Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

Ομιλία Μολότοφ στην (έκτακτη) 5η Σύνοδο του Ανώτατου Σοβιέτ (31/10/1939)

Παρακάτω παρατίθεται η μετάφραση τη ομιλίας του Βιάτσεσλαβ Μολότοφ, Προέδρου του Συμβουλίου Λαϊκών Επιτρόπων και Λαϊκού Επιτρόπου Εξωτερικών της ΕΣΣΔ, στις 31 Οκτώβρη 1939 στην έκτακτη 5η σύνοδο του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ. Ως τότε, ήδη, από τις 17 Σεπτέμβρη, η Πολωνία ως ξεχωριστό κράτος είχε παύσει να υπάρχει. Η Βρετανία και η Γαλλία, παρ’ όλες τις εγγυήσεις που υπόσχονταν, δεν έδωσαν βοήθεια στους Πολωνούς. Όταν το Πολωνικό κράτος και τυπικά πια, είχε παύσει να υπάρχει, καθώς δεν υπήρχαν πια νέα για την κυβέρνησή της (τα μέλη της οποίας είχαν καταφύγει στη Ρουμανία), ούτε καν στους πολωνούς πρέσβεις στις διάφορες χώρες, μονάδες του Κόκκινου Στρατού προήλασαν στη Δυτική Ουκρανία και Δυτική Λευκορωσία που είχαν βιαίως αποσπαστεί το 1920 από τη Σοβιετική Ρωσία, κατά την περίδο του εμφυλίου πολέμου, και της επέμβασης από 14 χώρες εναντίον του νεοπαγούς σοβιετικού κράτους. Για καμία “Ανατολική Πολωνία” δεν επρόκειτο. Σε πληθυσμό 13 εκατομμυρίων, οι Πολωνοί, και παρά τις εικοσαετεις προσπάθειες του πολωνικού καθεστώτος να εκπολωνίσει τους πληθυσμούς, ήταν μόλις 1 εκατομμύριο. Η σοβιετική κυβέρνηση ενσωμάτωσε εδάφη που είχαν πληθυσμό συντριπτικά ουκρανικό ή λευκορωσικό, δηλαδή, εδάφη που συνιστούσαν εθνολογικά τμήμα της ΕΣΣΔ.

Επίσης, για καμία “σοβιετική εισβολή στην Πολωνία” δεν επρόκειτο. Ούτε η Κοινωνία των Εθνών, ούτε κανένα κράτος, ακόμα και όσα τρεις μήνες μετά εκδίωξαν την ΕΣΣΔ από την Κοινωνία των Εθνών λόγω του πολέμου με τη Φινλανδία, δεν χαρακτήρισε εισβολή την προέλαση του Κόκκινου Στρατού. Κανένα κράτος, δεν θεώρησε την ΕΣΣΔ εμπόλεμο κράτος. Ακόμα και λυσσασμένοι αντικομμουνιστές όχι μόνο δεν επέπλητταν τους Σοβιετικούς για αυτή τους την κίνηση, αλλά τη δικαιολογούσαν. Για παράδειγμα, ο Τσώρτσιλ, στο ραδιοφωνικό του μήνυμα την 1η Οκτώβρη 1939 έλεγε: “Το ότι οι Ρώσοι έπρεπε να βρεθούν σε αυτή τη γραμμή (σ.parapoda: Κόρζον) ήταν ξεκάθαρα απαραίτητο για την ασφάλεια της Ρωσίας εναντίον της Ναζιστικής απειλής. Σε κάθε περίπτωση, η συνοριακή γραμμή βρίσκεται πια εκεί, και έχει δημιουργηθεί ένα ανατολικό μέτωπο στο οποίο η ναζιστική Γερμανία δεν τολμά να επιτεθεί. Όταν ο Χερρ Φον Ρίμπεντροπ πήγε στη Μόσχα την περασμένη εβδομάδα, χρειάστηκε να μάθει, και να αποδεχτεί το γεγονός ότι οι ναζιστικοί σχεδιασμοί για τα βαλτικά κράτη και για την Ουκρανία έπρεπε να σταματήσουν απότομα”. Τέλος, ο αρχηγός του Πολωνικού Στρατού, Edward Śmigły-Rydz, δεν έδωσε εντολή για να απαντήσουν τα πολωνικά στρατεύματα στον Κόκκινο Στρατό (βεβαίως, ο Μολότοφ στο λόγο του αναφέρεται στις αιματηρές επιθέσεις από πολωνικά στρατεύματα που δεν είχαν διοίκηση, ούτε πολιτική, ούτε, προφανώς, στρατιωτική).
Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Μολότοφ δεν αποκλείει παντελώς τη δυνατότητα ανασύστασης του πολωνικού κράτους, αλλά του συγκεκριμένου πολωνικού κράτους, το οποίο, έτσι όπως διαμορφώθηκε, από τους νικητές του α’ παγκοσμίου πολέμου, για αντιγερμανικούς και αντιρωσικούς ταυτόχρονα σκοπούς, καταπίεζε τις μειονότητες και αποτελούσε παράγοντα διεθνούς έντασης στην περιοχή (αμφισβητούσε τον εθνικό χαρακτήρα των Λιθουανών, των οποίων την πρωτεύουσα είχε καταλάβει, κατέλαβε τμήμα της Τσεχοσλοβακίας, κατέλαβε τμήμα της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας, είχε τέτοιο θράσσος ώστε να κακομεταχειρίζεται και τους γερμανούς, παίζοντας κυριολεκτικά, με τη φωτιά). Στις 28 Σεπτέμβρη 1939, συνήφθη ένα νέο, σοβιετογερμανικό Σύμφωνο, συνέχεια του Συμφώνου Μη Επίθεσης (το γνωστό “Ρίμπεντροπ-Μολότοφ”), αυτή τη φορά Σύμφωνο Φιλίας και Χάραξης Συνόρων, με το οποίο τα νέα σύνορα της ΕΣΣΔ ορίζονταν σχεδόν στη συνοριακή γραμμή του Λόρδου Κόρζον το 1920.
Στην ομιλία του, επίσης, o Μολότοφ πραγματεύτηκε τα σύμφωνα αμοιβαίας βοήθειας που συνήφθησαν από την ΕΣΣΔ με την Εσθονία (28 Σεπτέμβρη 1939), με τη Λετονία (5 Οκτώβρη 1939) και με τη Λιθουανία (10 Οκτώβρη 1939), καθώς και τις σχέσεις της ΕΣΣΔ με άλλες χώρες. Αναφέρθηκε, ακόμα, στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις με τη Φινλανδία οι οποίες δεν ευδοκίμησαν, ακριβώς λόγω του “σπρωξίματος” που είχαν οι ιθύνοντες της χώρας αυτής από τρίτες δυνάμεις. Γιατί πού ακούστηκε πριν καν ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις δύο χωρών να παρεμβαίνει μία άλλη (ΗΠΑ), ζητώντας από τη μία να “σεβαστεί” την άλλη;
Τέλος, αξίζει  να σημειωθεί πως, παρά το σύμφωνο φιλίας πλέον με τη Γερμανία, ο Μολότοφ δεν αποκρύπτει τη βασική αιτία για την οποία ξέσπασε ο πόλεμος: την άνοδο της Γερμανίας και τη συνεπακόλουθη αναδιανομή των πρώτων υλών, των αποικιών κλπ. Βεβαίως, και εδώ είναι κάτι εξίσου σημαντικό στην ομιλία του Μολότοφ, αυτό δεν σημαίνει πως μόνο η ανερχόμενη δύναμη έχει κίνητρο να ξεκινήσει πόλεμο (για την αναδιανομή), αλλά και όσες αισθάνονται ότι απειλούνται από την ανερχόμενη δύναμη, μπορούν κάλλιστα να προσφύγουν σε πόλεμο.
Σε κάθε περίπτωση, η ομιλία του Μολότοφ δεν έχει σημασία μόνο για μεμονωμένα-έστω και κοσμοϊστορικά-γεγονότα. Έχει σημασία και για το σήμερα, καθώς, όπως λέει ο Μολότοφ, όταν συμβαίνουν σημαντικές αλλαγές, κάποιες παλιές φόρμουλες, φόρμουλες που είχαμε αναπτύξει νωρίτερα, και στις οποίες πολλοί άνθρωποι είχαν τόσο συνηθίσει, συχνά-και με γρήγορους ρυθμούς-καθίστανται ξεπερασμένες και ανεφάρμοστες. Γι’ αυτό, καθήκον μας είναι να είμαστε αρκετά ξεκάθαροι σε αυτό το σημείο, ώστε να αποφεύγουμε να κάνουμε σφάλματα στις εκτιμήσεις μας για τη νέα πολιτική κατάσταση που διαμορφώνεται. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, όπως τότε, έτσι και σήμερα, ότι έννοιες όπως “επίθεση” και “επιτιθέμενος” έχουν αποκτήσει νέα συγκεκριμένη σημασία, νέο νόημα. Συνεπώς, πρέπει να καταλάβουμε ότι, ενίοτε, δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε τις ίδιες έννοιες με το νόημα που τις χρησιμοποιούσαμε προηγουμένως, ακόμα και πριν από λίγους μήνες.

