Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Ομιλία Μολότοφ για το σοβιετογερμανικό σύμφωνο (“Ρίμπεντροπ-Μολότοφ”) στο Ανώτατο Σοβιέτ της ΕΣΣΔ (31/8/1939)

Ομιλία Μολότοφ στο Ανώτατο Σοβιέτ της ΕΣΣΔ (31/8/1939)


Η σύναψη του γερμανοσοβιετικού συμφώνου, που έχει μείνει γνωστό ως Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, στις 23 Αυγούστου 1939, δηλαδή πριν από 75 χρόνια, έχει αποτελέσει άλλη μια αφορμή για εξαπόλυση αντικομμουνιστικών και αντισοβιετικών ψεμάτων, σε τέτοιο βαθμό, ώστε αυτά να “πιάνουν τόπο” και σε πολλούς καλοπροαίρετους αντιφασίστες και ειρηνόφιλους ανθρώπους. Και τι δεν έχει ακουστεί για αυτή: “Προδοσία του δημοκρατικού στρατοπέδου”, “διχοτόμηση της Πολωνίας”, “σφύριγμα της έναρξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου”, “έναρξη της σοβιετικής επιθετικότητας σε έξι χώρες” κλπ κλπ.
Φυσικά, κανένα φαινόμενο δεν μπορεί να αποσπάται από τον περίγυρό του, από τα φαινόμενα που προηγήθηκαν και από όσα το επηρέασαν. 

‘Ετσι, δεν είναι άνευ σημασίας να τονιστούν οι επανειλημμένες προσπάθειες της ΕΣΣΔ- ήδη από το 1934-για δημιουργία ενός συστήματος συλλογικής ασφάλειας με τους Βρετανούς και τους Γάλλους, οι οποίοι όμως συστηματικά το αρνούνταν, και το καλοκαίρι του 1939 κυριολεκτικά το γελοιοποίησαν, με το να αποστείλουν τους εκπροσώπους τους στη Μόσχα με..καράβι και…άνευ πληρεξούσιων (για την ακριβή καταγραφή μίας προς μία των βρετανογαλλικών κινήσεων τέτοιου είδους βλ. και “Ποιος βοήθησε τον Χίτλερ;”, αναμνήσεις του πρώην πρεσβευτή της ΕΣΣΔ στο Λονδίνο, Ιβάν Μάισκι). Δεν είναι άνευ σημασίας να ειπωθεί ότι και το ίδιο το Πολωνικό κράτος, με τον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκε από τους νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν αποτελούσε παρά, από τη μια, βατήρας για αντισοβιετικές επιθέσεις και, από την άλλη, ένας ακόμα κρίκος της αλυσίδας κρατών που δημιουργήθηκαν για την περικύκλωση-ανάσχεση της (ανερχόμενης, παρά το “φίμωτρο” των Βερσαλλιών) Γερμανίας, και ότι, για αυτό επίσης, πέραν της σωβινιστικής τους τύφλωσης, οι πολωνοί ιθύνοντες, απέρριπταν τη σύναψη τέτοιου συμφώνου αμοιβαίας βοήθειας με την ΕΣΣΔ. Δεν είναι άνευ σημασίας να τονιστεί ότι η σύναψη του συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότοφ για κάποιο διάστημα περιόρισε την έκταση του πολέμου στην Ευρώπη και τον κόσμο (βλ.θετικό αντίκτυπο στις σχέσεις με Ιαπωνία και τερματισμός του ιαπωνικού πολέμου στη Μογγολία-Μαντζουρία). Δεν είναι άνευ σημασίας να ειπωθεί ότι πρόκειται για τη μεγαλύτερη στρατηγική διπλωματική κίνηση στον 20ό αιώνα, καθώς η ΕΣΣΔ όχι μόνο διέσπασε το ενιαίο ως τότε αντισοβιετικό μπλοκ που καταβρόχθιζε κράτη όπως η Τσεχοσλοβακία ή η Αυστρία, αλλά και, εν τέλει, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για το ξεδίπλωμα της λαϊκής πρωτοβουλίας και αντίστασης που, στο τέλος του πολέμου, κατέληξε να παγιώσει το κοινωνικό κράτος και την ειρήνη στην Ευρώπη για 45 χρόνια, να εκδιώξει τον ιμπεριαλισμό και μερικώς και τον καπιταλισμό από το 1/3 της Γης, και να συμβάλλει στην κατάρρευση του αποικιοκρατικού συστήματος, με την κατάρρευση μεγάλων και αποικιοκρατικών δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ιαπωνία αλλά και Ιταλία).
Και βέβαια, κανένα από τα παραπάνω δεν είχαν να κάνουν αποκλειστικά με τα κρατικά συμφέροντα της ΕΣΣΔ, αλλά αφορούσαν και την πρόοδο ολόκληρης της ανθρωπότητας. Γιατί αν λάβει κανείς υπόψη ότι και η ΕΣΣΔ είχε το δικαίωμα να έχει κρατικά συμφέροντα, δεν μπορεί να της προσάψει κανείς το ότι ήθελε αυτή να επιλέξει το αν και πότε θα συρθεί σε πόλεμο.
Σε καμία, ωστόσο, περίπτωση δεν επρόκειτο για πραγματιστική, ανήθικη πολιτική, αφ’ης στιγμής επρόκειτο για πολιτική διατήρησης αξιοπρεπούς ειρήνης (σε αντίθεση με όσα λένε οι διαστρεβλωτές της αλήθειας, δεν επρόκειτο για Σύμφωνο Αμοιβαίας Βοήθειας, αλλά για Σύμφωνο Μη Επίθεσης, το οποίο αργότερα επεκτάθηκε και έγινε Σύμφωνο Φιλίας). Εξάλλου, ο ναζισμός, δηλαδή μια ιδεολογία, δεν θα μπορούσε να εξαφανιστεί μόνο με την “απλή” επιδείνωση διακρατικών σχέσεων ή και με κήρυξη πολέμου.
