαρότητες. Σε κάποια περιπτώσεις τα πτώματα
βρέθηκαν δεμένα σε δέντρα, γυρισμένα ανάποδα. Όλες αυτές οι βαρβαρότητες
και οι αμέτρητες θηριωδίες ήταν καρπός της πολιτικής των Φινλανδων
“Λευκοφρουρών”, οι οποίοι καλλιεργούσαν το μίσος εναντίον της χώρας μας
στο λαό τους. Αυτό είναι το πραγματικό πρόσωπο των Φινλανδών θιασωτών
του “Δυτικού πολιτισμού”.
Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς ότι ο
πόλεμος με τη Φινλανδία δεν ήταν απλώς μια αναμέτρηση με Φινλανδικά
στρατεύματα. Όχι, το ζήτημα ήταν πιο περίπλοκο. Δεν ήταν απλώς
φινλανδικά στρατεύματα τα οποία τα στρατεύματά μας αντιμετώπισαν εδώ,
αλλά οι συνδυασμένες δυνάμεις των ιμπεριαλιστών ενός αριθμού χωρών, που
περιλαμβάνουν τους Βρετανούς, τους Γάλλους και άλλους οι οποίοι βοήθησαν
τη φινλανδική αστική τάξη με κάθε μορφή όπλου, ειδικά πυροβόλων και
αεροπορίας, καθώς και με ανθρώπινο δυναμικό, υπό τη μορφή των
“εθελοντών”, με χρυσό και κάθε είδους προμήθεια, και με τη φρενήρη
προπαγάνδα σε όλο τον κόσμο για το σκοπό της πρόκλησης πολέμου εναντίον
της Σοβιετικής Ένωσης με κάθε τρόπο.
Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί ότι σε
αυτά τα έξαλλα ουρλιαχτά των εχθρών της Σοβιετικής Ένωσης, τα δυνατότερα
ήταν οι διαπεραστικές φωνές όλων αυτών των εκπορνευμένων “Σοσιαλιστών”
της Δεύτερης Διεθνούς- αυτών των λακέδων του κεφαλαίου, οι οποίοι έχουν
πουλήσει ψυχή και σώμα στους πολεμοκάπηλους.
Μιλώντας στη Βουλή των Κοινοτήτων
στις 19 Μάρτη, ο κ. Τσάμπερλαιν, ο Βρετανός πρωθυπουργός, όχι μόνο
εξέφρασε τη φθονερή λύπη του για την αποτυχία του να εμποδίσει τον
τερματισμό του πολέμου στη Φινλανδία, βγάζοντας έτσι τη “φιλειρηνική”
ιμπεριαλιστική ψυχή του προς τα έξω, για να τη δει όλος ο κόσμος, αλλά
προέβη και σε ένα είδος απολογισμού του πώς και με ποιο τρόπο οι
βρετανοί ιμπεριαλιστές βοήθησαν για την υποκίνηση του πολέμου στη
Φινλανδία εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Έκανε γνωστή μια λίστα με
πολεμικά υλικά που υποσχέθηκε και απέστειλε στη Φινλανδία: 152 αεροπλάνα
υποσχέθηκε, 101 απέστειλε. 223 πυροβόλα όπλα υποσχέθηκε, 114 απέστειλε.
297.000 οβίδες υποσχέθηκε, 185.000 απέστειλε. 100 όπλα Vickers υποσχέθηκε,
100 απέστειλε. 20.700 αεροπορικές βόμβες υποσχέθηκε, 15.700
απεστάλησαν. 20.000 αντιαρματικές νάρκες υποσχέθηκαν, 10.000
απεστάλησαν, κοκ.
Χωρίς την παραμικρή ντροπή ο κ.
Τσάμπερλαιν δήλωσε ότι “προετοιμασίες για μια αποστολή εκστρατευτικού
σώματος έγιναν με όλη την ταχύτητα, και στης αρχές του Μάρτη ένα
εκστρατευτικό σώμα 100.000 ανδρών ήταν έτοιμο να αποσταλεί- δύο μήνες
πριν ο Μάνερχαϊμ την είχε ζητήσει. Αυτή δεν ήταν απαραίτητα η τελευταία
δύναμη”. Τέτοιο, με τη δική του παραδοχή, είναι το πραγματικό πρόσωπο
αυτού του “ειρηνόφιλου” βρετανού ιμπεριαλιστή.
Αναφορικά με τη Γαλλία, μάθαμε από το
Γαλλικό Τύπο ότι απέστειλε στη Φινλανδία 179 αεροπλάνα, 472 πυροβόλα
όπλα, 795.000 οβίδες, 5.100 πολυβόλα, 200.000 χειροβομβίδες κλπ. Στις 12
Μάρτη, ο κ. Νταλαντιέρ, τότε Γάλλος πρωθυπουργός, δήλωσε στη Βουλή των
Αντιπροσώπων ότι “Η Γαλλία ήταν επικεφαλής των χωρών που είχαν
συμφωνησει να παρέχουν οπλισμό στη Φινλανδία και ειδικότερα, κατόπιν
αίτησης του Ελσίνκι, είχε μόλις αποστείλει υπερσύγχρονα βομβαρδιστικά
αεροπλάνα στη Φινλανδία. Ο κ. Νταλαντιέ ανακοίωσε ότι “ένα γαλλικό
εκστρατευτικό σώμα ήταν έτοιμο και εξοπλισμένο από τις 26 Φλεβάρη. Ένας
μεγάλος αριθμός υποβρυχίων ήταν έτοιμα να σαλπάρουν από τα δύο
μεγλαύτερα λιμάνια στο Κανάλι και την ακτή του Ατλαντικού”. Επίσης
δήλωσε ότι οι Σύμμαχοι “θα βοηθήσυν τη Φινλανδία με όλες τις δυνάμεις
που υποσχέθηκαν”. Αυτές οι εχθρικές δηλώσεις του κ. Νταλαντιέρ έναντι
της Σοβιετικής Ένωσης μιλούν από μόνες τους.