‎* * *‎
19391031 SupremeSoviet
Ο Μολότοφ μιλά στο Ανώτατο Σοβιέτ στις 31/10/1939


Έχουν υπάρξει σημαντικές αλλαγές στη διεθνή κατάσταση κατά τους τελευταίους δύο μήνες. Αυτό ισχύει πρωτίστως για την Ευρώπη, αλλά και σε χώρες πέραν των ορίων αυτής. Σε σχέση με αυτό πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη τρεις βασικές περιστάσεις, οι οποίες είναι καθοριστικής σημασίας. Πρώτον, πρέπει να γίνει αναφορά στις αλλαγές που έχουν λάβει χώρα στις σχέσεις μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Γερμανίας. Μετά τη σύναψη του σοβιετογερμανικού Συμφώνου Μη Επίθεσης στις 23 Αυγούστου, έχει τεθεί ένα τέρμα στις ανώμαλες σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Γερμανίας για καποια χρόνια. Αντί για εχθρότητα, η οποία υποδαυλιζόταν παντοιοτρόπως από κάποιες ευρωπαϊκές δυνάμεις, έχουμε τώρα μια προσέγγιση και την εγκαθίδρυση φιλικών σχέσεων μεταξύ ΕΣΣΔ και Γερμανίας.
Η περαιτέρω βελτίωση αυτών των νέων και καλών σχέσεων βρήκαν την αντανάκλασή τους στο Γερμανοσοβιετικό σύμφωνο φιλίας και διαρρύθμισης συνόρων που υπογράφτηκε στη Μόσχα στις 28 Σεπτέμβρη. Αυτή η ριζική αλλαγή στις σχέσεις μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Γερμανίας, δύο εκ των μεγαλυτέρων κρατών της Ευρώπης, ήταν αναμενόμενο να έχει αντίκτυπο σε ολόκληρη τη διεθνή κατάσταση. Επιπλέον, τα γεγονότα επιβεβαίωσαν πλήρως την εκτίμηση της πολιτικής σημασίας της σοβιετογερμανικής προσέγγισης που είχε γίνει στην τελευταία σύνοδο του Ανωτάτου Σοβιέτ.
Δεύτερον, πρέπει να γίνει αναφορά σε ένα τέτοιο γεγονός όπως η στρατιωτική ήττα της Πολωνίας και η κατάρρευση του Πολωνικού κράτους. Οι άρχουσες τάξεις της Πολωνίας κόμπαζαν πολύ για τη “σταθερότητα” του κράτους τους και την “ισχύ” του στρατού τους. Ωστόσο, με ένα γρήγορο χτύπημα στην Πολωνία, πρώτα από το γερμανικό στρατό και έπειτα από τον Κόκκινο Στρατό, τίποτα δεν έμεινε από αυτό το άσχημο τέκνο της Συνθήκης των Βερσαλλιών, το οποίο υπήρχε με το να καταπιέζει μη πολωνικές εθνότητες. Αυτή η “παραδοσιακή πολιτική” της μανούβρας χωρίς αρχές μεταξύ Γερμανίας και ΕΣΣΔ και το να παίζει με τον έναν εναντίον του άλλου, αποδείχτηκε σαθρή και υπέστη πλήρη χρεοκοπία.
Τρίτον, πρέπει να γίνει παραδεκτό ότι ο μεγάλος πόλεμος που ξέσπασε στην Ευρώπη έχει προκαλέσει ριζικές αλλαγές σε όλη τη διεθνή κατάσταση. Αυτός ο πόλεμος ξεκίνησε ως πόλεμος μεταξύ Γερμανίας και Πολωνίας και μετατράπηκε σε πόλεμο μεταξύ Γερμανίας, από τη μια, και Βρετανίας και Γαλλίας, από την άλλη. Ο πόλεμος μεταξύ Γερμανίας και Πολωνίας τελείωσε σύντομα, εξαιτίας της πλήρους χρεοκοπίας των πολωνών ηγετών. Όπως γνωρίζουμε, ούτε οι Βρετανοί ούτε οι Γάλλοι εγγυήσεις βοήθησαν την Πολωνία. Μέχρι αυτή τη μέρα, στην πραγματικότητα, κανένας δεν γνωρίζει σε τι συνίσταντο αυτές οι “εγγυήσεις”. Ο πόλεμος μεταξύ Γερμανίας και του Αγγλογαλλικού μπλοκ βρίσκεται μονάχα στην πρώτη του φάση και δεν έχει ακόμα πραγματικά εξελιχθεί. Είναι, ωστόσο, ξεκάθαρο ότι ένας πόλεμος σαν κι αυτόν, ήταν δεδομένο ότι θα προκαλούσε ριζικές αλλαγές στην κατάσταση στην Ευρώπη και όχι μόνο στην Ευρώπη.
Σε σχέση με αυτές τις σημαντικές αλλαγές στη διεθνή κατάσταση, κάποιες παλιές φόρμουλες, φόρμουλες που είχαμε αναπτύξει νωρίτερα, και στις οποίες πολλοί άνθρωποι είχαν τόσο συνηθίσει, είναι τώρα προφανώς ξεπερασμένες και ανεφάρμοστες. Πρέπει να είμαστε αρκετά ξεκάθαροι σε αυτό το σημείο, ώστε να αποφύγουμε να κάνουμε σφάλματα στις εκτιμήσεις μας για τη νέα πολιτική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην Ευρώπη. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι κατά τους τελευταίους μήνες, έννοιες όπως “επίθεση” και “επιτιθέμενος” έχουν αποκτήσει νέα συγκεκριμένη σημασία, νέο νόημα. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι δεν μπορούμε πλέον να χρησιμοποιούμε αυτές τις έννοιες με το νόημα που τις χρησιμοποιούσαμε προηγουμένως, ας πούμε πριν από 3 ή 4 μήνες. Σήμερα, αναφορικά με τις ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις, η Γερμανία βρίσκεται στη θέση ενός κράτους που παλεύει για το συντομότερο τερματισμό του πολέμου και για ειρήνη (σ.parapoda: εδώ ο Μολότοφ λαμβάνει υπόψη τη νέα γερμανική πρόταση στις 6 Οκτώβρη 1939 για τερματισμό του πολέμου, με αντάλλαγμα την επιστροφή των γερμανικών αποικιών, ένα νέο διεθνές νομισματικό σύστημα και έναν αυστηρά προσδιορισμένο περιορισμό των εξοπλισμών), ενώ Βρετανία και Γαλλία, οι οποίες μέχρι χτες ισχυρίζονταν ότι διάκεινται ενάντια στην επίθεση, είναι υπέρ της συνέχισης του πολέμου και αντιτίθενται στη σύναψη ειρήνης. Οι ρόλοι, όπως βλέπετε, αλλάζουν.
Οι προσπάθειες της Βρετανικής και της Γαλλικής κυβέρνησης για να δικαιολογήσουν τη νέα αυτή τους στάση στη βάση των κινήσεων τους στην Πολωνία είναι, φυσικά, προφανώς αβάσιμες. Όλοι συνειδητοποιούν ότι δεν μπορεί να υπάρξει ζήτημα ανασύστασης της παλιάς Πολωνίας. Είναι, επομένως, παράλογο να συνεχίζεται ο σημερινός πόλεμος υπό τη σημαία της ανασύστασης του παλιού Πολωνικού κράτους.
Παρότι οι κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Γαλλίας το καταλαβαίνουν αυτό, δεν επιθυμούν να σταματήσει ο πόλεμος και να επανέλθει η ειρήνη, αλλά βρίσκουν νέες δικαιολογίες για τη συνέχιση του πολέμου με τη Γερμανία. Οι ιθύνοντες κύκλοι της Βρετανίας και της Γαλλίας εσχάτως προσπαθούν να παρουσιάζονται ως υποστηρικτές των δημοκρατικών δικαιωμάτων των εθνών εναντίον του Χιτλερισμού, και η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι στόχος της στον πόλεμο με τη Γερμανία δεν είναι τίποτε λιγότερο ή περισσότερο από την “καταστροφή του Χιτλερισμού”. Αυτό ισοδυναμεί με το ότι οι Βρετανοί και, μαζί με αυτούς, οι Γάλλοι υποστηρικτές του πολέμου, έχουν κηρύξει κάτι σαν “ιδεολογικό” πόλεμο στη Γερμανία, κατάλοιπο των θρησκευτικών πολέμων του παλιού καιρού. Στην πραγματικότητα, οι θρησκευτικοί πόλεμοι εναντίον των αιρετικών και των θρησκευτικών αντιφρονούντων ήταν κάποτε της μόδας. Όπως γνωρίζουμε, αυτοί προκάλεσαν τραγικά αποτελέσματα στις μάζες, οικονομικά συντρίμμια και πολιτισμική υποχώρηση των εθνών. Αυτοί οι πόλεμοι δεν μπορούσαν να έχουν άλλο αποτέλεσμα. Όμως ήταν πόλεμοι του Μεσαίωνα. Είναι εκεί πίσω στο Μεσαίωνα, στις ημέρες των θρησκευτικών πολέμων, των προλήψεων και της πολιτισμικής υποχώρησης που θέλουν να μας ρίξουν οι ιθύνοντες κύκλοι της Βρετανίας και της Γαλλίας;
Σε κάθε περίπτωση, υπό την «ιδεολογική» σημαία, έχει τώρα ξεκινήσει ένας πόλεμος ακόμα μεγαλύτερων διαστάσεων και έχει θέσει σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο τους λαούς της Ευρώπης και όλου του κόσμου. Όμως δεν υπάρχει καμία απολύτως δικαιολογία για διεξαγωγή πολέμου για έναν τέτοιο λόγο. Θα μπορούσε κανείς να δεχτεί ή να απορρίψει την ιδεολογία του Χιτλερισμού όπως και κάθε άλλο ιδεολογικό σύστημα, αυτό είναι ζήτημα πολιτικών απόψεων. Όμως, όλοι πρέπει να καταλάβουν ότι μια ιδεολογία δεν μπορεί να καταστραφεί δια της βίας, δεν μπορεί να εξαλειφθεί με πόλεμο. Είναι, επομένως, όχι ανόητο, αλλά και εγκληματικό να διεξάγεται τέτοιος πόλεμος ως πόλεμος για την «καταστροφή του Χιτλερισμού» που καμουφλάρεται ως πόλεμος «για τη δημοκρατία».