Είναι γεγονός, ωστόσο, ότι τα χρόνια 1939-’41, δεν έχουν μελετηθεί από το κομμουνιστικό κίνημα. Κι όμως, πρόκειται για πολύτιμη εμπειρία, καθώς σε συνθήκες που, όπως σήμερα, ο ουρανός σκοτεινιάζει από τα σύννεφα του πολέμου, σε συνθήκες που ο πολιτικός χρόνος συμπυκνώνεται-επιταχύνεται, πολλές έννοιες χάνουν ή αλλάζουν νόημα, ο κύριος εχθρός και η διάταξη δυνάμεων αλλάζουν συνεχώς, πολλές “παραδοσιακές” θέσεις και στάσεις πρέπει να αλλάζουν γρήγορα, και αυτές οι αλλαγές πρέπει να αφομοιώνονται ακόμα πιο γρήγορα από τους κομμουνιστές, τους προοδευτικούς ανθρώπους και τους δημοκράτες.
Σε κάθε περίπτωση, το parapoda, με αφορμή την “επέτειο” των 75 χρόνων από την έναρξη αυτής της δύσκολης περιόδου για το κομμουνιστικό κίνημα (γιατί ούτε τότε είχε κατανοηθεί πλήρως και ομοίως αυτή η αναγκαιότητα γρήγορης αλλαγής), ξεκινά την παράθεση διάφορων κειμένων της περιόδου, που είναι από τις λιγότερο μελετημένες και στην Ελλάδα, αφού και τότε το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα βρισκόταν όχι μόνο στην παρανομία αλλά και σε συνθήκες σχεδόν διάλυσης, και η φιλολογία εκείνης της περιόδου δεν έχει μεταφραστεί.
Η αρχή γίνεται με την ομιλία του Υπουργού Εξωτερικών Βιάτσεσλαβ Μολότοφ στο Ανώτατο Σοβιέτ για την επικύρωση του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, την παραμονή κυριολεκτικά της έναρξης του πολέμου Γερμανίας-Πολωνίας, στις 31/8/1939, ο οποίος αποτέλεσε το “εναρκτήριο λάκτισμα” για τη διαδοχική κήρυξη πολέμων που συνολικά αποτέλεσαν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
***
Από την 3η σύνοδο του Ανώτατου Σοβιέτ η διεθνής κατάσταση δεν έχει να επιδείξει καμία αλλαγή προς το καλύτερο. Αντιθέτως, έχει γίνει ακόμα πιο τεταμένη.
Οι κινήσεις διαφόρων κυβερνήσεων για να τερματιστεί αυτή η κατάσταση έντασης έχουν προφανώς αποδειχτεί ακατάλληλες. Δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Αυτό ισχύει για την Ευρώπη. Όμως καμία αλλαγή προς το καλύτερο δεν έλαβε χώρα ούτε στην Ανατολική Ασία. Τα ιαπωνικά στρατεύματα συνεχίζουν να καταλαμβάνουν τις κύριες πόλεις και ένα σημαντικό τμήμα της Κίνας, ενώ η Ιαπωνία δεν απέχει από εχθρικές ενέργειες ούτε απέναντι στην ΕΣΣΔ. Εδώ, επίσης, η κατάσταση έχει γίνει ακόμα πιο κρίσιμη.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η σύναψη ενός συμφώνου μη επίθεσης μεταξύ ΕΣΣΔ και Γερμανίας, το οποίο αποτρέπει τον κίνδυνο ενός πολέμου μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης, έχει τρομερά θετική αξία. Προκειμένου ξεκάθαρα να καταλάβουμε τη σημασία αυτού του συμφώνου, πρέπει πρώτα να αναφερθώ στις διαπραγματεύσεις που έλαβαν χώρα τους τελευταίους μήνες στη Μόσχα με εκπροσώπους της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας.
Όπως γνωρίζετε, οι Αγγλογαλλοσοβιετικές διαπραγματεύσεις για τη σύναψη ενός συμφώνου αμοιβαίας βοήθειας έναντι επίθεσης στην Ευρώπη ξεκίνησαν ήδη από τον Απρίλη. Στην πραγματικότητα, οι αρχικές προτάσεις της βρετανικής κυβέρνησης ήταν, όπως γνωρίζετε, εντελώς απαράδεκτες. Αγνοούσαν τα στοιχειώδη προαπαιτούμενα για τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις- αγνοούσαν την αρχή της αμοιβαιότητας και της ισότητας των υποχρεώσεων. Παρ’ όλα αυτά, η σοβιετική κυβέρνηση δεν απέρριψε τις διαπραγματεύσεις και, με τη σειρά της, έκανε τις δικές της προτάσεις. Ήταν σε γνώση μας το γεγονός ότι ήταν δύσκολο για τις κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας να κάνουν μια απότομη αλλαγή στην πολιτική τους, από μια μη φιλική στάση έναντι της Σοβιετικής Ένωσης που υπήρχε μέχρι πολύ πρόσφατα σε σοβαρές διαπραγματεύσεις με την ΕΣΣΔ στη βάση της προϋπόθεσης της ισότητας των υποχρεώσεων. Ωστόσο, οι διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν δεν απέδωσαν καρπούς. 
 
ArrivalEnglish and French military missions to participate in negotiations Muskvi(August 1939)

Άφιξη στη Μόσχα των Γάλλων και Βρετανών στρατιωτικών αποστολών για την έναρξη διαπραγματεύσεων (Αύγουστος 1939) (πηγή)
Οι αγγλογαλλοσοβιετικές διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν για τους επόμενους τέσσερις μήνες. Βοήθησαν να διασαφηνιστούν πλήθος ζητημάτων. Ταυτόχρονα, κατέστησαν ξεκάθαρο στους εκπροσώπους της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας ότι η Σοβιετική Ένωση έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη σοβαρά στα διεθνή ζητήματα. Όμως αυτές οι διαπραγματεύσεις συνάντησαν και ανυπέρβλητα εμπόδια. Το πρόβλημα, φυσικά, δεν ήταν οι «διατυπώσεις» ή κάποιες πρόνοιες στο κείμενο του συμφώνου. Όχι, υπήρχαν πιο σοβαρά ζητήματα.