Αναφορά, επίσης, πρέπει να γίνει και για
το μερίδιο της Σουηδίας στο Φινλανδικό πόλεμο. Από ρεπορτάζ που υπήρχαν
σε όλες τις σουηδικές εφημερίδες κατά τη διάρκεια του πολέμου εναντίον
της Σοβιετικής Ένωσης, η Σουηδία παρείχε στη Φινλανδία “μια ορισμένη
ποσότητα αεροπορικών δυνάμων, σχεδόν ίση με το 1/5 της συνολικής
αεροπορικής δύναμης της Σουηδίας εκείνη την περίοδο. Ο Σουηδός υπουργός
Πολέμου δήλωσε ότι οι Φινλανδοί είχαν λάβει από τη Σουηδία 84.000
ντουφέκια, 575 πολυβόλα, πάνω από 300 πυροβόλα όπλα, 300.000
χειροβομβίδες, και 50 εκατομμύρια φυσίγγια. Όλο αυτό το υλικό, όπως
δήλωσε ο Υπουργός, ήταν τελευταίας τεχνολογίας.
Ούτε η Ιταλία έμεινε πίσω στις
προσπάθειές της να υποκινήσει τον πόλεμο στη Φινλανδία, στην οποια
απέστειλε, για παράδειγμα, 50 στρατιωτικά αεροπλάνα. Η Φινλανδία,
επίσης, έλαβε στρατιωτική βοήθεια από έναν τέτοιο “υπέρμαχο της ειρήνης”
όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Σύμφωνα με όχι πλήρη πληροφόρηση
που διαθέτουμε, ο αριθμός του εξοπλισμού κάθε είδους που στάλθηκε στη
Φινλανδία από άλλες χώρες, κατά τη διάρκεια μόνο της πολεμικής περιόδου,
ανέρχεται σε όχι λιγότερο από 350 αεροπλάνα, περίπου 1.500 πολυβόλα
όπλα, πάνω από 6.000 πυροβόλα, περίπου 100.000 ντουφέκια, 650.000
χειροβομβίδες, 2,5 εκατομμύρια οβίδες, 160 εκατομμύρια φυσίγγια, κλπ.
Δεν υπάρχει ανάγκη εδώ να αναφέρω άλλα
γεγονότα ώστε να αποδείξω πως αυτό που πραγματικά συνέβαινε στη
Φινλάνδία δεν ήταν απλά μια σύγκρουσή μας με φινλανδικά στρατεύματα.
Ήταν μια σύγκρουση με τις συνδυασμένες δυνάμεις ενός αριθμού
ιμπεριαλιστικών κρατών, των πλέον εχθρικών έναντι της Σοβιετικής Ένωσης.
Συντρίβοντας αυτές τις συνδυασμένες δυνάμεις των εχθρών μας, ο Κόκκινος
Στρατός και το Κόκκινο Ναυτικό πρόσθεσαν άλλη μια ένδοξη σελίδα στην
ιστορία τους, και απέδιξαν ότι οι πηγές της αξίας, της αυτοθυσίας και
του ηρωισμού στο λαό μας, είναι ανεξάντλητες.
Ο πόλεμος στη Φινλανδία προκάλεσε βαριές
θυσίες τόσο σε εμάς όσο και στους Φινλανδούς. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του
Γενικού μας Επιτελείου, από την πλευρά μας ο αριθμός των σκοτωμένων και
όσων πέθαναν από τραύματα ανέρχεται σε 48.745, ήτοι κάτι λιγότερο από
49.000, και ο αριθμός των τραυματιών σε 158.863. Γίνονται προσπάθειες
από πλευράς Φινλανδών να ελαχιστοποιήσουν τις απώλειές τους, όμως αυτές
είναι σημαντικά μεγαλύτερες από τις δικές μας. Το Γενικό μας Επιτελείο
εκτιμά τον αριθμό των Φινλανδών που σκοτώθηκαν σε όχι λιγότερο από
60.000, χωρίς να υπολογίζει όσους πέθαναν από τραύματα, και τον αριθμό
των τραυματιών σε όχι λιγότερο από 250.000. Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη ότι η
δύναμη του Φινλανδικού Στρατού ανερχόταν σε όχι λιγότερο από 600.000
ανθρώπους, πρέπει κανείς να παραδεχτεί ότι ο Φινλανδικός Στρατός
απώλεσε, σε σκοτωμένους και τραυματισμένους, πάνω από το μισό της
συνολικής του δύναμη. Αυτά είναι τα γεγονότα.
Παραμένει, ωστόσο, το ζήτημα γιατί οι
ιθύνοντες κύκλοι της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, καθώς και
διαφόρων άλλων χωρών, πήραν τέτοιο ενεργό μέρος σε αυτό τον πόλεμο στο
πλευρό της Φινλανδίας και ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Είναι πολύ γνωστό
ότι οι κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Γαλλίας έκαναν απεγνωσμένες
προσπάθειες να αποτρέψουν τον τερματισμό του πολέμου και την
αποκατάσταση της ειρήνης στη Φινλανδία, παρότι δεν δεσμεύονταν από
υποχρεώσεις έναντι της Φινλανδίας. Είναι επίσης πολύ γνωστό ότι κάποιο
καιρό πριν, παρότι υπήρχε Σύμφωνο Αμοιβαίας Βοήθειας μεταξύ Γαλλίας και
Τσεχοσλοβακίας, η Γαλλία δεν προσέτρεξε προς βοήθεια της Τσεχοσλοβακίας.
Ωστόσο, τόσο η Γαλλία όσο και η Βρετανία έσπρεξαν να βοηθήσουν
στρατιωτικά τη Φινλανδία, βάζοντας τα δυνατά τους για να αποτρέψουν τον
τερματισμό του πολέμου και την αποκατάσταση της ειρήνης μεταξύ
Φινλανδίας και Σοβιετικής Ένωσης. Προσέλαβαν κονδυλοφόρους πειρατές,
συγγραφείς που εξειδικεύονται σε ψεύτικες ειδήσεις και δημεγερσία, οι
οποίοι προσπαθούσαν να αποδώσουν αυτή τη συμπεριφορά των αγγλογαλλκών
κύκλων στην μεγάλη τους στοργή για τα “μικρά έθνη”.