Και, πράγματι, δεν μπορείς να βαφτίζεις αγώνα για τη δημοκρατία τέτοιες κινήσεις όπως την απαγόρευση του ΚΚ Γαλλίας, τη σύλληψη κομμουνιστών βουλευτών του γαλλικού Κοινοβουλίου, ή τον περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών στη Βρετανία, ή την αδιάκοπη εθνική καταπίεση στην Ινδία κλπ. Δεν είναι ξεκάθαρο ότι στόχος του σημερινού πολέμου στην Ευρώπη δεν είναι αυτό που αναφέρεται στις επίσημες δηλώσεις που απευθύνονται για τις ευρείες μάζες στη Γαλλία και τη Βρετανία; Δηλαδή, δεν είναι ένας πόλεμος για τη δημοκρατία, αλλά κάτι άλλο για το οποίο αυτοί οι κύριοι δεν μιλούν ανοιχτά.
Η πραγματική αιτία του αγγλογαλλικού πολέμου με τη Γερμανία δεν ήταν ότι η Βρετανία και η Γαλλία επιθυμούσαν την ανασύσταση της παλιάς Πολωνίας και ούτε, φυσικά, ότι αποφάσισαν να ξεκινήσουν έναν πόλεμο για τη δημοκρατία. Οι ιθύνοντες κύκλοι της Βρετανίας και της Γαλλίας έχουν, φυσικά, άλλα και πιο πραγματικά κίνητρα για να πάνε σε πόλεμο με τη Γερμανία. Αυτά δεν έχουν να κάνουν με καμία ιδεολογία αλλά με τα βαθιά υλικά συμφέροντά τους ως ισχυρές αποικιακές δυνάμεις.
Η Μεγάλη Βρετανία, με πληθυσμό 47 εκατομμύρια, κατέχει αποικίες με πληθυσμό 480 εκατομμύρια. Η αποικιακή Αυτοκρατορία της Γαλλίας, της οποίας ο πληθυσμός δεν ξεπερνά τα 42 εκατομμύρια, έχει έναν πληθυσμό 70 εκατομμυρίων στις γαλλικές αποικίες. Η κατοχή αυτών των αποικιών, η οποία κάθιστά εφικτή την εκμετάλλευση εκατομμυρίων ανθρώπων, είναι η βάση της παγκόσμιας υπεροχής της Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας. Είναι ο φόβος για τις γερμανικές διεκδικήσεις αυτών των αποικιακών κατακτήσεων που βρίσκεται στη βάση του παρόντος πολέμου της Βρετανίας και της Γαλλίας με τη Γερμανία, ένας φόβος ότι αυτή έχει καταστεί ουσιαστικά ισχυρότερη τελευταία, ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Είναι ο φόβος της απώλειας της παγκόσμιας υπεροχής που υπαγορεύει στις άρχουσες τάξεις της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας μια πολιτική υποδαύλισης πολέμου με τη Γερμανία.
Έτσι, ο ιμπεριαλιστικός χαρκτήρας αυτού του πολέμου είναι προφανής σε όποιον επιθυμεί να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα και να μην κλείνει τα μάτια μπροστά στα γεγονότα. Μπορεί κανείς να δει από όλα αυτά ποιος ενδιαφέρεται για αυτό τον πόλεμο, ο οποίος διεξάγεται για την παγκόσμια κυριαρχία. Σίγουρα δεν είναι η εργατική τάξη. Αυτός ο πόλεμος δεν υπόσχεται τίποτα στην εργατική τάξη, παρά μόνο αιματηρές θυσίες και δεινά. Λοιπόν, κρίνετε μόνοι σας αν το μήνυμα των εννοιών οπως “επίθεση” και “επιτιθέμενος” έχει προσφάτως αλλάξει ή όχι.
Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς ότι η χρήση αυτών των λέξεων με το παλιό τους νόημα- δηλαδή, το νόημα που τους δινόταν πριν την πρόσφατη αποφασιστική στροφή στις πολιτικές σχέσεις μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Γερμανίας και πριν το ξέπασμα του μεγάλου ιμπεριαλιστικού πολέμου στην Ευρώπη- μπορεί να δημιουργήσει μόνο σύγχυση στα μυαλά των ανθρώπων, και αναπόφευκτα οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Για την αποφυγή αυτού, δεν πρέπει να επιτρέψουμε μια άκριτη στάση έναντι παλιών εννοιών οι οποίες δεν είναι πλέον εφαρμόσιμες στξ νέα διεθνή κατάσταση. Αυτή είναι η πορεία των διεθνών σχέσεων στην πρόσφτη περίοδο.
Θα περάσω τώρα στις αλλαγές που έλαβαν χώρα στη διεθνή θέση της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης. Εδώ οι αλλαγές δεν ήταν μικρής σημασίας. Όμως αν περιοριστούμε μόνο στα σημαντικά, πρέπει να γίνει παραδεκτό το παρακάτω, δηλαδή, ότι χάρη στη φιλειρηνική εξωτερική μας πολιτική που με συνέπεια ακολουθήσαμε, πετύχαμε σημαντικά να ενισχύσουμε τη θέση μας και το διεθνές βάρος της Σοβιετικής Ένωσης. Όπως είπα, οι σχέσεις μας με τη Γερμανία έχουν ριζικά βελτιωθεί. Αυτές εξελίχθηκαν στη γραμμή της ενίσχυσης των φιλικών μας σχέσεων, επεκτείνοντας την πρακτική μας συνεργασία, και παρέχοντας στη Γερμανία πολιτική υποστήριξη στις προσπάθειές της για ειρήνευση.
Το σύμφωνο μη επίθεσης που συνάφθηκε μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Γερμανίας μάς δέσμευε να διατηρήσουμε ουδετερότητα σε περίπτωση που η Γερμανία συμμετείχε σε πόλεμο. Με συνέπεια ακολουθήσαμε κάτι τέτοιο, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν αντικρούεται από την είσοδο των στρατευμάτων μας σε εδάφη της πρώην Πολωνίας, η οποία ξεκίνησε στις 17 Σεπτέμβρη. Αρκεί μόνο να υπενθυμίσω το γεγονός ότι την ίδια ημέρα, στις 17 Σεπτέμβρη, η Σοβιετική κυβέρνηση έστειλε ειδική νότα σε όλα τα κράτη με τα οποία διατηρεί διπλωματικές σχέσεις, στο οποίο δήλωνε ότι η ΕΣΣΔ θα συνέχιζε την πολιτική της της ουδετερότητας στις σχέσεις τους με αυτές.
Όπως είναι πολύ καλά γνωστό, τα στρατεύματά μας μπήκαν στο έδαφος της Πολωνίας μόνον αφότου το Πολωνικό κράτος είχε καταρρεύσει και είχε, στην πραγματικότητα, παύσει να υπάρχει. Φυσικά δεν θα μπορούσαμε να παραμένουμε ουδέτεροι απέναντι σε αυτά τα γεγονότα, καθώς, ως αποτέλεσμα αυτών των γεγονότων, βρισκόμασταν αντιμέτωποι με επιτακτικά προβλήματα, αναφορικά με την ασφάλεια του κράτους μας. Επιπλέον, η σοβιετική κυβέρνηση δεν μπορούσε παρά να αντιμετωπίσει την εξαιρετική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν τα αδέρφια μας στη Δυτική Ουκρανία και τη Δυτική Λευκορωσία και τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί στη μοίρα τους, συνεπεία της κατάρρευσης της Πολωνίας.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν πλήρως επιβεβαίωσαν ότι οι νέες σοβιετογερμανικές σχέσεις βασίζονταν σε ισχυρά θεμέλια αμοιβαίων συμφερόντων. Αφότου οι μονάδες του Κόκκινου Στρατού εισήλθαν στο έδαφος του πρώην πολωνικού κράτους, σοβαρά ζητήματα προέκυψαν αναφορικά με την οριοθέτηση των κρατικών συμφερόντων της ΕΣΣΔ και της Γερμανίας. Αυτά τα ζητήματα διευθετήθηκαν κατάλληλα με αμοιβαία συμφωνία. Το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο φιλίας και οριοθέτησης των συνόρων μεταξύ των δύο χωρών, το οποίο συνάφθηκε στα τέλη του Σεπτέμβρη, ενίσχυσε τις σχέσεις μας με το γερμανικό κράτος.
Οι σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και άλλων δυτικοευρωπαϊκών αστικών κρατών έχουν, κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, καθοριστεί κυρίως από τις προσπάθειες της Γερμανίας να σπάσει τα δεσμά της Συνθήκης των Βερσαλλιών, της οποίας οι συγγραφείς ήταν η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, με τη συνεπικουρία των ΗΠΑ. Αυτό ήταν κάτι το οποίο, μακροπρόθεσμα, οδήγησε στο σημερινό πόλεμο στην Ευρώπη.
Οι σχέσεις μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Γερμανίας βασίζονταν σε διαφορετικά θεμέλια, τα οποία δεν είχαν κανένα συμφέρον στη διατήρηση του μεταπολεμικού συστήματος των Βερσαλλιών. Ανέκαθεν ισχυριζόμασταν ότι μια ισχυρή Γερμανία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για διαρκή ειρήνη στην Ευρώπη. Θα ήταν γελοίο να πιστεύει κανείς ότι η Γερμανία θα μπορούσε «απλώς να τεθεί εκτός λειτουργίας» και να βγει από τα βιβλία. Οι δυνάμεις που κάνουν τέτοια ανόητα και επικίνδυνα όνειρα αγνοούν την αξιοθρήνητη εμπειρία των Βερσαλλιών, δεν συνειδητοποιούν την αυξημένη ισχύ της Γερμανίας, και δεν μπορούν να δουν ότι οποιαδήποτε απόπειρα επανάληψης των Βερσαλλιών, στην παρούσα διεθνή κατάσταση, η οποία ριζικά διαφέρει από αυτή του 1914, μπορεί να φέρει την καταστροφή σε αυτές.