Η σύναψη ενός συμφώνου αμοιβαίας βοήθειας σε περίπτωση επίθεσης θα είχε αξία μόνο αν η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Σοβιετική Ένωση έφταναν σε συμφωνία η οποία θα προέβλεπε συγκεκριμένα στρατιωτικά μέτρα έναντι της επίθεσης από κάποιον. Επομένως, για μια περίοδο, όχι μόνο πολιτικές, αλλά και στρατιωτικές διαπραγματεύσεις με εκπροσώπους των Βρετανικών και Γαλλικών στρατών διεξήχθησαν στη Μόσχα. Ωστόσο, τίποτα δεν βγήκε από τις στρατιωτικές διαπραγματεύσεις. Η δυσκολία που συνάντησαν ήταν ότι η Πολωνία, η οποία θα έχαιρε της κοινής εγγύησης από πλευράς Βρετανίας, Γαλλίας και ΕΣΣΔ, απέρριψε τη στρατιωτική βοήθεια από πλευράς ΕΣΣΔ. Προσπάθειες για να ξεπεραστούν οι αντιρρήσεις της Πολωνίας δεν στέφθηκαν με επιτυχία. Επιπλέον, οι διαπραγματεύσεις απέδειξαν ότι η Μεγάλη Βρετανία δεν πάσχιζε για την άρση των αντιρρήσεων της Πολωνίας, αλλά, αντιθέτως, τις ενθάρρυνε. Είναι ξεκάθαρο ότι με τέτοια στάση από την πλευρά της Πολωνικής κυβέρνησης και του κύριου συμμάχου της έναντι της στρατιωτικής βοήθειας εκ μέρους της Σοβιετικής Ένωσης τις παραμονές της επίθεσης, οι αγγλογαλλοσοβιετικές διαπραγματεύσεις δεν μπορούσαν να αποδώσουν καρπούς. Έπειτα από αυτό, μας κατέστη ξεκάθαρο ότι οι αγγλογαλλοσοβιετικές διαπραγματεύσεις ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία.
Τι απέδειξαν οι διαπραγματεύσεις με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία;
Οι αγγλογαλλοσοβιετικές διαπραγματεύσεις απέδειξαν ότι η θέση της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας χαρακτηρίζεται από κραυγαλέες αντιφάσεις.
Κρίνετε από μόνοι σας.
Από τη μια πλευρά, Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία απαίτησαν η ΕΣΣΔ να παράσχει στρατιωτική βοήθεια προς την Πολωνία σε περίπτωση επίθεσης. Η ΕΣΣΔ, όπως γνωρίζετε, ήταν πρόθυμη να ικανοποιήσει αυτό το αίτημα, με την προϋπόθεση ότι αυτή θα λάμβανε παρόμοια βοήθεια από τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία. Από την άλλη, Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία έφεραν στο προσκήνιο την Πολωνία, η οποία κατηγορηματικά απέρριπτε τη στρατιωτική βοήθεια από πλευράς ΕΣΣΔ. Απλώς προσπαθήστε να φτάσετε σε μια συμφωνία που αφορά στρατιωτική βοήθεια υπ’ αυτές τις περιστάσεις, όταν η βοήθεια εκ μέρους της ΕΣΣΔ κηρύσσεται εκ των προτέρων περιττή και ενοχλητική.
Επιπλέον, από τη μια πλευρά, Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία προσφέρονταν να εγγυηθούν στη Σοβιετική Ένωση στρατιωτική βοήθεια έναντι επίθεσης σε αντάλλαγμα για την παροχή αντίστοιχης βοήθειας από πλευράς ΕΣΣΔ. Από την άλλη, περιέβαλλαν την παροχή βοήθεια εκ μέρους τους με τέτοιες προϋποθέσεις, αναφορικά με την έμμεση επίθεση, ωσάν να μετατρεπόταν αυτή η βοήθεια σε έναν μύθο, και για να τους δοθεί μια τυπική δικαιολογία για να αποφύγουν να παρέχουν τελικά τη βοήθεια και να αφήσουν την ΕΣΣΔ μόνη έναντι του επιτιθέμενου. Απλώς προσπαθήστε να διακρίνετε μεταξύ ενός τέτοιου «συμφώνου αμοιβαίας βοήθειας» και ενός συμφώνου μιας περισσότερο ή λιγότερο καμουφλαρισμένης στρεψοδικίας.
Επιπρόσθετα, από τη μια πλευρά, Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία τόνιζαν τη σημασία και τη σοβαρότητα των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη ενός συμφώνου αμοιβαίας βοήθειας και απαιτούσαν η ΕΣΣΔ να μεταχειρίζεται το ζήτημα σοβαρά και να διευθετήσει χωρίς καθυστέρηση όλα τα ζητήματα σε σχέση με το σύμφωνο. Από την άλλη, οι ίδιες επέδειξαν μια ακραία κωλυσιεργία και αντιμετώπιζαν τις διαπραγματεύσεις πολύ χαλαρά, αναθέτοντάς τις σε χαμηλόβαθμα άτομα τα οποία δεν είχαν τις κατάλληλες εξουσίες. Αρκεί να αναφέρουμε ότι οι Βρετανικές και Γαλλικές στρατιωτικές αποστολές ήρθαν στη Μόσχα χωρίς καν συγκεκριμένες αρμοδιότητες και χωρίς καν το δικαίωμα να συνάψουν οποιοδήποτε είδος στρατιωτικής σύμβασης. Μάλιστα, η Βρετανική στρατιωτική αποστολή έφτασε στη Μόσχα χωρίς καμία εξουσιοδότηση, και ήταν μόνο μετά από απαίτηση της στρατιωτικής μας αποστολής που, κυριολεκτικά την παραμονή της κατάρρευσης των διαπραγματεύσεων, παρουσίασε γραπτά διαπιστευτήρια. Όμως και αυτά είχαν τον πλέον ασαφή χαρακτήρα, και δεν ήταν διαπιστευτήρια κατάλληλου βάρους. Προσπαθήστε απλώς να ξεχωρίσετε μια ελαφρόμυαλη στάση έναντι των διαπραγματεύσεων εκ μέρους της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας και μιας επιπόλαιης προσποίησης διαπραγματεύσεων με στόχο την απαξίωση της όλης υπόθεσης.