Όμως το να αποδίδει κανείς αυτή την
πολιτική της Βρετανίας και της Γαλλίας στην ειδική έγνοιά τους για τα
συμφέροντα των μικρών χωρών είναι απλώς γελοίο. Το να την αποδίδει
κανείς στις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο της Κοινωνίας των Εθνών, η
οποία, όπως λέγεται, ζήτησε την προστασία για ένα από τα μέλη της είναι
επίσης αρκετά παράλογο. Στην πραγματικότητα, ήταν μόλις πριν ένα χρόνο
σχεδόν που η Ιταλία κατέλαβε και κατέστρεψε την ανεξάρτητη Αλβανία η
οποία ήταν μέλος της Κοινωνίας των Εθνών. Λοιπόν; Γιατί η Βρετανία και η
Γαλλία δεν προσέτρεξαν για την υπεράσπιση της Αλβανίας; Γιατί δεν
ύψωσαν μια αδύναμη φωνή διαμαρτυρόμενες για την αρπακτική κίνηση της
Ιταλίας να υποτάξει βιαίως την Αλβανία, χωρίς την παραμικρή έγνοια για
τον πάνω από 1 εκατομμύριο πληθυσμό της, και αγνοώντας πλήρως το γεγονός
ότι η Αλβανία ήταν μέλος της Κοινωνίας των Εθνών;
Όχι, ούτε η βρετανική ούτε η γαλλική
κυβέρνηση, ούτε ακόμα οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ούτε η
Κοινωνία των Εθνών- η οποία έχασε και το τελευταίο ίχνος κύρους, γιατί
κυριαρχείται από αυτούς ακριβώς τους αγγλογάλλους ιμπεριαλιστές-
κούνησαν το δαχτυλάκι τους για αυτή την περίπτωση. Επί 12 ολόκληρους
μήνες αυτοί οι “προστάτες” των μικρών εθνών, αυτοί οι “θιασώτες” των
δικαιωμάτων των μελών της Κοινωνίας των Εθνών, δεν είχαν τολμήσει να
θέσουν το ζήτημα της ιταλικής προσάρτησης τη Αλβανίας στην Κοινωνία των
Εθνών, παρότι αυτή συνέβη τον περασμένο Απρίλη. Επιπλέον, οσυαστικόα
επικύρωσαν αυτή την κατάκτηση. Συνεπώς, δεν είναι η προστασία των μικρών
εθνών, ούτε η προστασία των δικαιωμάτων των μελών της Κοινωνίας των
Εθνών που εξηγούν την υποστήριξη στη Φινλανδία από τους ιθύνοντες
κύκλους της Βρετανίας και της Γαλλίας εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.
Αυτή η βοήθεια πρέπει να εξηγηθεί
από το γεγονός ότι στη Φινλανδία είχαν ένα οπλοστάσιο έτοιμο για επίθεση
στην ΕΣΣΔ, ενώ η Αλβανία δεν είχε καμία θέση στα σχέδιά τους. Στην
πραγματικότητα, τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των μικρών χωρών είναι
απλώς πολύ μικρής σημασίας στα χέρια των ιμπεριαλιστών. Οι Times, βασική εφημερίδα των Βρετανών ιμπεριαλιστών και η Le Temps, βασική
εφημερίδα των Γάλλων ιμπεριαλιστών, για να μην αναφέρουμε άλλες
βρετανικές και γαλλικές αστικές εφημερίδες, έχουν κατά τους τελευταίους
μήνες ανοιχτά καλέσει για επέμβαση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, χωρίς
την παραμικρή έγνοια για το γεγονός ότι υπάρχουν οι λεγόμενες κανονικές
διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας, από τη μια, και
Σοβιετικής Ένωσης, από την άλλη.
Σε αρμονία με αυτές τις βασικές αστικές
εφημερίδες, και λίγο πιο μπροστά από αυτές, έρχονται οι ομιλίες από το
δωμάτιο υπηρεσίας που έχει ιδρυθεί για κάθε “αξιοσέβαστο” αστικό κράτος
για τους “Σοσιαλιστές” οι οποίο βάζουν τα δυνατά τους για την εξάπλωση
της φωτιάς του πολέμου.
Στα άρθρα του αγγλογαλλικού
ιμπεριαλιστικού Τύπου και στις ομιλίες αυτών των “Σοσιαλιστών” μπράβων
τους, ακούμε την ίδια φωνή του έξαλλου ιμπεριαλισμού ο οποίος μισεί το
σοσιαλιστικό κράτος κα με την οποία έχουμε εξοικειωθεί από τις πρώτες
κιόλας ημέρες της Σοβιετικής Ένωσης. Ήδη στις 17 Απρίλη του 1919, οι
λονδρέζικοι Times έγραφαν:
“Αν δούμε το χάρτη, θα βρούμε ότι η καλύτερη προσέγγιση προς το
Πέτρογκραντ είναι από τη Βαλτική, και ότι ο συντομότερος και ευκολότερος
δρόμος είναι μέσω της Φινλανδίας, της οποιας τα σύνορα είναι μόλις
περίπου 30 μίλια μακριά από τη Ρωσική πρωτεύουσα. Η Φινλανδία είναι το
κλειδί για το Πέτρογκραντ και το Πέτρογκραντ είναι το κλειδί για τη
Μόσχα”. Αν αποδείξεις χρειάζονταν ότι οι Βρετανοί και οι Γάλλοι
ιμπεριαλιστές δεν έχουν ακόμα απορρίψει αυτά τα ελαφρόμυαλα σχέδια, τα
πρόσφατα γεγονότασ τη Φινλανδία διέλυσαν κάθε αμφιβολία επ’ αυτού.