Με συνέπεια αγωνιζόμασταν να βελτιώσουμε τις σχέσεις μας με τη Γερμανία και έχουμε ολόψυχα καλοωσορίσει παρόμοιες προσπάθειες στην ίδια τη Γερμανία. Σήμερα, οι σχέσεις μας με το Γερμανικό κράτος βασίζονται σε φιλικές σχέσεις, στη διάθεσή μας να υποστηρίξουμε τις γερμανικές προσπάθειες για ειρήνη και, ταυτόχρονα, στην επιθυμία να συμβάλλουμε, με κάθε τρόπο, στην ανάπτυξη των σοβιετογερμανικών οικονομικών σχέσεων προς αμοιβαίο όφελος των δύο κρατών. Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει για το γεγονός ότι η αλλαγή που έχει λάβει χώρα στις σοβιετογερμανικές πολιτικές σχέσεις έχει δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη των σοβιετογερμανικών οικονομικών σχέσεων. Οι πρόσφατες οικονομικές διαπραγματεύσεις, οι οποίες διεξήχθησαν με τη γερμανική αντιπροσωπεία στη Μόσχα, και οι τρέχουσες διαπραγματεύσεις, οι οποίες διεξάγονται από τη Σοβιετική Οικονομική Αντιπροσωπεία στη Γερμανία, προετοιμάζουν μια ευρεία βάση για την ανάπτυξη του εμπορίου μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Γερμανίας.
Επιτρέψτε μου τώρα να αναφερθώ σε γεγονότα που σχετίζονται άμεσα με την είσοδο των στρατευμάτων μας στο έδαφος του πρώην Πολωνικού κράτους. Δεν χρειάζεται να περιγράψω την πορεία των γεγονότων. Έχει γίνει αναλυτική αναφορά στον Τύπο μας και εσείς, σύντροφοι βουλευτές, είστε καλά εξοικειωμένοι με τα γεγονότα. Θα σταθώ μόνο σε ό,τι είναι πιο σημαντικό. Δεν χρειάζεται να αποδείξω ότι, κατά τη στιγμή όπου το Πολωνικό κράτος βρισκόταν σε μια κατάσταση πλήρους κατάρρευσης, η κυβέρνησή μας ήταν υποχρεωμένη να παρέχει μια χείρα βοηθείας στους αδερφούς μας Ουκρανούς και Λευκορώσους που κατοικούν τα εδάφη της Δυτικής Ουκρανίας και Δυτικής Λευκορωσίας. Αυτό ήταν που έκανε.
Όταν ο Κόκκινος Στρατός βάδισε σε αυτές τις περιοχές, χαιρετίστηκε με τη γενική συμπάθεια από τον Ουκρανικό και το Λευκορωσικό λαό, οι οποίοι καλωσόρισαν τα στρατεύματά μας ως απελευθερωτές από το ζυγό των ευγενών, από το ζυγό των Πολωνών τσιφλικάδων και καπιταλιστών. Καθώς ο Κόκκινος Στρατός προχωρούσε σε αυτές τις περιοχές, υπήρξαν σοβαρές συγκρούσεις, σε κάποια σημεία, μεταξύ των στρατευμάτων μας και των Πολωνικών στρατευμάτων και, συνεπώς, υπήρχαν απώλειες. Αυτές οι απώλειες είχαν ως εξής: Στο Λευκορωσικό μέτωπο, μετρώντας μαζί αξιωματικούς και μαχητές του Κόκκινου Στρατού, υπήρχαν 246 νεκροί και 503 τραυματίες, ήτοι σύνολο 749 απώλειες. Στο Ουκρανικό μέτωπο, υπήρχαν 491 αξιωματικοί και μαχητές νεκροί, και 1.359 τραυματίες, ήτοι σύνολο 1.850 απώλειες. Έτσι, οι συνολικές απώλειες του Κόκκινου Στρατού στα εδάφη της Λευκορωσίας και της Δυτικής Ουκρανίας ήταν 737 νεκροί και 1.862 τραυματίες, ήτοι σύνολο 2.599.
Αναφορικά με τα λάφυρά μας στην Πολωνία, αυτά συνίσταντο από πάνω από 900 πυροβόλα όπλα, πάνω από 10.000 πολυβόλα, πάνω από 300.000 τουφέκια, πάνω από 150 εκατομμύρια φυσίγγια, πάνω από 1 εκατομμύριο βλήματα πυροβόλου, περίπου 300 αεροπλάνα κλπ.
Τα εδάφη τα οποία πέρασαν στην ΕΣΣΔ είναι ίσα με την έκταση ενός μεγάλου Ευρωπαϊκού κράτους. Έτσι, η έκταση της Δυτικής Λευκορωσίας είναι 108.000 τ.χλμ, και ο πληθυσμός της είναι 4,8 εκ. άνθρωποι. Η έκταση της Δυτικής Ουκρανίας είναι 88.000 τ.χλμ, και ο πληθυσμός της 8 εκ. άνθρωποι. Έτσι, από κοινού, τα εδάφη της Δυτικής Ουκρανίας και της Δυτικής Λευκορωσίας τα οποία πέρασαν σε εμάς, έχουν έκταση 196.000 τ.χλμ, και πληθυσμό περίπου 13 εκατομμύρια, εκ των οποίων υπάρχουν πάνω από 7 εκατομμύρια Ουκρανοί, πάνω από 3 εκατομμύρια Λευκορώσοι, πάνω από 1 εκατομμύριο Πολωνοί κα πάνω από 1 εκατομμύριο Εβραίοι.
Η πολιτική σημασία αυτών των γεγονότων δύσκολα μπορεί να υπερεκτιμηθεί. Όλες οι αναφορές από τη Δυτική Ουκρανία και τη Δυτική Λευκορωσία δείχνουν ότι ο πληθυσμός χαιρέτισε την απελευθέρωσή του από τον ζυγό των ευγενών με απερίγραπτο ενθουσιασμό και ξέφρενα γιόρτασε αυτή τη νέα μεγάλη νίκη της Σοβιετικής εξουσίας. Οι πρόσφατες εκλογές στις Εθνοσυνελεύσεις της Δυτικής Ουκρανίας και της Δυτικής Λευκορωσίας, οι οποίες διεξήχθησαν για πρώτη φορά στην ιστορία αυτών των περιοχών στη βάση καθολικής, άμεσης, ίσης και μυστικής ψηφοφορίας, απέδειξαν ότι τουλάχιστον τα 9/10 του πληθυσμού αυτών των περιοχών ήταν από καιρό έτοιμα να επανενταχθούν στη Σοβιετική Ένωση. Η απόφαση των Εθνοσυνελεύσεων του Λβόφ και του Μπιάλιστοκ, τις οποίες τώρα όλοι γνωρίζουμε, μαρτυρούν την πλήρη ομοφωνία των εκπροσώπων του λαού για όλα τα πολιτικά ζητήματα.
Θα περάσω τώρα στις σχέσεις μας με τις Βαλτικές χώρες. Όπως γνωρίζετε, σημαντικές αλλαγές έχουν λάβει χώρα και στη σφαίρα αυτή. Οι σχέσεις της Σοβιετικής Ένωσης με την Εσθονία, τη Λετονία και τη Λιθουανία βασίζονται στις συνθήκες ειρήνης που είχαν συναφθεί με αυτές τις χώρες αντίστοιχα το 1920. Με αυτές τις συνθήκες, η Εσθονία, η Λετονία και η Λιθουανία έγιναν ανεξάρτητα κράτη, και έκτοτε η Σοβιετική Ένωση υιοθέτησε απαράλλακτα μια φιλική πολιτική έναντι αυτών των νεοπαγών μικρών κρατών. Αυτό ήταν αντανάκλαση της ριζικής διαφοράς μεταξύ της πολιτικής της Σοβιετικής κυβέρνησης και της πολιτικής της Τσαρικής Ρωσίας, η οποία βάναυσα καταπίεζε τα μικρά έθνη, τους αρνιόταν κάθε δυνατότητα ανεξάρτητης εθνικής και πολιτικής ανάπτυξης και τα άφηνε με τις πιο επίπονες αναμνήσεις από αυτή.
Πρέπει να γίνει παραδεκτό ότι η εμπειρία των δύο τελευταίων δεκαετιών ανάπτυξης των σοβιετοεσθονικών, σοβιετολετονικών και σοβιετολιθουανικών φιλικών σχέσεων δημιούργησε ευνοϊκές συνθήκες για την περαιτέρω ενίσχυση των πολιτικών και όλων των άλλων σχέσεων μεταξύ της ΕΣΣΔ και των βαλτικών γειτόνων της. Αυτό επίσης αποδεικνύεται με τις πρόσφατες διπλωματικές διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους της Λετονίας, της Εσθονίας και της Λιθουανίας και στις συνθήκες, οι οποίες υπογράφτηκαν στη Μόσχα, ως αποτέλεσμα αυτών των διαπραγματεύσεων.