Τέτοιες ήταν οι εγγενείς αντιφάσεις στη στάση της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας έναντι των διαπραγματεύσεων με την ΕΣΣΔ που οδήγησαν στην κατάρρευσή τους.
Ποια είναι η αιτία αυτών των αντιφάσεων στη στάση της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας;
Με λίγα λόγια, μπορεί να τεθεί ως εξής. Από τη μια, οι κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Γαλλίας φοβούνται την επίθεση, και για αυτό το λόγο θα ήθελαν να έχουν ένα σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας με τη Σοβιετική Ένωση, καθ’ όσον θα ενίσχυε αυτές, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία. Όμως, από την άλλη, οι κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Γαλλίας φοβούνται ότι η σύναψη ενός πραγματικού συμφώνου αμοιβαίας βοήθειας με την ΕΣΣΔ μπορεί να ενισχύσει τη χώρα μας, την ΕΣΣΔ, κάτι το οποίο, φαίνεται, δεν ήταν στους στόχους τους. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτοί οι φόβοι τους ξεπερνούσαν τις όποιες άλλες σκέψεις. Είναι μόνο κατ’ αυτό τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να καταλάβουμε τη στάση της Πολωνίας, η οποία δρα υπό τις εντολές της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας.


pravda1939-08-24


Το πρωτοσέλιδο της Πράβντα την επαύριο της σύναψης του συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότοφ (24/08/1939)
Θα περάσω τώρα στη σύναψη του Σοβιετογερμανικού συμφώνου μη επίθεσης.
Η απόφαση για τη σύναψη συμφώνου μη επίθεσης μεταξύ ΕΣΣΔ και Γερμανίας ελήφθη αφότου οι στρατιωτικές διαπραγματεύσεις με τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία είχαν φτάσει σε αδιέξοδο εξαιτίας των προαναφερθεισών ανυπέρβλητων διαφορών. Καθώς οι διαπραγματεύσεις είχαν αποδείξει ότι η σύναψη συμφώνου αμοιβαίας βοήθειας δεν θα έπρεπε να αναμένεται, δεν μπορούσαμε παρά να εξετάσουμε άλλες δυνατότητες διασφάλισης της ειρήνης και αποτροπής ενός πολέμου μεταξύ Γερμανίας και ΕΣΣΔ. Αν οι κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Γαλλίας αρνούνταν να λάβουν υπόψη αυτό, αυτή είναι η δική τους θεώρηση. Δικό μας καθήκον είναι να σκεφτόμαστε τα συμφέροντα του σοβιετικού λαού, τα συμφέροντα της Ένωσης των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Πολλώ δε μάλλον όταν είμαστε ισχυρά πεπεισμένοι ότι τα συμφέροντα της ΕΣΣΔ συμπίπτουν με τα θεμελιώδη συμφέροντα των λαών των άλλων χωρών.
Όμως αυτό είναι μόνο η μία πλευρά του ζητήματος.
Κάτι άλλο έπρεπε να συμβεί, πέραν αυτού, προτού υπάρξει ένα Σοβιετογερμανικό σύμφωνο μη επίθεσης. Ήταν απαραίτητο η εξωτερική της Γερμανίας να πραγματοποιήσει μια στροφή προς φιλικές σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση. Μόνο όταν αυτή η δεύτερη προϋπόθεση ικανοποιήθηκε, μόνο όταν κατέστη ξεκάθαρο ότι η Γερμανική κυβέρνηση επιθυμούσε να αλλάξει την εξωτερική της πολιτική και να διασφαλίσει μια βελτίωση των σχέσεων με την ΕΣΣΔ, βρέθηκε η βάση για τη σύναψη ενός σοβιετογερμανικού συμφώνου μη επίθεσης.
Όλοι γνωρίζουν ότι κατά τα τελευταία έξι χρόνια, από τότε που οι Εθνικοσοσιαλιστές ήρθαν στην εξουσία, οι πολιτικές σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και ΕΣΣΔ ήταν τεταμένες. Όλοι γνωρίζουν επίσης ότι παρά τις διαφορές αντιλήψεων και πολιτικών συστημάτων, η σοβιετική κυβέρνηση επεδίωκε να διατηρήσει ομαλές επιχειρηματικές και πολιτικές σχέσεις με τη Γερμανία. Δεν είναι αναγκαίο τώρα να ανατρέχουμε σε μεμονωμένα περιστατικά των σχέσεων κατά τα τελευταία χρόνια, τα οποία, σύντροφοι, σας είναι αρκετά γνωστά. Πρέπει, ωστόσο, να επικαλεστώ την εξήγηση της εξωτερικής μας πολιτικής που δόθηκε πριν κάποιους μήνες στο 18ο Συνέδριο.
Αναφερόμενος στα καθήκοντά μας στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, ο σ. Στάλιν όρισε τη στάση μας έναντι των άλλων χωρών ως εξής:
«1. Να συνεχίσουμε την πολιτική ειρήνης και ενίσχυσης των επιχειρηματικών σχέσεων με όλες τις χώρες.
2. Να προσέχουμε και να μην επιτρέψουμε στη χώρα μας να συρθεί σε συγκρούσεις από πολεμοκάπηλους που έχουν συνηθίσει άλλοι να βγάζουν τα κάστανα από τη φωτιά για λογαριασμό τους».
Όπως βλέπετε, ο σ. Στάλιν δήλωνε σε αυτά τα συμπεράσματα ότι η Σοβιετική Ένωση διάκειται υπέρ της ενίσχυσης των επιχειρηματικών σχέσεων με όλες τις χώρες. Όμως, ταυτόχρονα, ο σ. Στάλιν μας προειδοποιούσε έναντι των πολεμοκάπηλων οι οποίοι φρόντιζαν για τα συμφέροντά τους να εμπλέξουν τη χώρα μας σε συγκρούσεις με άλλες χώρες.