Αυτά τα σχέδια έχουν ξανά
αποτύχει, όχι εξαιτίας έλλειψης ζήλου εκ μέρους των αντισοβιετικών
δυνάμεων στη Βρετανία και τη Γαλλία, και όχι ακριβώς επειδή την
τελευταία στιγμή οι ιθύνοντες κύκλοι στη Φινλανδία όπως και στη Σουηδία
και τη Νορβηγία επέδιξαν, επιτέλους, κάποιo ίχνος
λογική. Αυτά τα σχέδια ακυρώθηκαν από τις λαμπρές νίκες του Κόκκινου
Στρατού, ειδικά στον Ισθμό της Καρελίας. Όμως τα πρόσφατα γεγονότα μας
υπενθύμισαν την αναγκαιότητα της συνέχισης της σταθερής αύξησης της
ισχύος του Κόκκινου Στρατού μας και όλων των αμυνών της χώρας μας.
Στις αρχές του Φλεβάρη οι Φινλανδοί
έκαναν πρακτικές κινήσεις για τον τερματισμό του πολέμου στη Φινλανδία.
Μάθαμε μέσω της Σουηδικής κυβέρνησης ότι η Φινλανδική κυβέρνηση
επιθυμούσε να μάθει τους όρους μας με τους οποίους θα μπορούσε να
τερματιστεί ο πόλεμος αυτός. Πριν να αποφασίσουμε αυτό το ζήτημα,
προσεγγίσαμε τη Λαϊκή Κυβέρνηση της Φινλανδίας για την άποψή τους επί
του ζητήματος. Η Λαϊκή Κυβέρνηση εξέφρασε την άποψη ότι προκειμένου να
τεθεί ένα τέλος στημ αιματοχυσία και για να βελτιωθεί η κατάσταση του
φινλανδικού λαού, μια πρόταση για τον τερματισμό του πολέμου θα έπρεπε
να καλωσοριστεί. Βάσει αυτού, εμείς προτείναμε τους όρους μας, οι οποίοι
λίγο αργότερα έγιναν αποδεκτοί από τη Φινλανδική κυβέρνηση.
Θα πρέπει να προσθέσω ότι μία εβδομάδα
μετά την έναρξη των διαπραγματεύσεων με τους Φινλανδούς, η βρετανική
κυβέρνηση επίσης εξέφρασε την επιθυμία να εξακριβώσει αν υπήρχε
δυνατότητα διαμεσολάβησης, φαινομενικά με αντικείμενο τον τερματισμό του
πολέμου στη Φινάνδνία, αλλά όταν ο σ. Μάισκι, ο Πρέσβης μας στη
Βρετανία, πληροφόρησε το Λονδίνο για τις προτάσεις μας, οι οποίες
ακολούθως υιοθετήθηκαν πλήρως από τη Φινλανδία, η Βρετανική κυβέρνηση
αρνήθηκε να συνεργαστεί για τον τερματισμό του πολέμου και για την
αποκατάσταση της ειρήνης μεταξύ ΕΣΣΔ και Φινλανδίας. Τα αποτελέσματα
αυτής της συμφωνίας για τον τερματισμό των εχθροπραξιών και την
εγκαθίδρυση της ειρήνης περιλαμβάνονται στη Συνθήκη Ειρήνης που
υπογράφτηκε στις 12 Μάρτη. Σε σχέση με αυτό, προέκυψε το ζήτημα της
αυτοδιάλυσης της Λαϊκής Κυβέρνησης, πράγμα που έκανε.
Οι ξενοκίνητοι “πατριώταροι”
Φινλανδοί, κατόπιν εορτής, έτρεχαν στους εργοδότες τους στο Λευκό Οίκο
για βοήθεια. Στη φωτό με το παλιό τους αφεντικό Hoover (πηγή)
Γνωρίζετε τους όρους της Συνθήκης
Ειρήνης. Αυτή η συνθήκη άλλαξε τα νότια και μερικώς τα ανατολικά σύνορα
της Φινλανδίας. Το σύνολο του Ισθμού της Καρελίας, μαζί με το Βίμποργκ
και τoν κόλπο του Βίμποργκ, το σύνολο της δυτικής και της βόρειας ακτής της Λίμνης Λαντόγκα, μαζί με το Κexholm και τη Sortavala πέρασαν στη Σοβιετική Ένωση. Στην περιοχή της Kandalaksha, όπου
το φινλανδικό σύνορο ήταν ιδιαίτερα κοντά στο σιδηρόδρομο του
Μουρμάνσκ, το σύνορο μετακινήθηκε πιο πίσω. Η Φινλανδία παραχώρησε στη
Σοβιετική Ένωση μικρά τμήματα της χερσονήσου του Sredny και του Rybachy τα οποία της ανήκαν στο βορρά, και μια ομάδα νησιών στον Κόλπο της Φινλανδίας μαζί με τη νήσο Hogland.
Επιπροσθέτως, η Σοβιετική Ένωση νοίκιασε
για 30 χρόνια με αντάλλαγμα μια ετήσια πληρωμή 8 εκατομμυρίων
φινλανδικών μάρκων τη χερόνησο του Χάνκο και τα προσκείμενα νησια, όπου
θα χτίσουμε μια ναυτική βάση για προστασία από επίθεση στην είσοδο του
Φινλανδικού Κόλπου. Επιπλέον, η Συνθήκη διευκολύνει τη μεταφορά αγαθών
μεταξύ Σουηδίας και Νορβηγίας και Σοβιετικής Ένωσης. Ταυτόχρονα, η
Συνθήκη Ειρήνης προνοεί για την αμοιβαία αποχή από επίθεση και συμμετοχή
σε εχθρικούς συνασπισμούς.