Όπως γνωρίζετε, η Σοβιετική Ένωση συνήψε σύμφωνα αμοιβαίας βοήθειας με την Εσθονία, τη Λετονία και τη Λιθουανία, οι οποίες είναι μεγάλης πολιτικής σημασίας. Οι αρχές που διέπουν όλα αυτά τα σύμφωνα είναι ίδιες. Βασίζονται στην αμοιβαία βοήθεια μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης, από τη μια, και Εσθονίας, Λετονίας και Λιθουανίας από την άλλη, και περιλαμβάνουν την παροχή στρατιωτικής βοήθειας, σε περίπτωση οποιασδήποτε επίθεσης σε αυτές τις χώρες. Δεδομένης της ειδικής γεωγραφικής θέσης αυτών των χωρών, οι οποίες συνιστούν ένα είδος προσαρτήματος στην ΕΣΣΔ, ειδικά από τη Βαλτική, αυτά τα σύμφωνα επιτρέπουν στη Σοβιετική Ένωση να διατηρεί ναυτικές βάσεις και αεροδρόμια σε συγκεκριμένα σημεία της Εσθονίας και της Λετονίας και, στην περίπτωση του συμφώνου με τη Λιθουανία, προβλέπει την υπεράσπιση των Λιθουανικών συνόρων από κοινού με τη Σοβιετική Ένωση.
Η δημιουργία αυτών των σοβιετικών ναυτικών βάσεων και αεροδρομίων στα εδάφη της Εσθονίας, της Λετονίας και της Λιθουανίας και η στάθμευση συγκεκριμένου αριθμού μονάδων του Κόκκινου Στρατού για την προστασία αυτών των βάσεων και αεροδρομίων, διασφαλίζουν μια αξιόπιστη αμυντική βάση, όχι μόνο για τη Σοβιετική Ένωση, αλλά επίσης και για τα ίδια τα βαλτικά κράτη, και, συνεπώς συμβάλλουν στη διατήρηση της ειρήνης, η οποία είναι προς το συμφέρον των λαών μας. Οι πρόσφατες διπλωματικές μας διαπραγματεύσεις με την Εσθονία, τη Λετονία και τη Λιθουανία απέδειξαν ότι έχουμε αρκετή εμπιστοσύνη, ο ένας με τον άλλο, και μια ορθή κατανόηση της αναγκαιότητας υιοθέτησης αυτών των μέτρων στρατιωτικής άμυνας, προς το συμφέρον τόσο της Σοβιετικής Ένωσης όσο και των ίδιων των κρατών. Οι διαπραγματεύσεις, επίσης, αποκάλυψαν πλήρως την αγωνία των συμβαλλόμενων μερών αναφορικά με τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας των λαών μας οι οποίοι είναι αφοσοιωμένοι στο ειρηνικό τους έργο. Ήταν όλα αυτά που εξασφάλισαν την επιτυχή ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων και τη σύναψη συμφώνων αμοιβαίας βοήθειας οι οποίες ήταν μεγάλης ιστορικής σημασίας.
Ο ειδικός χαρακτήρας αυτών των συμφώνων αμοιβαίας βοήθειας με κανέναν τρόπο δεν υπονοεί οποιαδήποτε ανάμειξη της Σοβιετικής Ένωσης στις εσωτερικές υποθέσεις της Εσθονίας, της Λετονίας ή της Λιθουανίας, όπως κάποιες ξένες εφημερίδες προσπαθούν να παρουσιάσουν. Αντιθέτως, όλα τα σύμφωνα αμοιβαίας βοήθειας αυστηρά και ρητά διατυπώνουν το απαραβίαστο της κυριαρχίας των υπογράφοντων κρατών και την αρχή της μη ανάμειξης του ενός στις εσωτερικές υποθέσεις του άλλου. Αυτά τα σύμφωνα βασίζονται στον αμοιβαίο σεβασμό της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής δομής των συμβαλλομένων μερών και έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να ενισχύσουν τις βάσεις για μια ειρηνική γειτονική συνεργασία μεταξύ των λαών μας. Είμαστε υπέρ της αυστηρής και σχολαστικής τήρησης των συμφώνων στη βάση της πλήρους αμοιβαιότητας, και δηλώνουμε ότι όλες οι διαδόσεις των ανοησιών περί εκσοβιετισμού των βαλτικών χωρών είναι προς το συμφέρον μόνο των κοινών μας εχθρών, και όλων των αντισοβιετικών προβοκατόρων.
Δεδομένης της βελτίωσης των πολιτικών μας σχέσεων με την Εσθονία, τη Λετονία και τη Λιθουανία, η Σοβιετική Ένωση έχει κάνει πολλά βήματα για την ανταπόκριση στις οικονομικές ανάγκες αυτών των κρατών και έχει συνάψει εμπορικές συμφωνίες με αυτά. Χάρη σε αυτές τις οικονομικές συμφωνίες, το εμπόριο με τις βαλτικές χώρες θα γίνει πολλές φορές μεγαλύτερο από όσο προηγουμένως, και υπάρχουν ευνοϊκές προοπτικές για την περαιτέρω ανάπτυξή του. Σε μια εποχή που όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ουδέτερων κρατών, βιώνουν τρομακτικές εμπορικές δυσκολίες, αυτές οι οικονομικές συμφωνίες μεταξύ της ΕΣΣΔ και της Εσθονίας, της Λετονίας και της Λιθουανίας έχουν πολύ θετική σημασία για αυτές. Έτσι, η προσέγγιση μεταξύ της ΕΣΣΔ, από τη μια, και της Εσθονίας, της Λετονίας και της Λιθουανίας, από την άλλη, συμβάλλουν σε μια πιο γρήγορη πρόοδο της γεωργίας, της βιομηχανίας και των μεταφορών τους και, γενικά, στην εθνική ευημερία των βαλτικών μας γειτόνων.
Οι αρχές της Σοβιετικής πολιτικής προς αυτές τις μικρές χώρες έχουν αποδειχτεί με χαρακτηριστικό τρόπο με το σύμφωνο που προέβλεπε την παραχώρηση της πόλης Βίλνιους και της περιφέρειας του Βίλνιους στη Λιθουανική Δημοκρατία. Το λιθουανικό κράτος, με πληθυσμό 2,5 εκατομμυρίων ανθρώπων, έτσι, επεκτείνεται εδαφικά σημαντικά, αυξάνει τον πληθυσμό του κατά 550.000 και αποκτά την πόλη Βίλνιους, της οποίας ο πληθυσμός είναι σχεδόν διπλάσιος της σημερινής Λιθουανικής πρωτεύουσας.
Η Σοβιετική Ένωση συμφώνησε για την παραχώρηση της πόλης Βίλνιους στη Λιθουανική Δημοκρατία όχι γιατί το Βίλνιους είχε κυρίως Λιθουανικό πληθυσμό. Όχι, η πλειοψηφία των κατοίκων του Βίλνιους δεν είναι λιθουανική. Όμως, η σοβιετική κυβέρνηση έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η πόλη του Βίλνιους, την οποία βιαίως η Πολωνία απέσπασε από τη Λιθουανία, όφειλε να ανήκει στη Λιθουανία, ούσα μια πόλη η οποία είναι συνδεδεμένη, από τη μια, με το ιστορικό παρελθόν του Λιθουανικού κράτους και, από την άλλη, με τις εθνικές φιλοδοξίες του Λιθουανικού λαού.
Έχει επισημανθεί στον ξένο Τύπο ότι δεν υπήρχε ποτέ άλλοτε στην παγκόσμια ιστορία περίπτωση μια μεγάλη χώρα να εκχωρεί, με δική της θέληση, μια τόσο μεγάλη πόλη σε ένα μικρό κράτος. Σε κάθε περίπτωση, επομένως, αυτή η κίνηση δείχνει χαρακτηριστικά ότι το σοβιετικό κράτος επιδεικνύει την καλή του θέληση.


1280px-Celebrations_of_Vilnius_return_to_Lithuania_near_Vilnius_Cathedral_in_1939
Πανηγυρική παρέλαση για την προσάρτηση του Βίλνιους στη Λιθουανία χάρη στην ΕΣΣΔ το 1939 (πηγή)



Οι σχέσεις μας με τη Φινλανδία έχουν ειδικό χαρακτήρα. Αυτός πρέπει να εξηγηθεί κυρίως από το γεγονός ότι στη Φινλανδία υπάρχει μεγαλύτερος βαθμός ξένης επιρροής εκ μέρους τρίτων δυνάμεων. Οποιοσδήποτε αντικειμενικός άνθρωπος πρέπει να παραδεχτεί, ωστόσο, ότι τα ίδια προβλήματα αναφορικά με την ασφάλεια της Σοβιετικής Ένωσης και ιδίως του Λένινγκραντ, τα οποία αποτελούσαν αντικείμενο και των διαπραγματεύσεων με την Εσθονία, εμφανίζονται και στις διαπραγματεύσεις με τη Φινλανδία. Από μια άποψη, μπορεί να λεχτεί ότι, σε αυτή την περίπτωση, το πρόβλημα της ασφάλειας της Σοβιετικής Ένωσης είναι ακόμα πιο οξυμένο αναφορικά με το Λένινγκραντ καθώς, ούσα η σημαντικότερη πόλη του σοβιετικού κράτους μετά τη Μόσχα, βρίσκεται σε απόσταση μόλις 32 χιλιομέτρων από τα φινλανδικά σύνορα. Αυτό σημαίνει ότι η απόσταση του Λένινγκραντ από τα σύνορα ενός ξένου κράτους είναι μικρότερη από αυτή που τα σύγχρονα όπλα μεγάλου βεληνεκούς χρειάζονται για να την πολιορκήσουν. Από την άλλη, οι προσβάσεις στο Λένινγκραντ δια θαλάσσης επίσης εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το αν η Φινλανδία, στην οποία ανήκει ολόκληρη η βόρεια ακτή του Φινλανδικού κόλπου και όλα τα νησιά κατά μήκος του κεντρικού τμήματος του Φινλανδικού κόλπου, είναι εχθρική ή φιλική προς τη Σοβιετική Ένωση. Δεδομένων αυτών, όπως και δεδομένης της σημερινής κατάστασης στην Ευρώπη, μπορεί να αναμένεται ότι η Φινλανδία θα επιδείξει την αναγκαία κατανόηση.