Αποκαλύπτοντας τη σκόνη που σήκωνε ο Βρετανικός, Γαλλικός και Αμερικανικός Τύπος αναφορικά με τα γερμανικά «σχέδια» για την κατάληψη της Σοβιετικής Ουκρανίας, ο σ. Στάλιν έλεγε:
«Φαίνεται ωσάν σκοπός αυτού του ύποπτου σαματά ήταν να εξοργίσει τη Σοβιετική Ένωση ενάντια στη Γερμανία, να δηλητηριάσει την ατμόσφαιρα και να προκαλέσει σύγκρουση με τη Γερμανία χωρίς ορατό λόγο».
Όπως βλέπετε, ο σ. Στάλιν έθετε το δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων, όταν αποκάλυπτε τις μηχανορραφίες των δυτικοευρωπαίων πολιτικών που προσπαθούσαν να θέσουν σε αντιπαράθεση τη Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση.
Πρέπει να ομολογήσουμε ότι υπήρχαν κοντόθωροι άνθρωποι και στη χώρα μας, οι οποίοι, τείνοντας να υπεραπλουστεύσουν την αντιφασιστική προπαγάνδα, ξεχνούσαν αυτό το προβοκατόρικο έργο των εχθρών μας. Έχοντας αυτό κατά νου, ο σ. Στάλιν ακόμα και τότε πρότεινε τη δυνατότητα ύπαρξης άλλων, μη εχθρικών, σχέσεων καλής γειτονίας μεταξύ Γερμανίας και ΕΣΣΔ.
Μπορεί τώρα να ειδωθεί ότι γενικά η Γερμανία σωστά κατάλαβε αυτές τις δηλώσεις του σ. Στάλιν και συνήγαγε πρακτικά συμπεράσματα από αυτές.
Η σύναψη του σοβιετογερμανικού συμφώνου μη επίθεσης αποδεικνύει ότι η ιστορική πρόβλεψη του σ. Στάλιν έχει λαμπρά επαληθευτεί.
Την άνοιξη αυτού του έτους η Γερμανική κυβέρνηση έκανε μια πρόταση για την επανέναρξη εμπορικών και πιστωτικών διαπραγματεύσεων. Οι διαπραγματεύσεις ξανάρχισαν λίγο μετά. Προβαίνοντας σε αμοιβαίες παραχωρήσεις, πετύχαμε να καταλήξουμε σε συμφωνία. Όπως γνωρίζετε, αυτή η συμφωνία υπογράφτηκε στις 19 Αυγούστου.
Αυτή δεν είναι η πρώτη εμπορική και πιστωτική συμφωνία που συνάπτεται με τη Γερμανία επί της σημερινής της κυβέρνησης. Όμως αυτή η συμφωνία διαφέρει προς το καλύτερο όχι μόνο από τη συμφωνία του 1935, αλλά και από όλες τις άλλες προηγούμενες συμφωνίες, για να μην αναφέρουμε το γεγονός ότι δεν είχαμε καμία εξίσου επωφελή συμφωνία με τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία ή κάποια άλλη χώρα. Η συμφωνία είναι επωφελής σε εμάς λόγω των πιστωτικών της όρων (7ετής πίστωση) και μας επιτρέπει να παραγγείλουμε μια σημαντική επιπρόσθετη ποσότητα του εξοπλισμού που χρειαζόμαστε. Με αυτή τη συμφωνία, η ΕΣΣΔ αναλαμβάνει να πουλήσει στη Γερμανία μια ορισμένη ποσότητα από πλεονάσματα στις πρώτες ύλες μας για τις ανάγκες της βιομηχανίας της, η οποία πλήρως ανταποκρίνεται στα συμφέροντα της ΕΣΣΔ. Γιατί θα έπρεπε να απορρίψουμε μια τόσο επωφελή οικονομική συμφωνία; Σίγουρα όχι προς χάριν όσων είναι γενικά αντίθετοι η Σοβιετική Ένωση να έχει επωφελείς οικονομικές συμφωνίες με άλλες χώρες. Και είναι ξεκάθαρο ότι η εμπορική και πιστωτική συμφωνία με τη Γερμανία πλήρως συνάδει με τα οικονομικά συμφέροντα και τις αμυντικές ανάγκες της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή η συμφωνία πλήρως συνάδει με τις αποφάσεις του 18ου συνεδρίου του κόμματός μας το οποίο ενέκρινε τη δήλωση του σ. Στάλιν αναφορικά με το ευκταίο της «ενίσχυσης των επιχειρηματικών σχέσεων με όλες τις χώρες».
Όταν η γερμανική κυβέρνηση εξέφρασε την επιθυμία της να βελτιώσει και τις πολιτικές σχέσεις, η σοβιετική κυβέρνηση δεν είχε λόγο να αρνηθεί. Αυτό έδωσε αφορμή να εγερθεί το ζήτημα της σύναψης ενός συμφώνου μη επίθεσης.
Οι φωνές που εγείρονται τώρα μαρτυρούν την έλλειψη κατανόησης των πλέον απλών λόγων για την έναρξη της βελτίωσης στις πολιτικές σχέσεις μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Γερμανίας.
Για παράδειγμα, κάποιοι άνθρωποι ρωτούν, με έναν αέρα αθωότητας, πώς η Σοβιετική Ένωση μπόρεσε να επιτρέψει να βελτιώσει τις πολιτικές σχέσεις με ένα κράτος φασιστικού τύπου. Είναι κάτι τέτοιο δυνατό; Ρωτούν. Όμως ξεχνούν ότι αυτό δεν είναι ζήτημα της στάσης μας έναντι του εσωτερικού καθεστώτος μιας άλλης χώρας, αλλά των διεθνών σχέσεων μεταξύ κρατών. Ξεχνούν ότι ασπαζόμαστε τη θέση της μη ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών και, αντιστοίχως, της μη ανοχής της ανάμειξης στις δικές μας εσωτερικές υποθέσεις. Επιπλέον, ξεχνούν μια σημαντική αρχή της εξωτερικής μας πολιτικής, η οποία διατυπώθηκε από το σ. Στάλιν στο 18ο συνέδριο του κόμματος ως ακολούθως:
«Είμαστε υπέρ της ειρήνης και της ενίσχυσης των επιχειρηματικών σχέσεων με όλες τις χώρες. Αυτή είναι η θέση μας: και θα ασπαζόμαστε αυτή τη θέση για όσο αυτές οι χώρες διατηρούν αντίστοιχες σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση και για όσο δεν αποπειρώνται να καταπατήσουν τα συμφέροντα της χώρας μας».