Έχουν γίνει προσπάθειες από το Βρετανικό
και το Γαλλικό Τύπο να παρουσιαστεί η Σοβιετοφινλανδική Συνθήκη, και
ειδικότερα η παραχώρηση του Ισθμού της Καρελίας στη Σοβιετική Ένωση, ως
μια “καταστροφή” της ανεξαρτησίας της Φινλανδίας. Αυτό, φυσικά, είναι
παράλογο και ένα καταφανές ψέμα. Η Φινλανδία ακόμα έχει έδαφος σχεδόν 4
φορές μεγαλύτερο της Ουγγαρίας και πάνω από 8 φορές μεταλύτερο από αυτό
της Ελβετίας. Αν κανείς δεν αμφισβητεί ότι η Ουγγαρία και η Ελβετία
είναι ανεξάρτητα κράτη, τότε πώς μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι η
Φινλανδία είναι ανεξάρτητη και κυρίαρχη;
Ο Βρετανικός και ο Γαλλικός Τύπος
επίσης, έγραψαν ότι η Σοβιετική Ένωση θέλει να μετατρέψει τη Φινλανδία
σε ένα απλό βαλτικό κράτος. Και αυτό, επίσης, είναι παράλογο, φυσικά.
Αρκεί κανείς να επισημάνει το γεγονός ότι, αφού κατέλαβε κατά τη
διάρκεια του πολέμου, την περιοχή του Πέτσαμο στην Αρκτική ακτή, η ΕΣΣΔ
πρόθυμα επέστρεψε αυτή την περιοχή στη Φινλανδία, θεωρώντας το
απαραίτητο να έχει η Φινλανδία ένα ωκεανικό λιμάνι που δεν παγώνει. Από
αυτό προκύπτει ότι θεωρούμε τη Φινλανδία μια βόρεια, επίσης, και όχι μια
βαλτική μόνο χώρα. Δεν υπάρχει καμία αλήθεια σε αυτές τις επινοήσεις
των βρετανικών και γαλλικών εφημερίδων οι οποίες είναι έμπειρες στην
τέχνη της πλαστογραφίας στην αντισοβιετική τους προπαγάνδα. Η αλήθεια
βρίσκεται αλλού: είναι ότι η Σοβιετική Ένωση, έχοντας συντρίψει το
Φινλανδικό στρατό, και έχοντας κάθε δυνατότητα να καταλάβει ολόκληρη τη
Φινλανδία, δεν έπραξε κάτι τέτοιο, και δεν ζήτησε καμία αποζημίωση για
τις πολεμικές της δαπάνες, όπως κάθε άλλη Δύναμη θα είχε πράξει, αλλά
περιόρισε τις απαιτήσεις της στο ελάχιστο και επέδειξε μεγαλοψυχία
έναντι της Φινλανδίας.
Ποια είναι η βασική ιδέα της Συνθήκης
Ειρήνης; Είναι ότι ακριβώς διαφυλάττει την ασφάλεια του Λένινγκραντ και
του Μουρμάνσκ, καθώς και του σιδηρόδρομου του Μουρμάνσκ. Αυτή την φορά
δεν μπορούσαμε να περιοριστούμε απλώς στις επιθυμίες που εκφράσαμε το
περασμένο φθινόπωρο, η αποδοχή των οποίων από τη Φινλανδία, θα είχε
αποτρέψει τον πόλεμο. Μετά το αίμα που έχυσαν οι άνδρες μας, παρότι δεν
ήταν το φταίξιμο δικό μας, και αφότου είχαμε πειστεί ότι η εχθρική
πολιτική της φινλανδικής κυβέρνησης έναντι της Σοβιετικής Ένωσης είχε
πάει πολύ μακριά, ήμασταν υποχρεωμένοι να θέσουμε το ζήτημα της
ασφάλειας του Λένινγκραντ σε πιο αξιόπιστη βάση, και επιπροσθέτως, δεν
μπορούσαμε παρά να θέσουμε το ζήτημα της ασφάλειας του σιδηρόδρομου του
Μουρμάνσκ και του Μουρμάνσκ, το οποίο είναι το μόνο ωκεανικό λιμάνι μας
που δεν παγώνει στα δυτικά και, συνεπώς, είναι υψίστης σημασίας για το
εξωτερικό μας εμπόριο και για τις επικοινωνίες μεταξύ της Σοβιετικής
Ένωσης και των άλλων χωρών γενικά.
Δεν θέσαμε κάποιο άλλο ζήτημα στη
Συνθήκη Ειρήνης, πέρα από τη διαφύλαξη της ασφάλειας του Λένινγκραντ,
του Μουρμάνσκ και του σιδηρόδρομου του Μουρμάνσκ. Όμως, θεωρήσαμε
αναγκαίο να διευθετήσουμε αυτό το πρόβλημα σε μια πιο αξιόπιστη και
διαρκή βάση. Η Συνθήκη Ειρήνης βασίζεται στν αναγνώριση της αρχής ότι η
Φινλανδία είναι ένα ανεξάρτητο κράτος, τηνν αναγνώριση της ανεξαρτησίας
της εσωτερικής και εξωτερικής της πολιτικής και, ταυτόχρονα, στην
αναγκαιότητα της διαφύλαξης της ασφάλειας του Λένινγκραντ και των
βορειοδυτικών συνόρων της Σοβιετικής Ένωσης.
Έτσι, ο στόχος που θέσαμε έχει
επιτευχθεί, και μπορούμε να εκφράσουμε την πλήρη ικανοποίησή μας με τη
Συνθήκη μας με τη Φινλανδία. Οι πολιτικές και οικονομικές σχέσεις με τη
Φινλανδία έχουν τώρα πλήρως αποκατασταθεί. Η κυβέρνηση εκφράζει την
πεποίθηση ότι σχέσεις ομαλές και καλής γειτονίας θα αναπτυχθούν μεταξύ
Σοβιετικής Ένωσης και Φινλανδίας.