Ποια ήταν η βάση των σχέσεων μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Φινλανδίας όλα αυτά τα χρόνια; Όπως γνωρίζετε, η βάση αυτών των σχέσεων ήταν η Συνθήκη Ειρήνης του 1920, η οποία ήταν το πρότυπο των συνθηκών μας με όλους τους άλλους βαλτικούς μας γείτονες. Με δική της θέληση, η Σοβιετική Ένωση διασφάλισε την ξεχωριστή και ανεξάρτητη ύπαρξη της Φινλανδίας. Δεν μπορεί να υπάρχει αμφισβήτηση ότι μόνο η Σοβιετική κυβέρνηση, η οποία αναγνωρίζει την αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης των εθνοτήτων, θα μπορούσε να κάνει ένα τέτοιο βήμα. Πρέπει να λεχθεί ότι καμμία άλλη, παρά μόνο η σοβιετική κυβέρνηση στη Ρωσία μπορούσε να ανεχθεί την ύπαρξη μιας ανεξάρτητης Φινλανδίας ακριβώς στα πρόθυρα του Λένινγκραντ. Αυτό εύλογα επαληθεύεται από την εμπειρία της Φινλανδίας υπό τη “δημοκρατική” κυβέρνηση του Κερένσκι και του Τσερετέλι, για να μην αναφέρουμε την κυβέρνηση του Πρίγκηπα Λβοφ και Μιλιούκοφ, ή την Τσαρική κυβέρνηση. Δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η σημαντική περίσταση θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως ένα ισχυρό δεδομένο για τη βελτίωση των σοβιετοφινλανδικών σχέεων, για την οποία είναι ξεκάθαρο ότι η Φινλανδία δεν έχει λιγότερο συμφέρον από όσο η Σοβιετική Ένωση.
Οι σοβιετοφινλανδικές διαπραγματεύσεις είχαν αρχίσει πρόσφατα με δική μας πρωτοβουλία. Ποιο ήταν το αντικείμενο αυτών των διαπραγματεύσεων; Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς ότι στη σημερινή διεθνή κατάσταση, όταν στο κέντρο της Ευρώπης ο πόλεμος θεριεύει μεταξύ των ισχυρότερων κρατών- πόλεμος γεμάτος εκπλήξεις και κινδύνους για όλα τα ευρωπαϊκά κράτη- η Σοβιετική Ένωση δεν έχει μόνο το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση να υιοθετήσει σοβαρά μέτρα για την αύξηση της ασφάλειάς της. Είναι φυσιολογικό για τη Σοβιετική κυβέρνηση να επιδεικνύει ιδιαίτερη έγνοια αναφορικά με τον Φινλανδικό Κόλπο, ο οποίος αποτελεί την πρόσβαση στο Λένινγκραντ δια θαλλάσης, και επίσης αναφορικά με το χερσαίο σύνορο που βρίσκεται περίπου 30 χιλιόμετρα μακριά από το Λένινγκραντ. Θα πρέπει να σας υπενθυμίσω ότι ο πληθυσμός του Λένινγκραντ έχει αυξηθεί στα 3,5 εκατομμύρια, κάτι που ισοδυναμεί σχεδόν με ολόκληρο τον πληθυσμό της Φινλανδίας, ο οποίος είναι ίσος με 3,65 εκατομμύρια.
Δεν υπάρχει ιδιαίτερη ανάγκη να αναφερθώ στα παραμύθια που διαδίδονται από τον ξένο Τύπο σχετικά με τις προτάσεις της Σοβιετικής Ένωσης για τις διαπραγματεύσεις. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η ΕΣΣΔ “απαιτεί” την εκχώρηση της πόλης Βίπουρι (Βίμποργκ) και του βορείου τμήματος της Λίμνης Λαντόγκα. Ας πούμε, από τη μεριά μας, πως αυτό είναι μια ξεδιάντροπη επινόηση και ψέμα. Άλλοι ισχυρίζονται ότι η ΕΣΣΔ “απαιτεί” την εκχώρηση των νήσων Άαλαντ. Αυτό είναι επίσης μια επινόηση και ένα ψέμα. Υπάρχει επίσης μια παράλογη φιλολογία σχετικά με κάποιες δήθεν απαιτήσεις της Σοβιετικής Ένωσης απέναντι στη Σουηδία και τη Νορβηγία. Όμως αυτά τα ασυγχώρητα ψέματα είναι δύσκολο να αξίζει ακόμα και να τα διαψεύσει κανείς. Στην πραγματικότητα, οι προτάσεις μας στις διαπραγματεύσεις με τη Φινλανδία είναι εξαιρετικά μετριοπαθείς, και είναι περιορισμένες στο ελάχιστο, χωρίς το οποίο είναι αδύνατο να σιγουρευτεί η ασφάλεια της ΕΣΣΔ και να κάνουμε ένα σταθερό βήμα στις φιλικές σχέσεις με τη Φινλανδία.
Αρχίσαμε διαπραγματεύσεις με τους Φινλανδούς εκπροσώπους, κκ. Paasikivi και Tanner, οι οποίοι στάλθηκαν για αυτό το σκοπό από τη Φινλανδική κυβέρνηση στη Μόσχα, προτείνοντας τη σύναψη ενός σοβιετοφινλανδικού συμφώνου Αμοιβαίας Βοήθειας σχεδόν κατά το πρότυπο των συμφώνων αμοιβαίας βοήθειας με τα άλλα βαλτικά κράτη: όμως, καθώς η φινλανδική κυβέρνηση δήλωσε ότι η σύναψη ενός τέτοιου συμφώνου θα αντιτιθόταν στη θέση της της απόλυτης ουδετερότητας, δεν επιμείναμε σε αυτή την πρόταση. Έπειτα προτείναμε να προχωρήσουμε στη συζήτηση συγκεκριμένων ζητημάτων για τα οποία ενδιαφερόμαστε από την άποψη της διαφύλαξης της ασφάλειας της ΕΣΣΔ και, ειδικότερα, του Λένινγκραντ, τόσο δια θαλάσσης- στο Φινλανδικό Κόλπο- όσο και από εδάφους, δεδομένης της εξαιρετικής εγγύτητας των συνόρων με το Λένινγκραντ.
Προτείναμε να υπάρξει μια συμφωνία για τη μεταφορά του σοβιετοφινλανδικού συνόρου στον Ισθμό της Καρελίας λίγες δεκάδες χιλιόμετρα βορείως του Λένινγκραντ. Σε αντάλλαγμα, προτείναμε την παραχώρηση στη Φινλανδία, ενός τμήματος της Σοβιετικής Καρελίας, διπλάσιου του εδάφους που η Φινλανδία θα παραχωρούσε στη Σοβιετική Ένωση.
Προτείναμε, επίσης, να υπάρξει μια συμφωνία ώστε η Φινλανδία να μας νοικιάσει, για μια συγκεκριμένη περίοδο, ένα τμήμα του εδάφους της κοντά στην είσοδο του Φινλανδικού Κόλπου, όπου θα μπορούσαμε να ιδρύσουμε μια ναυτική βάση. Με μια σοβιετική ναυτική βάση στη νότια είσοδο του Φινλανδικού Κόλπου, και συγκεκριμένα στο Λιμάνι Μπαλτίσκι, όπως προβλέπει το σοβιετοεσθονικό Σύμφωνο Αμοιβαίας Βοήθειας, η ίδρυση μιας ναυτικής βάσης στη βόρεια είσοδο του Φινλανδικού Κόλπου θα διασφάλιζε πλήρως το Φινλανδικό Κόλπο από εχθρικές απόπειρες εκ μέρους άλλων κρατών. Δεν αμφιβάλλουμε ότι η ίδρυση μιας τέτοιας βάσης θα ήταν προς το συμφέρον όχι μόνο της Σοβιετικής Ένωσης αλλά και της ασφάλειας της ίδιας της Φινλανδίας.
Οι άλλες μας προτάσεις, και συγκεκριμένα οι προτάσεις μας αναφορικά με την ανταλλαγή κάποιων νησιών στον Φινλανδικό Κόλπο, καθώς και τμημάτων των χερσονήσων Rybachi και Sredni, με εδάφη διπλάσιας έκτασης στη Σοβιετική Καρελία, προφανώς δεν συναντούν αντιρρήσεις από πλευράς Φινλανδικής κυβέρνησης. Οι διαφορές αναφορικά με κάποιες προτάσεις μας δεν έχουν ακόμα ξεπεραστεί, και οι παραχωρήσεις που έχουν γίνει από τη Φινλανδία σε αυτό τον τομέα, όπως για παράδειγμα την εκχώρηση τμήματος του εδάφους του Ισθμού της Καρελία, προφανώς δεν απαντούν στο σκοπό.
Έχουμε, επιπλέον, κάνει κάποια νέα βήματα για να συναντήσουμε τη Φινλανδία στη μέση του δρόμου. Δηλώνουμε πως αν οι κύριες προτάσεις μας γίνουν αποδεκτές, είμαστε έτοιμοι να άρουμε τις αντιρρήσεις μας για την οχύρωση των νήσων Άαλαντ, για την οποία η Φινλανδική κυβέρνηση πιέζει επί μακρόν. Εμείς ζητάμε μία μόνο πρόνοια: είπαμε ότι θα άρουμε τις αντιρρήσεις μας για την οχύρωση των νήσων Άαλαντ, με την προϋπόθεση ότι η οχύρωση θα γίνει από τις ένοπλες δυνάμεις της ίδιας της Φινλανδίας, χωρίς τη συμμετοχή οποιασδήποτε τρίτης χώρας, αφού ούτε και η ΕΣΣΔ θα πάρει μέρος σε αυτή.‎
Προτείναμε, επίσης, στη Φινλανδία τον αφοπλισμό των οχυρωμένων ζωνών κατά μήκος όλης της σοβιετοφινλανδικής συνοριακής γραμμής στον Ισθμό της Καρελίας, η οποία πλήρως θα μπορούσε να συνάδει με τα συμφέροντα της Φινλανδίας. Επίσης εκφράσαμε την επιθυμία μας να ενισχύσουμε το Σοβιετοφινλανδικό Σύμφωνο Μη Επίθεσης με επιπρόσθετες αμοιβαίες εγγυήσεις. Τέλος, η ενίσχυση των σοβιετοφινλανδικών πολιτικών σχέσεων θα μπορούσε, αναμφίβολα, να αποτελέσει μια ισχυρή βάση για τη γρήγορη ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Έτσι, είμαστε έτοιμοι να ανταποκριθούμε σε ζητήματα για τα οποία ενδιαφέρεται η Φινλανδία.