Το νόημα αυτών των λέξεων είναι αρκετά ξεκάθαρο: η Σοβιετική Ένωση παλεύει να διατηρήσει φιλικές σχέσεις με όλες τις μη σοβιετικές χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές οι χώρες έχουν μια παρόμοια στάση έναντι της Σοβιετικής Ένωσης.
Στην εξωτερική μας πολιτική έναντι των μη σοβιετικών χωρών πάντοτε καθοδηγούμασταν από την πολύ γνωστή αρχή του Λένιν αναφορικά με την ειρηνική συνύπαρξη του σοβιετικού κράτους και των καπιταλιστικών χωρών. Ένας μεγάλος αριθμός από παραδείγματα μπορεί να αναφερθεί για να αποδειχτεί πώς αυτή η αρχή εφαρμόστηκε στην πράξη. Όμως πρέπει να περιοριστώ στην αναφορά μόνο λίγων. Είχαμε, για παράδειγμα, ένα σύμφωνο μη επίθεσης και ουδετερότητας με την Ιταλία ήδη από το 1933. Δεν συνέβη ποτέ κανείς ως τώρα να φέρει αντίρρηση σε αυτό το σύμφωνο. Και αυτό είναι φυσιολογικό. Καθ’ όσον αυτό το σύμφωνο ανταποκρίνεται στα συμφέροντα της ΕΣΣΔ, συνάδει με την αρχή μας αναφορικά με την ειρηνική συνύπαρξη της ΕΣΣΔ και των καπιταλιστικών χωρών. Έχουμε σύμφωνα μη επίθεσης με την Πολωνία και κάποιες άλλες χώρες των οποίων το ημιφασιστικό σύστημα είναι γνωστό σε όλους. Ούτε αυτές οι συνθήκες δεν έχουν δώσει λαβή για παρεξηγήσεις. Ίσως δεν θα ήταν περιττό να αναφέρω ότι δεν έχουμε καν συμφωνίες τέτοιου είδους με κάποιες άλλες, μη φασιστικές, αστικοδημοκρατικές χώρες, με την ίδια τη Μεγάλη Βρετανία, για παράδειγμα. Όμως για αυτό δεν φταίμε εμείς.
Από το 1926 η πολιτική βάση των σχέσεών μας με τη Γερμανία ήταν η Συνθήκη Ουδετερότητας, η οποία επιμηκύνθηκε, ήδη από την σημερινή γερμανική κυβέρνηση, το 1933. Αυτή η Συνθήκη Ουδετερότητας παραμένει εν ισχύ μέχρι σήμερα. Η Σοβιετική κυβέρνηση είχε ακόμα πιο νωρίς θεωρήσει ευκταίο να κάνει ένα περαιτέρω βήμα προς τη βελτίωση των πολιτικών σχέσεων με τη Γερμανία, όμως οι συνθήκες ήταν τέτοιες που αυτό κατέστη εφικτό μόλις τώρα. Είναι αλήθεια ότι δεν είναι ένα σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας για το οποίο κάνουμε λόγο, όπως ήταν το αντικείμενο των αγγλογαλλοσοβιετικών διαπραγματεύσεων, αλλά πρόκειται μόνο για ένα σύμφωνο μη επίθεσης. Παρ’ όλα αυτά, υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι δύσκολο να υπερεκτιμήσουμε τη διεθνή σημασία της σοβιετογερμανικής συμφωνίας.
Να γιατί αντιμετωπίσαμε θετικά την επίσκεψη στη Μόσχα του κ. Φον Ρίμπεντροπ, του Γερμανού Υπουργού Εξωτερικών.
Η 23η Αυγούστου 1939, η ημέρα υπογραφής του σοβιετογερμανικού συμφώνου μη επίθεσης, θα πρέπει να θεωρείται μια ημέρα μεγάλης ιστορικής σημασίας. Το σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ ΕΣΣΔ και Γερμανίας σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής στην ιστορία της Ευρώπης και όχι μόνο της Ευρώπης. Μόλις χτες οι Γερμανοί φασίστες ακολουθούσαν μια εξωτερική πολιτική εχθρική προς την ΕΣΣΔ. Ναι, μόλις χτες, ήμασταν εχθροί στη σφαίρα των διεθνών σχέσεων. Σήμερα, ωστόσο, η κατάσταση έχει αλλάξει και δεν είμαστε εχθροί πλέον. Η τέχνη της πολιτικής στον τομέα των διεθνών σχέσεων δεν συνίσταται στη δημιουργία περισσότερων εχθρών για τη χώρα σου. Αντιθέτως, συνίσταται στη μείωση του αριθμού τους και τη μετατροπή των χτεσινών εχθρών σε καλούς γείτονες που διατηρούν μεταξύ τους ειρηνικές σχέσεις.