Πρέπει, ωστόσο, να απευθύνουμε μια
προειδοποίηση ενάντια σε απόπειρες για την παραβίαση της Συνθήκης
Ειρήνης που μόλις συνάφθηκε, οι οποίες λαμβάνουν χώρα από κάποιους
κύκλους στη Φινλανδία, όπως και στη Σουηδία και τη Νορβηγία, υπό το
πρόσχημα της δημιουργίας μιας στρατιωτικής αμυντικής συμμαχίας μεταξύ
αυτών των χωρών. Υπό το φως της πρόσφατης ομιλίας του κ. Χάμπρο, του
Προέδρου του νορβηγικού κοινοβουλίου, στην οποία, αναφερόμενος σε
ιστορικά παραδείγματα, κάλεσε τη Φινλανδία “να ανακαταλάβει τα σύνορα
της χώρας της” και δήλωσε ότι μια ειρήνη σαν αυτή που συνήψε η Φινλανδία
με την ΕΣΣΔ “δεν μπορεί να διαρκέσει για πολύ”- υπό το φως αυτής και
παρόμοιων δηλώσεων, είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι γίνονται απόπειρες
για το σχηματισμό μιας λεγόμενης “αμυντικής συμμαχίας” μεταξύ
Φινλανδίας, Σουηδίας και Νορβηγίας, η οποία κατευθύνεται εναντίον της
ΕΣΣΔ και η οποία απερίσκεπτα εδράζεται στην ιδεολογία μιας στρατιωτικής
ρεβάνς.
Ο σχηματισμός μιας στρατιωτικής
συμμαχίας αυτού του είδους στην οποία θα συμμετείχε η Φινλανδία, όχι
μόνο θα αντίκειτο στην πρόνοια του άρθρου 3 της Συνθήκης Ειρήνης το
οποίο απαγορεύει και στα δύο συμβαλλόμενα μέρη να συμμετέχουν σε
οποιοδήποτε συνασπισμό εχθρικό προς το άλλο συμβαλλόμενο μέρος, αλλά και
συνολικά στη Συνθήκη Ειρήνης, η οποία ξεκάθαρα όρισε το
σοβιετοφινλανδικό σύνορο. Η προσήλωση σε αυτή τη Συνθήκη είναι ασύμβατη
με τη συμμετοχή της Φινλανδίας σε οποιαδήποτε στρατιωτική ρεβανσιστική
συμμαχία εναντίον της ΕΣΣΔ. Αναφορικά με τη συμμετοχή της Σουηδίας και
της Νορβηγίας σε μια τέτοια συμμαχία, αυτό θα υπονοούσε ότι αυτές οι
χώρες έχουν εγκαταλείψει την πολιτική της ουδετερότητάς τους και ότι
έχουν υιοθετήσει μια νέα εξωτερική πολιτική από την οποία η Σοβιετική
Ένωση δεν θα μπορούσε παρά να συνάγει τα αντίστοιχα συμπεράσματα.
Η κυβέρνησή μας, από την πλευρά της,
θεωρεί ότι η Σοβιετική Ένωση δεν έχει ζητήματα διαφορών με τη Σουηδία
και τη Νορβηγία, και ότι οι σοβιετοσουηδικές και σοβιετονορβηγικές
σχέσεις θα πρέπει να αναπτυχθούν στη βάση της φιλίας. Αναφορικά με φήμες
που φέρουν τη Σοβιετική Ένωση να απαιτεί την εκχώρηση λιμανιών στη
δυτική ακτή της Σκανδιβαβίας, να ζητά το Νάρβικ κλπ, αυτές οι φήμες
διαδίδονται για αντισοβιετικούς σκοπούς και είναι τόσο αβάσιμες που δεν
χρήζουν διάψευσης.
Οι προσπάθειες των “σοσιαλιστών” κυρίων σαν τον Hoeglund στη Σουησία και τον Tranmael στη
Νορβηγία να βλάψουν τις σχέσεις μεταξύ αυτών των χωρών και τη
Σοβιετικής Ένωσης θα πρέπει να στιγματιστούν ως προσπάθειες ορκισμένων
εχθρών της εργατικής τάξης.
Η σύναψη της Συνθήκης Ειρήνης με τη
Φινλανδία εκπληρώνει το καθήκον που θέσαμε πέρσι για τη διαφύλαξη της
ασφάλειας της Σοβιετικής Ένωσης με κατεύθυνση τη Βαλτική. Αυτή η συνθήκη
είναι ένα απαραίτητο συμπλήρωμα στις τρεις Συνθήκες Αμοιβαίας Βοήθειας
που συνάφθηκαν με την Εσθονία, τη Λετονία και τη Λιθουανία αντίστοιχα. Η
εμπειρία μας κατά τους τελευταίους μήνες που πέρασαν από τη σύναψη
αυτών των Συμφώνων Αμοιβαίας Βοήθειας μάς επιτρέπει να συνάγουμε πολύ
συγκεκριμένα θετικά συμπεράσματα αναφορικά με αυτές τις Συνθήκες με τις
βαλτικές χώρες. Είναι αρκετά ξεκάθαρο ότι οι συνθήκες που συνάφθηκαν με
την Εσθονία, τη Λετονία και τη Λιθουανία έχουν χρησιμεύσει για την
ενίσχυση της διεθνούς θέσης τόσο της Σοβιετικής Ένωσης όσο και της
Εσθονίας, της Λετονίας και της Λιθουανίας.
Παρά το φόβο που έσπειραν
ιμπεριαλιστικοί κύκλοι εχθρικοί προς τη Σοβιετική Ένωση, η κρατική και
πολιτική ανεξαρτησία της Εσθονίας, της Λετονίας και της Λιθουανίας δεν
επλήγησαν με κανέναν τρόπο, ενώ οι οικονομικές συναλλαγές μεταξύ αυτών
των χωρών και της Σοβιετικής Ένωσης έχουν αρχίσει να αυξάνονται
σημαντικά. Οι συνθήκες με την Εσθονία, τη Λετονία και τη Λιθουανία
υλοποιούνται με ικανοποιητικό τρόπο και αυτό δημιουργεί τις προϋποθέσεις
για μια περαιτέρω βελτίωση στις σχέσεις μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και
αυτών των χωρών.