Δεδομένων όλων αυτών, δεν πιστεύουμε ότι η Φινλανδία θα αναζητήσει ένα πρόσχημα για να ματαιώσει τη σύναψη της προτεινόμενης συμφωνίας. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν σε συμφωνία με την πολιτική φιλικών σοβιετοφινλανδικών σχέσεων και, φυσικά, θα συνέβαλε σοβαρά σε βάρος της Φινλανδίας. Είμαστε βέβαιοι ότι οι φινλανδικοί ιθύνοντες κύκλοι θα κατανοήσουν ορθά τη σημασία της ενίσχυσης των φιλικών σοβιετοφινλανδικών σχέσεων και ότι οι φινλανδοί δημόσιοι παράγοντες δεν θα λυγίσουν στην αντισοβιετική επιρροή ή στην υποδαύλιση από οποιοδήποτε μέρος.
Πρέπει, ωστόσο, να σας πληροφορήσω ότι ακόμα και ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής θεώρησε πρέπον να παρέμβει σε αυτά τα ζητήματα, κάτι το οποιο δύσκολα μπορεί κανείς να αποδώσει στην αμερικανική πολιτική ουδετερότητας. Στο μήνυμά του προς το σ. Καλίνιν, τον πρόεδρο του Προεδρείου του Ανώτατου Σοβέτ, με ημερομηνία 12 Οκτώβρη, ο κ. Ρούζβελτ εξέφρασε την ελπίδα οι φιλικές και ειρηνικές σχέσεις μεταξύ ΕΣΣΔ και Φινλανδίας να διατηρηθούν και να αναπτυχθούν. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι τα πράγματα είναι καλύτερα μεταξύ των ΗΠΑ και, ας πούμε, των Φιλιππίνων ή της Κούβας, οι οποιες επί μακρόν απαιτούν την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους από τις ΗΠΑ και δεν μπορούν να την κερδίσουν, σε σύγκριση με τη Σοβιετική Ένωση και τη Φινλανδία, η οποία εδώ και καιρό έχει αποκτήσει την ελευθερία και την κρατική ανεξαρτησία της από τη Σοβιετική Ένωση. Ο σ. Καλίνιν απάντησε στο μήνυμα του Ρούζβελτ ως εξής:
“Θεωρώ πρέπον να σας υπενθυμίσω, κε. Πρόεδρε, ότι η κρατική ανεξαρτησία της Δημοκρατίας της Φινλανδίας αναγνωρίστηκε από την ελεύθερη βούληση της Σοβιετικής κυβέρνησης στις 31 Δεκέμβρη 1917 και ότι η κυριαρχία της Φινλανδίας της διασφαλίστηκε με τη Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ της ΡΣΟΣΔ και της Φινλανδίας στις 14 Οκτώβρη 1920. Αυτές οι ενέργειες της Σοβιετικής κυβέρνησης ορίζουν τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Φινλανδίας. Είναι σε πλήρη συνάφεια με αυτές τις αρχές οι τρέχουσες διαπραγματεύσεις μεταξύ Σοβιετικής κυβέρνησης και της κυβέρνησης της Φινλανδίας.
Αντίθετα με διάφορες μεροληπτικές ερμηνείες, τις οποίες διακινούν‎ κύκλοι οι οποίοι, προφανώς, δεν ενδιαφέρονται για την Ευρωπαϊκή ειρήνη, ο μόνος σκοπός αυτών των διαπραγματεύσεων είναι η ενίσχυση των σχέσεων μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Φινλανδίας, και η ενδυνάμωση της ειρηνικής συνεργασίας των δύο χωρών στο ζήτημα της διαφύλαξης της ασφάλειας της Σοβιετικής Ένωσης και της Φινλανδίας.”
Μετά από αυτή την ξεκάθαρη απάντηση από τον Πρόεδρο του Προεδρείου του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ, θα πρέπει να είναι αρκετά σαφές ότι, με την επίδειξη καλής θέλησης, η Φινλανδική κυβέρνηση θα συμφωνήσει με τις προτάσεις μας, οι οποίες είναι οι ελάχιστες δυνατές και οι οποίες- μακράν του να διάκεινται ενάντια στα εθνικά και κρατικά συμφέροντα της Φινλανδίας- θα βελτιώσουν την ασφάλειά της και θα αποτελέσουν μια ευρεία βάση για την περαιτέρω ενταντική ανάπτυξη των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ των χωρών μας.
Τώρα, κάποια λίγα λόγια για τις διαπραγματεύσεις μας με την Τουρκία. Όλα τα είδη παραμυθιών διαδίδονται στο εξωτερικό αναφορικά με την ουσία αυτών των διαπραγματεύσεων. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η ΕΣΣΔ ζήτησε την εκχώρηση των περιφερειών του Αρνταχάν και του Κάρς. Πρέπει να πούμε, από τη μεριά μας, ότι αυτό είναι μια ξεδιάντροπη επινόηση και ψέμα. Άλλοι ισχυρίζονται ότι η ΕΣΣΔ απαίτησε αλλαγές στη διεθνή σύμβαση του Μοντρέ και μια προνομιακή θέση για τα Στενά. Και αυτό είναι μια επινόηση και ένα ψέμα.
Στην πραγματικότητα, το ζήτημα ήταν η σύναψη διμερούς Συμφώνου αμοιβαίας βοήθειας περιορισμένο στις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας και των Στενών. Η ΕΣΣΔ θεώρησε, πρώτον, ότι η σύναψη ενός τέτοιου Συμφώνου δεν θα μπορούσε να την ωθήσει σε κινήσεις οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένοπλη ‎σύραξη με τη Γερμανία. Δεύτερον, ότι η ΕΣΣΔ θα πρέπει να έχει μια εγγύηση ότι, σε περίπτωση πολεμικού κινδύνου, η Τουρκία δεν θα επέτρεπε σε πολεμικά πλοία δυνάμεων που δεν είναι από τη Μαύρη Θάλασσα να περάσουν μέσω του Βοσπόρου στη Μαύρη Θάλασσα. Η Τουρκία απέρριψε και τις δύο προτάσεις της ΕΣΣΔ, καθιστώντας έτσι τη σύναψη ενός τέτοιου συμφώνου αδύνατη.
Οι σοβιετοτουρκικές διαπραγματεύσεις δεν οδήγησαν στη σύναψη ενός συμφώνου, όμως βοήθησαν να ξεκαθαριστούν, ή τουλάχιστον να διερευνηθούν, κάποια πολιτικά ζητήματα τα οποία μας ενδιαφέρουν. Στη σημερινή διεθνή κατάσταση είναι ιδιαίτερα σημαντικό να γνωρίζουμε το πραγματικό πρόσωπο και την πολιτική των κρατών, με τα οποία οι σχέσεις μας έχουν ιδιαίτερη σημασία. Πολλά πράγματα που διέπουν την πολιτική της Τουρκίας έχουν τώρα γίνει πιο ξεκάθαρα σε εμάς, τόσο ως αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων της Μόσχας, όσο και ως αποτέλεσμα των πρόσφατων κινήσεων της Τουρκικής κυβέρνησης στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής.
Όπως γνωρίζετε, η κυβέρνηση της Τουρκίας προτίμησε να προσδέσει τη μοίρα της με μια συγκεκριμένη ομάδα Ευρωπαϊκών δυνάμεων που συμμετέχει στο σημερινό πόλεμο. Συνήψε ένα Σύμφωνο Αμοιβαίας Βοήθειας με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία, οι οποίες, κατά τους τελευταίους δύο μήνες, διεξάγουν πόλεμο εναντίον της Γερμανίας. Η Τουρκία έχει έτσι οριστικά εγκαταλείψει μια πολιτική αυστηρής ουδετερότητας, και έχει μπει στην τροχιά του επεκτεινόμενου Ευρωπαϊκού πολέμου. Αυτό ευχαριστεί πολύ τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία, οι οποίες ενδιαφέρονται να σύρουν όσο περισσότερες ουδέτερες χώρες γίνεται στη δική τους σφαίρα πολέμου. Αν η Τουρκία το μετανιώσει αυτό δεν είμαστε σε θέση να το μαντέψουμε. Είναι μόνο υποχρέωσή μας να επισημάνουμε αυτούς τους νέους παράγοντες στην εξωτερική πολιτική του γείτονά μας, και να κρατήσουμε ένα προσεκτικό μάτι πάνω στην εξέλιξη των γεγονότων.