Η ιστορία έχει δείξει ότι η εχθρότητα και ο πόλεμος μεταξύ της χώρα μας και της Γερμανίας είναι σε βάρος των χωρών μας, όχι προς όφελός τους. Η Ρωσία και η Γερμανία ήταν οι χώρες που υπέφεραν περισσότερο στον πόλεμο του 1914-18. Επομένως, τα συμφέροντα των λαών της Σοβιετικής Ένωσης και της Γερμανίας δεν βασίζονται στην αμοιβαία εχθρότητα. Αντιθέτως, οι λαοί της Σοβιετικής Ένωσης και της Γερμανίας χρειάζονται να ζουν εν ειρήνη μεταξύ τους. Το σοβιετογερμανικό σύμφωνο μη επίθεσης θέτει τέλος στην εχθρότητα μεταξύ Γερμανίας και ΕΣΣΔ, και κάτι τέτοιο είναι προς το συμφέρον και των δύο χωρών. Οι διαφορές αντιλήψεων και πολιτικού συστήματος δεν πρέπει και δεν μπορεί να είναι εμπόδιο στη δημιουργία καλών πολιτικών σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών, όπως δεν είναι εμπόδιο στις καλές πολιτικές σχέσεις μεταξύ της ΕΣΣΔ και άλλων, μη σοβιετικών, καπιταλιστικών χωρών. Μόνο εχθροί της Γερμανίας και της ΕΣΣΔ μπορούν να αγωνίζονται να δημιουργήσουν και να υποδαυλίσουν την εχθρότητα μεταξύ των λαών αυτών των χωρών. Ανέκαθεν ήμασταν υπέρ της φιλίας μεταξύ των λαών της ΕΣΣΔ και της Γερμανίας, υπέρ της καθιέρωσης και ανάπτυξης της φιλίας μεταξύ των λαών της Σοβιετικής Ένωσης και του γερμανικού λαού.
Η σημασία του σοβιετογερμανικού συμφώνου μη επίθεσης έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι τα δύο μεγαλύτερα κράτη στην Ευρώπη συμφώνησαν να θέσουν τέλος στην εχθρότητα μεταξύ τους, να εξαλείψουν την απειλή πολέμου και να ζήσουν ειρηνικά το ένα με το άλλο. Το πεδίο των πιθανών στρατιωτικών συγκρούσεων στην Ευρώπη, επομένως, στενεύει. Ακόμα κι αν οι στρατιωτικές συγκρούσεις στην Ευρώπη αποδειχτούν αναπόφευκτες, η κλίμακα των εχθροπραξιών τώρα περιορίζεται. Μόνο όσοι υποκινούν έναν γενικευμένο πόλεμο στην Ευρώπη, μόνο όσοι φορώντας ένα ειρηνικό προσωπείο εύχονται να ξεσπάσει μια γενικευμένη πανευρωπαϊκή πυρκαγιά, μπορούν να είναι δυσαρεστημένοι με αυτή την κατάσταση.
Το σοβιετογερμανικό σύμφωνο αποτέλεσε αντικείμενο πολυάριθμων επιθέσεων στο Βρετανικό, Γαλλικό και Αμερικανικό Τύπο. Διακρίνονται σε αυτές τις προσπάθειες κάποιες «σοσιαλιστικές» εφημερίδες, που πασχίζουν να υπηρετήσουν τους «δικούς τους» εθνικούς καπιταλιστές, να υπηρετήσουν αυτούς από τα αφεντικά τους που τους πληρώνουν καλά. Είναι ξεκάθαρο ότι η πραγματική αλήθεια δεν μπορεί να αναμένεται από τους κυρίους αυτού του διαμετρήματος.
Γίνονται προσπάθειες να διαδοθεί η φήμη ότι η σύναψη του σοβιετογερμανικού συμφώνου μη επίθεσης ήταν υπεύθυνο για την αποτυχία των διαπραγματεύσεων με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία για ένα σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας. Σε αυτό το ψέμα έχει ήδη απαντήσει στη συνέντευξη που έδωσε ο σ. Βοροσίλοφ. Στην πραγματικότητα, όπως γνωρίζετε, το ακριβώς αντίθετο ισχύει. Ένας από τους λόγους για τους οποίους η Σοβιετική Ένωση υπέγραψε το σύμφωνο μη επίθεσης με τη Γερμανία είναι ότι οι διαπραγματεύσεις με τη Γαλλία και τη Γερμανία είχαν συναντήσει ανυπέρβλητες διαφορές και κατέληξαν σε αποτυχία εξαιτίας των βρετανικών και γαλλικών κυβερνητικών κύκλων.
Επιπλέον, φτάνουν να μας κατηγορούν για το σύμφωνο γιατί αυτό, βλέπετε, δεν περιέχει ρήτρα που προβλέπει την καταγγελία του, σε περίπτωση που ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη συρθεί σε πόλεμο, υπό τέτοιες συνθήκες που θα έδιναν σε κάποιον ένα είδος δικαιολογίας για να τον χαρακτηρίσει ως επιτιθέμενο. Όμως για κάποιο λόγο ξεχνούν ότι τέτοια ρήτρα ή πρόβλεψη δεν περιείχε ούτε το πολωνογερμανικό σύμφωνο μη επίθεσης, το οποίο υπογράφτηκε το 1934 και ακυρώθηκε από τη Γερμανία το 1939, παρά τις επιθυμίες της Πολωνίας, ούτε η Αγγλογερμανική δήλωση μη επίθεσης, η οποία υπογράφτηκε λίγους μόνο μήνες πριν. Τίθεται το ερώτημα, λοιπόν, γιατί να μη μπορεί η ΕΣΣΔ να κάνει αυτό που και η Πολωνία και η Αγγλία έκαναν στο παρελθόν;
Τέλος, υπάρχουν κάποιοι που τους αρέσει να διαβάζουν στο σύμφωνο περισσότερα από όσα αυτό περιλαμβάνει. Για αυτό το σκοπό, όλων των ειδών οι εικασίες και υπόνοιες διακινούνται, προκειμένου να προκληθεί δυσπιστία για το σύμφωνο σε κάποιες χώρες. Όμως όλο αυτό φτάνει μόνο να αποδείξει την απελπιστική αδυναμία των εχθρών του συμφώνου, οι οποίοι αποκαλύπτονται όλο και περισσότερο ως εχθροί τόσο της Σοβιετικής Ένωσης όσο και της Γερμανίας οι οποίοι προσπαθούν να προκαλέσουν έναν πόλεμο μεταξύ των δύο χωρών.
Σε όλα αυτά βρίσκουμε νέα επαλήθευση της προειδοποίησης του σ. Στάλιν ότι πρέπει να επαγρυπνούμε έναντι των πολεμοκάπηλων που έχουν συνηθίσει να βάζουν άλλους να βγάζουν τα κάστανα από τη φωτιά για λογαριασμό τους. Πρέπει να είμαστε σε επιφυλακή έναντι όσων βρίσκουν επωφελείς για αυτούς τις κακές σχέσεις μεταξύ ΕΣΣΔ και Γερμανίας, την εχθρότητα μεταξύ τους, εναντίον όσων δεν θέλουν ειρήνη και καλές σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης.