Τελευταία, ο διεθνής Τύπος
αποδίδει μεγάλη προσοχή στις σχέσεις μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και
των γειτόνων της στα νότια σύνορα, και ιδιαίτερα στο καυκασιανό σύνορο
και με τη Ρουμανία. Περιττό να πούμε ότι η κυβέρνηση δεν βλέπει να
υπάρχει κάποια βάση για οποιαδήποτε επιδείνωση στις σχέσεις μας ούτε με
τους νότιους γείτονές μας. Πράγματι, στη Συρία και γενικά στην Εγγύς
Ανατολή λαμβάνει χώρα εντατική και ύποπτη δραστηριότητα για τη
δημιουργία αγγλογαλλικών, κυρίως αποικιακών στρατών με επικεφαλής το
Στρατηγό Weygand.
Πρέπει να επαγρυπνούμε αναφορικά με
απόπειρες για την αξιοποίηση αυτών των αποικιακών και μη αποικιακών
στρατευμάτων για σκοπούς εχθρικούς προς τη Σοβιετική Ένωση. Οποιαδήποτε
τέτοια απόπειρα θα προκαλούσε από τη μεριά μας αντίμετρα εναντίον των
επιτιθένμενων, και ο κίνδυνος του να παίζει κανείς με τη φωτιά κατ’ αυτό
τον τρόπο, θα πρέπει να είναι εντελώς προφανής προς τις Δυνάμεις που
είναι εχθρικές προς την ΕΣΣΔ και προς αυτούς τους γείτονές μας οι οποίοι
θα μπορούσαν να καταστούν εργαλεία μιας τέτοιας επιθετικής πολιτικής
ενάντια στην ΕΣΣΔ.
Αναφορικά με τις σχέσεις μας με την
Τουρκία και το Ιράν, αυτές καθορίζονται από τα υπάρχοντα Σύμφωνα Μη
Επίθεσης και από μια απαρέγκλιτη επιθυμία της Σοβιετικής Ένωσης για την
τήρηση των αμοιβαίων υποχρεώσεων που πηγάζουν από αυτά. Οι σχέσεις μας
με το Ιράν στον οικονομικό τομέα ρυθμίζονται από την σοβιετοϊρανική
Εμπορική Συνθήκη η οποία μόλις συνάφθηκε.
Από τα νότια γειτονικά μας κράτη που έχω
αναφέρει, η Ρουμανία είναι αυτή με την οποία δεν έχουμε κανένα Σύμφωνο
Μη Επίθεσης. Αυτό οφείλεται στην ύπαρξη μιας διαφοράς που δεν έχει ακόμα
διευθετηθεί, το ζήτημα της Βεσσαραβίας, την κατάληψη της οποίας από τη
Ρουμανία, η Σοβιετική Ένωση δεν αναγνώρισε ποτέ, παρότι ποτέ δεν θέσαμε
το ζήτημα της ανάκτησης της Βεσσαραβίας με στρατιωτικά μέσα. Έτσι, δεν
υπάρχει έδαφος για οποιαδήποτε επιδείνωση των σοβιετορουμανικών σχέσεων.
Πράγματι, εδώ και κάποιο καιρό, έχουμε στείλει έναν πληρεξούσιο υπουργό
στη Ρουμανία, και τα καθήκοντά του επιτελούνται από έναν επιτετραμμένο.
Όμως αυτό οφείλεται στις ιδιαίτερες περιστάσεις του πρόσφατου
παρελθόντος.
Αν πρέπει να αναφερθούμε σε αυτό το
ζήτημα, θα πρέπει να θυμήσουμε τον αμφίβολο ρόλο που έπαιξαν οι
Ρουμανικές αρχές το 1938 στις σχέσεις μας με το Μπουτένκο, ο οποίος ήταν
τότε ο εκτελών χρέη πληρεξούσιου υπουργού της Σοβιετικής Ένωσης στη
Ρουμανία. Είναι πολύ καλά γνωστό ότι αργότερα, κατά κάποιο μυστήριο
τρόπο, αυτός εξαφανίστηκε όχι μόνο από την Αντιπροσωπεία μας, αλλά και
από τη Ρουμανία, και μέχρι σήμερα η Σοβιετική Κυβέρνηση δεν είναι σε
θέση να αποκτήσει οποιαδήποτε αυθεντική πληροφόρηση για την εξαφάνισή
του και, κάτι παραπάνω, θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι ρουμανικές αρχές
δεν είχαν καμία σχέση με αυτό το σκανδαλώδες και εγκληματικό ζήτημα.
Περιττό να πούμε ότι πράγματα σαν αυτό δεν πρέπει να συμβαίνουν σε ένα
πολιτισμένο κράτος ή σε μια ευνομούμενη χώρα. Μετά από αυτό, ο λόγος για
την καθυστέρηση ορισμού ενος σοβιετικού πληρεξούσιου υπουργού στη
Ρουμανία καθίσταται ξεκάθαρος. Πρέπει να υποτεθεί, ωστόσο, ότι η
Ρουμανία καταλαβαίνει ότι τέτοια πράγματα δεν μπορούν να είναι ανεκτά.
Στις σχέσεις μας με την Ιαπωνία έχουμε,
όχι χωρίς κάποια δυσκολία, διευθετήσει αρκετά ζητήματα. Αυτό καθίσταται
προφανές από τη σύναψη στις 31 Δεκέμβρη πέρσι της Σοβιετοϊαπωνικής
Αλιευτικής Σύμβασης για το τρέχον έτος και επίσης από τη συγκατάθεση της
Ιαπωνίας να πληρώσει την τελευταία δόση για τη χρήση του
κινεζικού-ανατολικού σιδηροδρόμου που ήταν υπερήμερη εδώ και καιρό. Παρ’
όλα αυτά, δεν μπορούμε να εκφράσουμε μεγάλη ικανοποίηση αναφορικά με
τις σχέσεις μας με την Ιαπωνία. Μέχρι σήμερα, για παράδειγμα, πέραν των
παρατεταμένων διαπραγματεύσεών μας μεταξύ σοβιετομογγόλων και
ιαπωνομαντζουριανών αντιπροσώπων, το σημαντικό ζήτημα της χάραξης της
συνοριακής γραμμής επί του εδάφους στην περιοχή της στρατιωτικής
σύγκρουσης της περσινής χρονιάς δεν έχει ακόμα διευθετηθεί.