Αν η Τουρκία έχει τώρα, ως ένα βαθμό, δέσει τα χέρια της και έχει πάρει τον επικίνδυνο δρόμο της υποστήριξης μιας ομάδας εκ των εμπολέμων, η Τουρκική κυβέρνηση προφανώς συνειδητοποιεί την ευθύνη που έχει ως εκ τούτου αναλάβει. Όμως δεν είναι αυτή η εξωτερική πολιτική που η Σοβιετική κυβέρνηση ασκεί και χάρη στην οποία έχει καταγάγει όχι λίγες επιτυχίες, στη σφαίρα της εξωτερικής πολιτικής. Η Σοβιετική Ένωση προτιμά να έχει τα χέρια της ελεύθερα και, μελλοντικά, να συνεχίσει να εφαρμόζει με συνέπεια την πολιτική της ουδετερότητάς της, και όχι μόνο να μη βοηθά στην εξάπλωση του πολέμου, αλλά να βοηθά στην ενίσχυση οποιωνδήποτε προσπαθειών υπάρχουν για την αποκατάσταση της ειρήνης.
Είμαστε πεπεισμένοι ότι η πολιτική ειρήνης την οποια η ΕΣΣΔ με συνέπεια ασκεί, προάγει και τις καλύτερες προοπτικές για το μέλλον. Και αυτή την πολιτική είναι που θα ασκήσουμε και στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, επίσης, πεπεισμένοι ότι θα διασφαλίσουμε πλήρως την ορθή εφαρμογή της, όπως τα συμφέροντα της Σοβιετιής Ένωσης και των φιλικών προς τη Σοβιετική Ένωση κρατών απαιτούν.
Τώρα, αναφορικά με τις σχέσεις μας με την Ιαπωνία. Υπήρχε πρόσφατα μια κάποια βελτίωση στις σοβιετοϊαπωνικές σχέσεις. Οι ενδείξεις αυτής της βελτίωσης έχουν καταστεί ορατές έπειτα από την πρόσφατη σύναψη της Συμφωνίας της Μόσχας, ως αποτέλεσμα της οποίας σταμάτησε η πολύ γνωστή σύγκρουση για τα σύνορα Μογγολίας-Μαντζουρίας. Για πολλούς μήνες, ή για να είμαστε συγκεκριμένοι, το Μάη, τον Ιούνη, τον Ιούλη, τον Αύγουστο και ως τα μέση του Σεπτέμβρη, εχθροπραξίες έλαβαν χώρα στην περιοχή Nomankhan κοντά στα σύνορα Μογγολίας-Μαντζουρίας, μεταξύ Ιαπωνικών-Μαντζουριανών και Σοβιετικών-Μογγολικών στρατευμάτων. Κατά την περίοδο αυτή, όλων των ειδών τα όπλα, συμπεριλαμβανομένων αεροπλάνων και βαριού οπλισμού, χρησιμοποιήθηκαν και οι μάχες ήταν, κάποιες στιγμές, ιδιαίτερα αιματηρές.‎
Αυτή η απόλυτα μη αναγκαία σύγκρουση προκάλεσε μάλλον βαριές απώλειες στην πλευρά μας και απώλειες πολλές φορές βαρύτερες στην πλευρά της Ιαπωνίας και της Μαντζουρίας. Εντέλει, η Ιαπωνία έκανε προτάσεις για τον τερματισμό της σύγκρουσης και πρόθυμα εμείς ανταποκριθήκαμε στις επιθυμίες της Ιαπωνικής κυβέρνησης. Όπως γνωρίζετε, η σύγκρουση προέκυψε εξαιτίας της επιδίωξης της Ιαπωνίας να προσαρτήσει τμήμα του εδάφους της Μογγολικής Λαϊκής Δημοκρατίας, και έτσι βιαίως να αλλάξει τα σύνορα Μογγολίας-Μαντζουρίας υπέρ της. Τέτοια μονομερής μέθοδος δράσης έπρεπε να αντιμετωπιστεί με αποφασιστική απόκρουση, και έχει άλλη μια φορά αποδείξει την απόλυτη ματαιότητά της, όταν ασκείται σε βάρος της Σοβιετικής Ένωσης ή των συμμάχων της.
Ενώ το παράδειγμα της άτυχης Πολωνίας έχει προσφάτως αποδείξει πόσο λίγη αξία έχουν σύμφωνα αμοιβαίας βοήθειας που υπογράφτηκαν κατά καιρούς από κάποιες ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις, αυτό που συνέβη στα σύνορα Μογγολίας-Μαντζουρίας απέδειξε κάτι το εντελώς διαφορετικό. Απέδειξε την αξία των συμφώνων αμοιβαίας βοήθειας στα οποία μπαίνει η υπογραφή της Σοβιετικής Ένωσης. Αναφορικά με αυτή τη σύγκρουση, αυτή σταμάτησε με τη σοβιετοϊαπωνική συμφωνία που συνήφθη στη Μόσχα στις 15 Σεπτέμβρη, και η ειρήνη πλήρως αποκαταστάθηκε στα σύνορα Μογγολίας-Μαντζουρίας. Έτσι, το πρώτο βήμα για τη βελτίωση των σοβιετοϊαπωνικών σχέσεων έγινε.
Το επόμενο βήμα είναι η δημιουργία μιας κοινής επιτροπής χάραξης των συνόρων από εκπροσώπους της σοβιετομογγολικής και της ιαπωνομαντζουριανής πλευράς. Αυτή η επιτροπή θα αναλάβει να εξετάσει κάποια ζητήματα για τα σύνορα, για τα οποία υπάρχουν διαφορές. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν επιδειχθεί καλή θέληση, όχι μόνο από την πλευρά μας, τότε η μέθοδος της πρακτικής εξέτασης των συνοριακών ζητημάτων θα παράγει καλά αποτελέσματα. Επιπροσθέτως, υπάρχει πλέον η δυνατότητα έναρξης Σοβιετοϊαπωνικών εμπορικών διαπραγματεύσεων.
Πρέπει να αναγνωριστεί ότι η ανάπτυξη του σοβιετοϊαπωνικού εμπορίου είναι προς το συμφέρον και των δύο χωρών. Έτσι έχουμε λόγο να μιλάμε για την απαρχή μιας βελτίωσης στις σχέσεις μας με την Ιαπωνία. Είναι δύσκολο ως τώρα να κρίνουμε πόσο μακριά μπορούμε να υπολογίζουμε στη ραγδαια εξέλιξη αυτής της τάσης. Δεν είμαστε, μέχρις στιγμής, σε θέση να βεβαιωθούμε πόσο βαθιά έχει προτοιμαστεί το έδαφος στους ιαπωνικούς κύκλους. Από την πλευρά μας, μπορώ να πώ ότι βλέπουμε θετικά τα ιαπωνικά ανοίγματα αυτού του είδους και ότι τα προσεγγίζουμε από τη σκοπιά της βασικής πολιτικής μας θέσης και της έγνοιάς μας για τα συμφέροντα της ειρήνης.
Τέλος, λίγα λόγια για το πολεμικό λαθρεμπόριο και την εξαγωγή όπλων από ουδέτερες σε εμπόλεμες χώρες. Προχτές, δόθηκε στη δημοσιότητα η νότα της Σοβιετικής κυβέρνησης σε απάντηση της νότας της Μεγάλης Βρετανίας της 6ης και της 11ης Σεπτέμβρη. Η νότα μας εξηγεί τις απόψεις της ΕΣΣΔ για το ζήτημα του πολεμικού λαθρεμπορίου και τονίζει ότι η Σοβιετική κυβέρνηση δεν μπορεί να θεωρεί πολεμικό λαθρεμπόριο τα τρόφιμα, τα καύσιμα για τον άμαχο πληθυσμό και το ρουχισμό, και ότι η απαγόρευση εισαγωγής ειδών μαζικής κατανάλωσης σημαίνει καταδίκη παιδιών, γυναικών, γέρων και αρρώστων σε δεινά και πείνα.
Η σοβιετική κυβέρνηση δηλώνει σε αυτή τη νότα ότι τέτοια ζητήματα δεν μπορούν να διευθετηθούν με μονομερείς αποφάσεις, όπως έχει κάνει η Μεγάλη Βρετανία, αλλά πρέπει να διευθετηθούν με μια κοινή συναίνεση των δυνάμεων. Αναμένουμε ότι ουδέτερες χώρες, καθώς και η κοινή γνώμη στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία, θα αναγνωρίσουν την ορθότητα της θέσης μας, και θα πάρουν μέτρα ώστε να αποτρέψουν ο πόλεμος μεταξύ στρατών εμπόλεμων χωρών να μετατραπεί σε πόλεμο εναντίον παιδιών, γυναικών, γέρων και αρρώστων. Σε κάθε περίπτωση, η χώρα μας, ως ουδέτερη χώρα, η οποία δεν ενδιαφέρεται για την εξάπλωση του πολέμου, θα πάρει κάθε μέτρο για να καταστήσει τον πόλεμο λιγότερο καταστρεπτικό, να τον αποδυναμώσει και να επιταχύνει τον τερματισμό του, προς το συμφέρον της ειρήνης.
Από αυτή τη σκοπιά, η απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να άρει το εμπάργκο στην εξαγωγή όπλων σε εμπόλεμες χώρες δημιουργεί δικαιολογημένες ανησυχίες. Ελάχιστα μπορεί να αμφισβητηθεί ότι το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης δεν θα είναι η αποδυνάμωση του πολέμου και η επιτάχυνση του τερματισμού της, αλλά, αντιθέτως, η ένταση, η επιδείνωση και η χρονική επέκτασή του. Φυσικά, αυτή η απόφαση μπορεί να εξασφαλίσει μεγάλα κέρδη για τις αμερικανικές πολεμικές βιομηχανίες, όμως, αναρωτιέται κανείς, μπορεί κάτι τέτοιο να αποτελεί δικαιολογία για την άρση του εμπάργκο στην εξαγωγή όπλων από την Αμερική; Σίγουρα δεν μπορεί.
Αυτή είναι η διεθνής κατάσταση στην παρούσα φάση. Αυτές είναι οι αρχές της εξωτερικής πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης.‎


Πηγή:  http://parapoda.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.