Μπορούμε να το κατανοήσουμε όταν αυτή η πολιτική ακολουθείται από αθεράπευτους ιμπεριαλιστές. Όμως δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι μερικοί ηγέτες των σοσιαλιστικών κομμάτων της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας έχουν πρόσφατα διακριθεί για αυτό τον εξαιρετικό τους ζήλο. Αυτοί οι κύριοι έχουν τόσο πολύ ταραχτεί, ώστε βγαίνουν κυριολεκτικά από τα ρούχα τους. Αυτοί οι άνθρωποι ρητά απαιτούν η ΕΣΣΔ να επιτρέψει στον εαυτό της να συρθεί σε πόλεμο εναντίον της Γερμανίας και στο πλευρό της Μεγάλης Βρετανίας. Έχουν μήπως αυτοί οι θρασείς κύριοι πάρει άδεια από τις αισθήσεις τους;
Είναι πραγματικά τόσο δύσκολο για αυτούς τους κυρίους να καταλάβουν το νόημα του σοβιετογερμανικού συμφώνου μη επίθεσης, βάσει του οποίου η ΕΣΣΔ δεν είναι υποχρεωμένη να εμπλέξει εαυτόν σε πόλεμο είτε στο πλευρό της Μεγάλης Βρετανίας εναντίον της Γερμανίας, είτε στο πλευρό της Γερμανίας εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας; Είναι τόσο δύσκολο να καταλάβουν ότι η ΕΣΣΔ ακολουθεί και θα συνεχίσει να ακολουθεί τη δική της ανεξάρτητη πολιτική, μια πολιτική η οποία βασίζεται στα συμφέροντα των λαών της ΕΣΣΔ και μόνο σε αυτά τα συμφέροντα; Αν αυτοί οι κύριοι έχουν μια τέτοια ανεξέλεγκτη επιθυμία να πολεμήσουν, ας τους αφήσουμε να το κάνουν, χωρίς τη Σοβιετική Ένωση. Θα δούμε τότε τι είδους μαχητές είναι.
Στα μάτια μας, στα μάτια όλου του σοβιετικού λαού, είναι τόσο εχθροί της ειρήνης όσο όλοι οι άλλοι υποκινητές του πολέμου στην Ευρώπη. Είναι μόνο όσοι θέλουν μια νέα μεγάλη σφαγή, ένα νέο ολοκαύτωμα των εθνών, που θέλουν να θέσουν σε αντιπαράθεση τη Σοβιετική Ένωση με τη Γερμανία: είναι μόνο αυτοί που θέλουν να αποτρέψουν την αποκατάσταση των καλών σχέσεων μεταξύ των λαών της ΕΣΣΔ και της Γερμανίας.
Η Σοβιετική Ένωση υπέγραψε το σύμφωνο με τη Γερμανία όντας πλήρως βέβαιη ότι η ειρήνη μεταξύ των λαών της ΕΣΣΔ και της Γερμανίας είναι προς το συμφέρον όλων των λαών, προς το συμφέρον της παγκόσμιας ειρήνης. Κάθε ειλικρινής υποστηρικτής της ειρήνης θα δει την αλήθεια αυτού του ισχυρισμού.
Αυτό το σύμφωνο συνάδει με τα ζωτικά συμφέροντα των εργαζομένων της Σοβιετικής Ένωσης και δεν μπορεί για κανένα λόγο να αμβλύνει την επαγρύπνησή μας για την υπεράσπιση αυτών των συμφερόντων. Αυτό το σύμφωνο βασίζεται στην πλήρη εμπιστοσύνη για την πραγματικότητα των δυνάμεών μας, στην πλήρη προετοιμασία τους σε περίπτωση οποιασδήποτε επίθεσης έναντι της ΕΣΣΔ.
Αυτό το σύμφωνο (όπως οι ανεπιτυχείς διαπραγματεύσεις μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Σοβιετικής Ένωσης) δείχνουν ότι κανένα σημαντικό ζήτημα διεθνών σχέσεων και, ακόμα λιγότερο, κανένα ζήτημα που επιδρά στην ανατολική Ευρώπη, δεν μπορεί να διευθετηθεί χωρίς την ενεργό συμμετοχή της Σοβιετικής Ένωσης και ότι όλες οι απόπειρες να αγνοηθεί η Σοβιετική Ένωση και να ληφθούν αποφάσεις για τέτοια ζητήματα πίσω από την πλάτη της είναι καταδικασμένες σε αποτυχία.
Το σοβιετογερμανικό σύμφωνο μη επίθεσης σηματοδοτεί μια καμπή στις εξελίξεις στην Ευρώπη, μια καμπή προς τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κρατών στην Ευρώπη. Αυτό το σύμφωνο δεν σημαίνει για εμάς μόνο την εξάλειψη της απειλής πολέμου με τη Γερμανία, αλλά περιορίζει το πεδίο των πιθανών στρατιωτικών συγκρούσεων στην Ευρώπη και έτσι υπηρετεί την υπόθεση της παγκόσμιας ειρήνης: πρέπει να δημιουργήσει νέες δυνατότητες για την αύξηση των δυνάμεών μας, για την εδραίωση της θέσης μας, για την περαιτέρω αύξηση της επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης στις διεθνείς εξελίξεις.
Δεν χρειάζεται να αναφερθώ εδώ στις διάφορες πρόνοιες του συμφώνου. Το Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων έχει λόγο να ελπίζει ότι το σύμφωνο θα τύχει της έγκρισής σας ως ένα πολιτικό κείμενο εξαιρετικής σημασίας για την ΕΣΣΔ.
Το Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων υποβάλει το σοβιετογερμανικό σύμφωνο μη επίθεσης προς το Ανώτατο Σοβιέτ και ζητά την επικύρωσή του.

Πηγή: http://parapoda.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.