Οι ιαπωνικές αρχές συνεχίζουν να θέτουν
προσκόμματα στον τρόπο ομαλής αξιοποίησης της τελευταίας δόσης για τον
κινεζικό-ανατολικό σιδηρόδρομο την οποία η Ιαπωνία πλήρωσε. Σε πολλές
περιπτώσεις, η μεταχείριση των υπαλλήλων των σοβιετικών οργανισμών στην
Ιαπωνία και τη Μαντζουρία από τις ιαπωνικές αρχές είναι εντελώς μη
φυσιολογική. Είναι καιρός η Ιαπωνία να συνειδητοποιήσει ότι η Σοβιική
Ένωση, υπό καμία περίσταση, δεν θα ανεχτεί οποιαδήποτε υπόσκαψη των
συμφερόντων της. Μόνο αν οι σοβιετοϊαπωνικές σχέσεις γίνουν αντιληπτές
κατ’ αυτό τον τρόπο, μπορούν να αναπτυχθούν ικανοποιητικά.
Σε σχέση με την Ιαπωνία, θα ήθελα να πω
ένα-δυο λόγια, με έναν αμεθόδευτο τρόπο. Προχτές ένα μέλος του ιαπωνικού
κοινοβουλίου έθεσε το ακόλουθο ζήτημα στην κυβέρνησή του: “Δεν θα
έπρεπε να σκεφτούμε πώς θα θέσουμε μια για πάντα τέρμα στις συγκρούσεις
μεταξύ της ΕΣΣΔ και της Ιαπωνίας με το να αγοράσουμε, για παράδειγμα, τη
θαλάσσια και άλλες περιοχές;”. Ο ιάπωνας βουλευτής ο οποίος έθεσε το
ζήτημα και ενδιαφέρεται για την αγορά σοβιετικής επικράτειας η οποία δεν
είναι προς πώληση, θα πρέπει να είναι ένας πρόσχαρος φίλος. Όμως, κατά
την άποψή μου, η ηλίθια επερώτησή του, δεν θα βοηθήσει στην αύξηση του
κύρους του κοινοβουλίου του. Αν, ωστόσο, το ιαπωνικό κοινοβούλιο βλέπει
θετικά την εμπορία εδαφών, τότε γιατί τα μέλη του να μη θέτουν το ζήτημα
της πώλησης της νότιας Σαχαλίνης;
Δεν αμφιβάλλώ καθόλου οτι θα βρεθούν αγοραστές στην ΕΣΣΔ.
Αναφορικά με τις σχέσεις μας με τις
Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, δεν έχουν καταστεί καλύτερες τελευταία,
ούτε, έχουν εξελιχθεί προς το χειρότερο, αν αγνοήσουμε το λεγόμενο
“ηθικό εμπάργκο” εναντίον της ΕΣΣΔ το οποίο είναι παντελώς χωρίς νόημα,
ειδικά μετά τη σύναψη της ειρήνης μεταξύ της ΕΣΣΔ και της Φινλανδίας. Οι
εισαγωγές μας από τις ΗΠΑ έχουν αυξηθεί, σε σύγκριση με πέρσι, και θα
μπορούσαν να αυξηθούν ακόμα περισσότερο, αν οι αμερικανικές αρχές δεν
έθεταν προσκόμματα.
Αυτή είναι, συνολικά, η διεθνής κατάσταση, ως συνέπεια των γεγονότων των πέντε τελευταίων μηνών.
Από όλα όσα έχω πει, τα κύρια καθήκοντα
της εξωτερικής μας πολιτικής στη σημερινή διεθνή κατάσταση είναι
ξεκάθαρα. Με λίγα λόγια, το καθήκον της εξωτερικής μας πολιτικής
συνίσταται στη διασφάλιση της ειρήνης μεταξύ των εθνών, και της
ασφάλειας της χώρας μας. Το συμπέρασμα που πρέπει να βγει από αυτό είναι
ότι πρέπει να διατηρήσουμε τη θέση της ουδετερότητάς μας και να
απέχουμε από τη συμμετοχή στον πόλεμο μεταξύ των μεγάλων Ευρωπαϊκών
Δυνάμεων.
Αυτή η θέση βασίζεται στις Συνθήκες τις
οποίες συνάψαμε, και πλήρως ανταποκρίνεται στα συμφέροντα της Σοβιετικής
Ένωσης. Ταυτόχρονα, αυτή η θέση χρησιμεύει ως μια αποτρεπτική επιρροή
για την παρεμπόδιση της περαιτέρω επέκτασης του πολέμου στην Ευρώπη και
είναι, επομένως προς το συμφέρον όλων των εθνών τα οποία πασχίζουν για
την ειρήνη και ήδη βογγούν από το νέο και τεράστιο βάρος των στερήσεων
που προκαλεί ο πόλεμος.
Συνοψίζοντας, τα γεγονότα της τελευταίας
περιόδου, βλέπουμε ότι αναφορικά με τη διαφύλαξη της ασφάλειας της χώρα
μας, έχουμε καταγάγει όχι μικρές επιτυχίες. Και είναι αυτό που κάνει
τους εχθρούς μας να εξοργίζονται. Πιστοί, ωστόσο, στην υπόθεσή μας και
στη δύναμή μας, θα συνεχίσουμε σταθερά και απαρέγκλιτα να ασκούμε την
εξωτερική μας πολιτική.
Πηγή: http://parapoda.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.